Συζητώντας με την Ιφιγένεια Τέκου
Ι.Τ.: Είναι πολλοί οι αγαπημένοι μου συγγραφείς κι επειδή δεν θα ήθελα να αδικήσω κανέναν από τους σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες θα αναφερθώ μονάχα στους ξένους όπως τον Marias, τον Bolano, τον Auster, τον Cercas, τον Barnes, την Atwood, την Sarrazin, τον J. Roth, τον Gazdanov, Pessoa, Padura, Coetzee, Bulgacov, Camus, Moravia, Dickens, Lispector κ.α.
Ερώτηση 2η: Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε;
Ι.Τ.: Δεν είμαι σίγουρη ποιο ακριβώς ήταν το πρώτο βιβλίο που διάβασα όμως θυμάμαι το «Ο Κόμης Μοντεχρήστος» του Αλ. Δουμά που απόλαυσα μέσα σε μια μέρα, το «Χωρίς οικογένεια» του Έκτωρ Μαλό, «Μεγάλες προσδοκίες» του Ντίκενς, «Τα ψηλά Βουνά» του Παπαντωνίου, όλα του Ιούλιου Βερν, «Το καπλάνι της βιτρίνας» και «Ο θείος Πλάτων» της Άλκης Ζέη. Μπορεί στην εποχή μου να μην είχαμε την πληθώρα των βιβλίων λογοτεχνίας για παιδιά που υπάρχει τώρα, όμως δεν μας εμπόδισε στο παραμικρό να έρθουμε σε επαφή με αξιόλογα λογοτεχνικά κείμενα και να αναπτύξουμε το αναγνωστικό μας αισθητήριο.
Ερώτηση 3η: Τι σημαίνει η συγγραφή για εσάς;
Ι.Τ.: Η συγγραφή είναι σαν μια πόρτα που άνοιξε ξαφνικά μπροστά μου, μπήκα μέσα από περιέργεια να δω τι γίνεται, και τώρα πια δεν θέλω να ξαναβγώ. Δεν περνά ούτε μέρα χωρίς γραμμή /γραμμές (nulla dies sine linea) από ιστορίες ανείπωτες που συνωστίζονται στο μυαλό μου επιθυμώντας να γραφτούν κι έπειτα να διαβαστούν.
Ερώτηση 4η: Ποια είναι η πήγη έμπνευσής σας;
Ι.Τ.: Η έμπνευσή μου πηγάζει από διαφορετικά ερεθίσματα κάθε φορά. Μπορεί να είναι ένα ποίημα, μια ταινία, ένα παιδί που παίζει στο δρόμο, κάτι που άκουσα στις ειδήσεις, ή κάτι που στη δεδομένη στιγμή αναδύθηκε από μέσα μου επιθυμώντας να εκφραστεί.
Ερώτηση 5η: Τι σας "ώθησε" να ξεκινήσετε τη συγγραφή;
Ι.Τ.: Έχω την εντύπωση πως κάθε φορά που μου κάνουν αυτή την ερώτηση απαντώ διαφορετικά, όχι με διάθεση να παραπλανήσω απλά μάλλον είναι πολλά αυτά που με ώθησαν να ξεκινήσω τη συγγραφή και κάθε τόσο μου αποκαλύπτονται κι άλλα, οπότε θα πω πως ό,τι κι αν ήταν αυτό που με έστρεψε προς αυτό το μονοπάτι - οι σπουδές μου στη λογοτεχνία, η φιλαναγνωσία, η ανάγκη να εκφράσω κάτι που πίεζε τα μέσα μου είτε απλά τη δεδομένη στιγμή οι συνθήκες μου το επέτρεψαν-, με κράτησε δεμένη.
Ερώτηση 6η: Πως θα χαρακτηρίζατε το τελευταίο σας βιβλίο "Θάλασσες μας χώρισαν" με δύο λόγια;
Ι.Τ.: Πώς μπορεί μια μάνα να μιλήσει με δύο λόγια για το «παιδί» της και να μην παρασυρθεί σε περισσές καμιά φορά φλυαρίες! Παρόλ’αυτά θα το προσπαθήσω. Το «θάλασσες μας χώρισαν» είναι ένα βιβλίο που αγάπησα τη στιγμή που το σκέφτηκα και το αγάπησα ακόμα περισσότερο τη στιγμή που το έγραφα. Προσπάθησα να περάσω στον αναγνώστη όλα εκείνα που πρωτίστως συγκίνησαν εμένα κι ελπίζω ως ένα βαθμό να τα κατάφερα. Χρησιμοποιώντας ως εξωτερικό περίβλημα τα ιστορικά και κοινωνικο-πολιτικά γεγονότα της εποχής εκείνης, προσπάθησα να επικεντρωθώ στους αντιφατικούς χαρακτήρες των ηρώων που τους «φρόντισα» καταλλήλως παρά τις αμέτρητες αδυναμίες τους.
Ερώτηση 7η: Όπως και στο πρώτο σας βιβλίο "Μνήμες χαμένες στην άμμο" έτσι και στο βιβλίο σας "Θάλασσες μας χώρισαν" βλέπουμε το δεσμό που αναπτύσσεται μεταξύ των αδερφών αλλά και μας ταξιδεύουν σε πόλεις που άνηκαν στην Ελλάδα, όπως η Κωνσταντινούπολη και η Αλεξάνδρεια. Πόσο σημαντικός είναι ο οικογενειακός δεσμός για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας των ανθρώπων;
Ι.Τ.: Πράγματι. Και σ’ αυτό το βιβλίο μου όπως και στο προηγούμενο δίνω έμφαση στους δεσμούς που ανταπτύσσονται ανάμεσα στα μέλη μιας οικογένειας καθώς πιστεύω ακράδαντα πως το περιβάλλον αλλά και ο τρόπος που μεγαλώνει κάποιος καθορίζει ως ένα βαθμό-μεγαλύτερο ή μικρότερο- τις επιλογές του και άρα τη ζωή του. Ειδικά ο αδελφικός δεσμός παρουσιάζει για μένα το μεγαλύτερο ενδιαφέρον χάρη στην πολυπλοκότητα που διέπει τέτοιες σχέσεις αίματος. Ζήλεια και αγάπη συμπλέουν φτιάχνοντας ένα μωσαϊκό συναισθημάτων που εμένα τουλάχιστον με γοητεύει.
Ερώτηση 8η: Στο βιβλίο σας "Θάλασσες μας χώρισαν" βλέπουμε τη διαδρομή μιας οικογένειας, από τη Σύμη να μεταβαίνουν στην Κωνσταντινούπολη μετά από ένα άσχημο γεγονός που τους συνέβη. Πιστεύετε ότι αν κάποιος αλλάξει μέρος μπορεί να καταφέρει να ξεχάσει και να αρχίσει από την αρχή μία νέα ζωή;
Ι.Τ.: Η άποψή μου είναι ότι όσο και να προσπαθείς να ξεφύγεις αλλάζοντας τόπο κατοικίας, οι αναμνήσεις είναι πάντα εκεί, τις κουβαλάς. Δεν ξεχνάς λοιπόν, απλά μέσα από την πρόφαση ενός νέου περιβάλλοντος πιστεύεις/ελπίζεις πως θα ξεκινήσεις μια νέα ζωή κι αυτό δίνει καμιά φορά τη δύναμη να το επιτύχεις κιόλας.
Ερώτηση 9η: Οι θάλασσες πιστεύετε ότι χωρίζουν ή ενώνουν τους ανθρώπους;
Ι.Τ.: Ούτε οι «θάλασσες» ούτε ο,τιδήποτε άλλο έχει τη δύναμη να χωρίσει ή να ενώσει τους ανθρώπους παρά οι ίδιοι οι άνθρωποι. Μόνοι μας φτιάχνουμε τις συνθήκες πάνω στις οποίες χτίζεται η ζωή μας. Είμαστε, σκεφτόμαστε, και πράττουμε ελεύθερα επωμιζόμενοι το κόστος.
Ερώτηση 10η: Το βιβλίο σας μιλάει για τις σχέσεις των δυο αδερφών, την Παρασκευούλα που είναι πολύ όμορφη αλλά και πολύ ευαίσθητη και την Ελπίδα που είναι σχετικά όμορφη, εσωστρεφής αλλά και δυναμική. Από τα ονόματα ακόμα προσδίδεται ο ψυχισμός των κοριτσιών. Ήταν τυχαίες οι ονοματοδοσίες που κάνατε στα δύο αυτά κορίτσια;
Ι.Τ.: Θεωρώ πως κατά ένα μεταφυσικό τρόπο τίποτα δεν είναι τυχαίο. Κάθε φορά που νοματοδοτώ τους ήρωές μου κάτι οδηγεί το χέρι μου να σταθεί στο «σωστό» όνομα. Μπορεί ένας ήρωας να μου θυμίζει κάποιον γνωστό μου ή μπορεί να είναι θέμα διάθεσης της στιγμής. Το όνομα Παρασκευούλα το χρησιμοποίησα επειδή έχω μια φίλη από την Σύμη με αυτό το όνομα, όσο για το «Ελπίδα», ήταν κάτι σαν παρακαταθήκη που άφησα στην ηρωίδα μου που είχε την μεγαλύτερη ανάγκη να ελπίζει σε κάτι!
Ερώτηση 11η: Πόσο δύσκολο θεωρείτε ότι είναι για τους γονείς να μην ξεχωρίσουν τα παιδιά τους; Βλέπουμε στο βιβλίο σας η μητέρα των κοριτσιών, η Αννέζα, να κάνει ίσως το μεγαλύτερο ατόπημά της βάζοντας δύο φορές πιο πάνω την Παρασκευούλα από την Ελπίδα. Αυτό θα δημιουργήσει έναν επιπλέον λόγο απομάκρυνσης της Ελπίδας από τη μητέρα της και την αδερφή της.
Ι.Τ.: Οι γονείς όσο και να αγαπάνε τα παιδιά τους μοιραία κάποια στιγμή θα τα ξεχωρίσουν όχι με κακή διάθεση φυσικά, αλλά γιατί κάθε παιδί είναι μια ξεχωριστή οντότητα έτσι κι αλλιώς. Η Αννέζα ήταν μια καλή μητέρα που όμως άθελά της ίσως έδειξε μια προτίμηση στην μεγάλη της κόρη που μπορεί όμως και να μην ίσχυε. Ίσως η ζήλεια της Ελπίδας για την αδελφή της να μεγένθυνε στα μάτια της το κάθε τι. Γενικά, οι ανθρώπινες σχέσεις είναι δύσκολες και χρειάζονται φροντίδα, προσπάθεια και επιμονή για να καλλιεργούνται και να συντηρούνται ανέπαφες από την αδύναμη πλευρά της ανθρώπινης φύσης.
Ερώτηση 12η: Βλέπουμε ότι στο βιβλίο σας οι δύο αδερφές μένουν αγαπημένες ακόμα και μετά από έναν κυκεώνα αποκαλύψεων. Μπορεί η ερωτική σχέση να μπει πάνω από τον αδελφικό δεσμό;
Ι.Τ.: Νομίζω πως έχει αποδειχτεί περίτρανα έως στις μέρες μας πως μια ερωτική σχέση μπορεί να μπει πάνω από τον αδελφικό, τον μητρικό, τον φιλικό, τον συζυγικό, και κάθε είδους δεσμό. Όπως ανέφερα και παραπάνω, οι ανθρώπινες σχέσεις είναι δύσκολες γιατί οι άνθρωποι είμαστε αδύναμα όντα και υποπέφτουμε σε λάθη. Στην προκειμένη περίπτωση, η Ελπίδα θα «ρίξει» τα μάτια της πάνω στον γαμπρό της όμως δεν θα είναι από έρωτα. Κατά βάθος είναι η ζήλια προς την αδελφή της που την υποκινεί, η ανάγκη της να την πληγώσει και να πάψει να είναι τόσο τέλεια, τόσο «παραπάνω» από κείνη.
Ερώτηση 13η: Αν θα έπρεπε να διαλέξετε τη ζωή μιας από τις δύο αδερφές. Ποια θα θέλατε να ζήσετε;
Ι.Τ.: Δεν θα διάλεγα τη ζωή καμιάς από τις αδελφές, το λέω με κάθε ειλικρίνεια. Όσο και να με συναρπάζουν τα πάθη και η εποχή που έζησαν, προτιμώ το τώρα και τη ζωή που έχω οικοδομήσει. Εξάλλου, για να κάνω και λίγο χιούμορ, θα πρέπει να ήμουν τρελή για να θέλω να περάσω τα βάσανά τους!
Ερώτηση 14η: Πιστεύετε ότι η αληθινή αγάπη μπορεί να ξεπεράσει τα εμπόδια που δημιουργούνται μεταξύ διαφορετικών εθνικοτήτων, θρησκευτικών φρονημάτων ή και χρώματος;
Ι.Τ.: Πιστεύω πως γίνεται να ξεπεραστούν κάποια από τα εμπόδια που δημιουργούνται λόγω «διαφορετικότητας» ωστόσο δεν είναι πάντα εύκολο ακόμη κι όταν υπάρχει αληθινή αγάπη ανάμεσα στο ζευγάρι.
Ερώτηση 15η: Σύμη, Κωνσταντινούπολη, Αλεξάνδρεια και Ικαρία. Αυτά τα τέσσερα πανέμορφα μέρη συνθέτουν το παζλ της ιστορίας του βιβλίου σας. Για ποιο λόγο διαλέξετε να μας ταξιδέψετε σε αυτές τις τοποθεσίες;
Ι.Τ.: Κάθε μέρος απ’αυτά με έχει συγκινήσει με την πλούσια ιστορία που κουβαλάει και την ομορφιά των τοπίων του. Ειδικά με την Πόλη, νομίζω ότι είναι πλέον εμφανές, έχω μια λατρεία λόγω καταγωγής. Τόσο η Πόλη όσο και η Αλεξάνδρεια είχαν έντονο το ελληνικό στοιχείο εκείνη την εποχή που περιγράφω. Έλληνες που αναγκάστηκαν να ξεριζωθούν για πρώτη ή για πολλοστή φορά. Ο ξεριζωμός από τον γενέθλιο τόπο είναι πάντα ένα θέμα που με συγκινεί βαθιά και με καλεί να το αναπτύξω με αντικειμενικότητα όσο γίνεται και σεβασμό.
Ερώτηση 16η: Θέλετε να μας πείτε δύο λόγια για το επόμενο συγγραφικό σας έργο;
Ι.Τ.: Αυτή τη στιγμή απολαμβάνω τη συγγραφή ενός σύγχρονου θέματος και το αφήνω να με οδηγήσει εκείνο στα δικά του μονοπάτια. Θα δούμε. Χωρίς πειραματισμούς και ρίσκο δεν είναι εύκολο αυτό το «ένα» βήμα μπροστά.
Ευχαριστώ πάρα πολύ τη συγγραφέα μας για τη συνέντευξη! Πάντα επιτυχίες και καλοτάξιδα βιβλία εύχομαι!
Η Ιφιγένεια Τέκου γεννήθηκε και μεγάλωσε στις όμορφες γειτονιές της Άνω Κυψέλης. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και αργότερα πήρε μεταπτυχιακό τίτλο από το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών στη Διοίκηση Επιχειρήσεων. Εργάστηκε ως διοικητική υπάλληλος για αρκετά χρόνια σε διάφορες πολυεθνικές εταιρείες, έκανε μεταφράσεις και ιδιαίτερα μαθήματα σε παιδιά.
Το πρώτο της βιβλίο "Μνήμες χαμένες στην άμμο" κυκλοφόρησε το 2014 από τις εκδόσεις Κέδρος. Το "Αγάπα το ή παράτα το" κυκλοφόρησε το 2015 από τις εκδόσεις "Λιβάνη" και το "Θάλασσες μας χώρισαν" το 2015 από τον εκδοτικό οίκο "Διόπτρα".
Περίμενε, μη φεύγεις. Δεν σε κατηγορώ. Σκέψεις κάνω, προσπαθώντας να καταλάβω αν με αγάπησες ποτέ. Με αγάπησες; Την ένιωσα την αγάπη σου τόσες φορές να μ’ αγκαλιάζει σαν ζεστό πανωφόρι, δεν μπορεί να έκανα τόσο λάθος. Ίσως με αγάπησες διαφορετικά, με τον τρόπο τον δικό σου, ίσως να έπρεπε να δεχτώ αυτό το είδος έρωτα που μου πρόσφερες και να μην ψάχνω κάτι περισσότερο.
Δύο αδελφές, η Παρασκευούλα και η Ελπίδα, βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση από τα παιδικά τους χρόνια. Η μία όμορφη, λαμπερή, πάντα να κλέβει τις εντυπώσεις, η άλλη χαμηλών τόνων και εσωστρεφής, περνά απαρατήρητη. Το πένθος που θα ξεσπάσει στην οικογένειά τους, σε συνδυασμό με την ιταλική κατοχή στη Σύμη, θα τις οδηγήσει στην Κωνσταντινούπολη. Για μια στιγμή θα έρθουν κοντά, αλλά σύντομα ο ανταγωνισμός τους θα αναζωπυρωθεί. Η Παρασκευούλα θα γνωρίσει τον Παύλο και θα αγαπηθούν ολοκληρωτικά. Το ζευγάρι θα μετακομίσει στην Αλεξάνδρεια, ενώ η Ελπίδα θα βρεθεί παράφορα ερωτευμένη με τον άντρα της αδελφής της. Θα προσπαθήσει να ξεχαστεί σε μια τακτοποιημένη ζωή, όπου θα αγαπηθεί αλλά δεν θα αγαπήσει, καθώς το μυαλό της θα ταξιδεύει συνεχώς στον Παύλο, και στη φαντασία της θα βιώνει τον απόλυτο έρωτα μαζί του. Η μοίρα όμως, μέσα από συμβάντα σημαδεμένα με τρέλα, απόρριψη, καταπιεσμένους πόθους, καταστροφικά αισθήματα, θα μπλέξει τις ζωές τους σε ένα κουβάρι, και στο τέλος θα τις ξεβράσει σε μια θάλασσα δακρύων και τύψεων, με την ανάγκη για συγχώρεση αμοιβαία, προκειμένου να αντέξουν το βάρος των πράξεών τους.
Ο δεκαπεντάχρονος Ιάσονας έρχεται αντιμέτωπος με το άσχημο πρόσωπο της κρίσης, όταν η οικογένειά του αναγκάζεται να μετακομίσει στη Σύμη, αφήνοντας πίσω φίλους και λοιπούς.
Η Γιάννα, όταν παίζει κιθάρα, πετάει στα σύννεφα. Ανταλλάσσει καθημερινά μηνύματα στο fb με τον black label και ξαφνιάζεται όταν μια μέρα τον «πετυχαίνει» στο απομακρυσμένο νησί όπου ζει.
Η Γιούλη ήθελε να γίνει μεγάλη ηθοποιός και είχε φτιάξει το καλύτερο στοχο-διάγραμμα, από το οποίο δεν παρέκκλινε ποτέ, ώσπου… η καρδιά της χτύπησε δυνατά για πρώτη φορά, μα για λάθος άνθρωπο.
Οι τρεις τους έμαθαν το τίμημα που κρύβει η διεκδίκηση της ευτυχίας, όταν δε δέχεσαι να συμβιβαστείς με τίποτα λιγότερο.
Love it or leave it, μωρό μου!
Ιάσονας: Τελικά, την πάτησα κι εγώ. Οκέι, θα συνέβαινε κάποτε και αυτό, φαντάζομαι. Τι τώρα, τι αργότερα. Είναι τόσο περίεργο αυτό το συναίσθημα... Σαν να μπαίνεις σε κάποιο ασανσέρ που μία σε ανεβάζει και μία σε κατεβάζει, άλλες φορές πηγαίνει όροφο όροφο και άλλες φορές το κάνει απότομα κι εσύ βρίσκεσαι έρμαιο ενός φρενήρους πεταρίσματος.
Γιάννα: Η σιλουέτα του Ιάσονα διαγράφεται μέσα από την ανοιχτόχρωμη κουρτίνα. Βγαίνει από τη σκιά και μου χαμογελά. Όλα έχουν την αίσθηση ενός ονείρου που βλέπω ξανά και ξανά κι εγώ φοβάμαι να ξυπνήσω.
Γιούλη: Με φίλαγε και μ’ έπιανε τόσο άγρια που με ρήμαζε. Ναι, έτσι ένιωθα, ρημαγμένη. Αν τότε έβαζα ένα τέλος, θα μπορούσα να είχα προλάβει τα χειρότερα. Δε σταμάτησα, η ηλίθια.
Σας παραθέτω και το βίντεο-τρέιλερ του βιβλίου:
https://www.youtube.com/
Το απόγευμα της 6ης Σεπτεμβρίου 1955, δύο αδελφές χωρίζονται εξαιτίας συνταρακτικών γεγονότων που σημαδεύουν τη ζωή τους αλλά και τη ζωή των περισσότερων Ελλήνων της Πόλης.
Η μία αδελφή, η Άννα, έτοιμη να κάνει το ντεμπούτο της στην όπερα, καταδιώκεται από μια ομάδα Τούρκων και στη συνέχεια βρίσκεται τραυματισμένη σ’ ένα πλοίο με προορισμό τον Πειραιά.
Από το σοκ δεν μπορεί να θυμηθεί τίποτα σχετικά με το παρελθόν της. Μοναδικό της στήριγμα η Ελίζ, μια Aρμένισσα εγκυμονούσα που αναζητά μια καλύτερη τύχη στην ελληνική πρωτεύουσα. Μια νέα ζωή με νέα ταυτότητα αρχίζει για την ηρωίδα στη μεταπολεμική Αθήνα. Η Άννα στα επόμενα χρόνια θα βιώσει απώλειες, θα γνωρίσει τον έρωτα και την καταξίωση.
Η άλλη αδελφή, η Μαρίκα, λόγω των οδυνηρών εμπειριών που είχε εκείνο το απόγευμα, παίρνει αποφάσεις που θα καθορίσουν τη ζωή της. Παντρεύεται έναν Τούρκο, ενώ η καρδιά της είναι δοσμένη σε άλλον άντρα, μόνο και μόνο για να βοηθήσει την οικογένειά της. Στην πορεία αποδεικνύεται ότι αγνοεί τον πραγματικό χαρακτήρα του συζύγου της και την επικίνδυνη, σκοτεινή πλευρά του.
Δύο γυναίκες, δύο αγαπημένες αδελφές, χωρίζονται και αντιμετωπίζουν μόνες τις προκλήσεις της ζωής. Άραγε θα κατορθώσουν να ξανανταμώσουν; Η μαγεία της Πόλης θα τις ξαναφέρει κοντά ή όσα τις δένουν θα παραμείνουν μνήμες χαμένες στην άμμο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου