Χ.Μ.Χ.: Νομίζω πως στις διάφορες φάσεις της ζωής μου είχα -και συνεχίζω να έχω- διαφορετικούς αγαπημένους συγγραφείς, έλληνες και ξένους, γυναίκες και άνδρες, οπότε δεν θα ήθελα να… τους αδικήσω, δίνοντας απλώς ένα ή δύο ονόματα.
Ερώτηση 2η: Ποιο είναι το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε;
Χ.Μ.Χ.: Αποδεικνύομαι αδύναμη στο τεστ μνήμης που περιέχει η συγκεκριμένη ερώτησή σας. Δεν είμαι σίγουρη ποιο ήταν αυτό, αλλά θυμάμαι, σαν όνειρο, να κρατώ διάφορα βιβλία στα χέρια μου, τα οποία είχαν στην αρχή τους μια σελίδα που έγραφε «το χρυσό μου το βιβλίο». Έκτοτε θεωρώ ότι το βιβλίο είναι κάτι τόσο πολύτιμο για μένα όσο για κάποιους ο χρυσός. Πάντως στα πρώτα αγαπημένα μου αναγνώσματα συγκαταλέγονταν βιβλία με ποιήματα, που μου άρεζαν ιδιαίτερα, μαζί με την ωραία τους εικονογράφηση.
Ερώτηση 3η: Τι σημαίνει η συγγραφή για εσάς;
Χ.Μ.Χ.: Είναι σίγουρα μια ανάγκη. Ανάγκη έκφρασης σκέψεων, συναισθημάτων, προβληματισμών. Μια αναμέτρηση με φωτεινές ή σκοτεινές πλευρές του εαυτού μου ή άλλων προσώπων. Ένα ψάξιμο σε συνειδητά ή ασυνείδητα κίνητρα, λόγια, συμπεριφορές, αλλά και σε φόβους, οράματα, χαμένους ίσως παραδείσους. Σιγά-σιγά η συγγραφή γίνεται πάθος και… πάθη στη μέση και τη σπονδυλική στήλη. Τη βλέπω όμως θετικά, γιατί μου δίνει τη δυνατότητα να λειτουργώ ακόμη ως ψυχοθεραπεύτρια. Επιστρατεύοντας εμπειρίες, δημιουργικότητα και φαντασία, προσπαθώ να επουλώσω τραύματα και οδυνηρές αναμνήσεις ή να επιλύσω ψυχικά προβλήματα. Όχι απαραίτητα προσωπικά, αλλά ανθρώπινα. Γιατί κάποια στιγμή, που το «γραπτό» μου φεύγει από μένα, γίνεται και επικοινωνία με τον κόσμο.
Ερώτηση 4η: Ποια είναι η πηγή έμπνευσή σας;
Χ.Μ.Χ.: Οι άνθρωποι και η καθημερινότητά μας. Άνθρωποι … «συνηθισμένοι» ή «άλλων εποχών», πρόσωπα, παιδιών ή ενηλίκων, που έχουν δοκιμάσει την αδικία, τον πόνο, την αποτυχία, αλλά και την αγάπη, τη φιλία, την αποδοχή. Νομίζω πως η ζωή μου, τόσο η προσωπική όσο και η επαγγελματική, μου έχουν δώσει αρκετά ερεθίσματα για να βλέπω τις πολλές και διαφορετικές όψεις που έχουν τα πράγματα και να μην μένω… στις πιο επιφανειακές ή αυταπόδεικτες εξηγήσεις κάποιων γεγονότων.
Ερώτηση 5η: Τι σας "ώθησε" να ξεκινήσετε τη συγγραφή;
Χ.Μ.Χ.: Για πολλά χρόνια, αυτή ήταν συνδυασμένη με το επιστημονικό μου έργο. Όταν όμως συνταξιοδοτήθηκα, αποφάσισα να μην ακούσω… τις σειρήνες για συγγραφή εκλαϊκευμένων βιβλίων ψυχολογίας –κι ας είναι ιδιαίτερα δημοφιλή- καθώς αυτό δεν αποτελούσε για μένα μια πρόκληση, όπως η λογοτεχνική γραφή.
Ωστόσο το «Πού ανήκω επιτέλους;», ως πρώτο μου βιβλίο σ’ αυτό τον τομέα, το είχα αρχίσει χρόνια πριν, ενώ ακόμα εργαζόμουν. Διάφορες όμως καταστάσεις ή υποχρεώσεις της ζωής μου, με εμπόδιζαν να το τελειώσω, μέχρι που «ήρθε το πλήρωμα του χρόνου».
Ερώτηση 6η: Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας "Πού ανήκω επιτέλους;";
Χ.Μ.Χ.: Οι χαρακτηρισμοί συνήθως περιορίζουν, οπότε… θα τους αποφύγω. Οι εκδόσεις «Μιχάλη Σιδέρη» το κατατάσσουν σωστά στη ‘Νεανική Λογοτεχνία’, αλλά διαβάζεται κι από ‘νέους’, στο μυαλό και την καρδιά, όλων των ηλικιών. Σίγουρα είναι ένα βιβλίο που καθρεπτίζει πτυχές της ζωής μας και προβληματίσει τους νέους στα διάφορα κοινωνικά θέματα που τους απασχολούν.
Ερώτηση 7η: Ποιο ήταν το έναυσμα για να γράψετε αυτή την ιστορία;
Χ.Μ.Χ.: Το έναυσμα δόθηκε σε μια ημερίδα που παρακολούθησα για το σχολικό εκφοβισμό στην προσχολική ηλικία. Συνειδητοποιώντας τότε ότι παραβλέπουμε προβληματικές συμπεριφορές -για τις οποίες έχουμε και ως ενήλικοι μερίδιο ευθύνης- θέλησα, το 2008-09, να γράψω κάτι που θα ευαισθητοποιούσε τα παιδιά και τους εφήβους γύρω από το θέμα αυτό. Εκείνο όμως το διάστημα αρρώστησε μια πολύ καλή μου φίλη, οπότε -πέρα από τον… αρχικό μου στόχο- ενεπλάκησαν και κάποιες προσωπικές εμπειρίες. Ίσως… «το σύμπαν να συνωμοτούσε» και για την καθυστέρηση της ολοκλήρωσης του βιβλίου, καθώς κάποια κομμάτια του σχετίζονται με καταστάσεις που βιώσαμε στη χώρα μας, με την αφορμή του προσφυγικού προβλήματος, οπότε αναφέρθηκα και στα πιο επίκαιρα γεγονότα.
Ερώτηση 8η: Γιατί αποφασίσατε να γράψετε μία ιστορία για παιδιά και έφηβους, εννοείται πως διαβάζεται και από ενήλικες, και όχι μία αμιγώς ιστορία που να απευθύνεται στους ενήλικους;
Χ.Μ.Χ.: Όπως καταλάβατε, από την προηγούμενη απάντησή μου, έγινε αυθόρμητα. Ίσως με τον τρόπο αυτό να αποχαιρετούσα και την εφηβική ηλικία, την οποία εγκατέλειπαν τότε τα παιδιά μου. Μέσα από την εμπειρία της ανατροφής τους, μπορούσα να μεταφέρω μ’ ένα πιο κριτικό βλέμμα τόσο τα δικά μας λάθη ως γονείς όσο και την οπτική γωνία των παιδιών στα διάφορα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Μετά το πρώτο αυτό… βάπτισμα, ακολούθησαν βιβλία για ενήλικες.
Ερώτηση 9η: Το βιβλίο σας είναι σε πρωτοπρόσωπη γραφή, σαν αφηγηματική εξιστόρηση. Δεν σας φόβισε αυτό;
Χ.Μ.Χ.: Όχι. Αντίθετα πίστευα ότι ήταν ένας άμεσος τρόπος επικοινωνίας με τα παιδιά, που είναι ειλικρινή κι αυθόρμητα. Μερικές φορές άκουγα πραγματικά την ηρωίδα μου την Αννέτα, αλλά και το φίλο της, το Βασίλη, να μιλούν μέσα στο μυαλό μου. Αισθανόμουν σαν να ήταν απέναντί μου και να μου υπαγόρευαν τις ιστορίες τους γύρω από τη φιλία, τον έρωτα, τα καβγαδάκια με τους γονείς για μαθήματα και εξόδους, τις κόντρες με συμμαθητές κοκ.
Ερώτηση 10η: Η Αννέτα, θα βιώσει τον ρατσισμό γιατί μεγαλώνει ένα μαύρο κορίτσι σε μία "κοινωνία λευκών". Πιστεύετε πως αυτό οφείλεται στη διαπαιδαγώγηση των παιδιών από τους γονείς ή είναι βαθύτερο το θέμα;
Χ.Μ.Χ.: Σίγουρα είναι βαθύτερο θέμα. Τα παιδιά και ειδικά οι έφηβοι, που είναι πολύ εξοικειωμένοι με το διαδίκτυο, έχουν ανάγκη, σε οποιαδήποτε ‘κοινότητα’ ενταχθούν, να νιώσουν ασφάλεια, συναισθηματική κυρίως. Γιατί δεν νομίζω να έχουν χρώμα, για παράδειγμα, τα ανώνυμα emails, τα trolls του διαδικτύου, τα σχόλια ή τα άρθρα μίσους και φανατισμού. Φυσικά η επαφή με ανθρώπους από άλλη χώρα, με διαφορετικό χρώμα, θρησκεία και συνήθειες ζωής, μας διευκολύνει στο να αποδεχτούμε τη διαφορετικότητά μας και να καλλιεργήσουμε το σεβασμό προς τους άλλους. Οι αξίες αυτές είναι συνυφασμένες με την αγάπη και την καλοσύνη που θα έπρεπε να βιώνουν τα παιδιά στην οικογένεια και το σχολείο τους, σε όποια ήπειρο κι αν βρίσκονται. Με αυτή την έννοια έχουν μεγάλη ευθύνη τόσο οι γονείς όσο και οι εκπαιδευτικοί στην καταπολέμηση του ρατσισμού. Δεν μπορεί όμως το παιδί να αλλάξει στάση ούτε μέσα από… «κηρύγματα» του σχολείου, αν στο σπίτι βιώνει σωματική, ψυχική ή άλλη κακοποίηση ούτε μέσα από την αγάπη των δικών του, αν στο σχολείο συναντά την αδιαφορία των συμμαθητών ή των εκπαιδευτικών, που το αφήνουν στο έλεος κάποιου νταή και της… ομάδας του.
Ερώτηση 11η: Ο ρατσισμός και ο σχολικός εκφοβισμός αντί να εκλείψει έχει πάρει διαστάσεις θηρίου σε μία εποχή όπου ο κόσμος είναι πιο "open-minded", χρησιμοποιώντας μία λέξη πιο κοντά στους νέους και εφήβους. Ποια είναι η προσωπική σας άποψη. Υπάρχει περίπτωση να εξαλειφθεί;
Χ.Μ.Χ.: Μου αρέσει που παρατηρείτε αυτή την αντίφαση. Γίνονται νομίζω πολλές προσπάθειες για την έγκαιρη πρόληψη και καταπολέμησή τους, βοηθώντας και τις δύο πλευρές, δηλαδή θύτη και θύματος, επειδή δεν πρέπει να ενοχοποιηθούν μόνο κάποια παιδιά. Δεν θα υπεισέλθω όμως σε… πρόγνωση ούτε σε αναλύσεις που εμπλέκονται πολιτικά, οικονομικά ή κοινωνικά θέματα. Θα επισημάνω μόνο κάτι από την εμπειρία μου ως ψυχολόγος. Το σημαντικό είναι να κάνει καθένας από μας μια προσπάθεια να ελέγχει συμπεριφορές… «μικρό-επιθετικότητας», δηλαδή πράγματα που κάνουμε ή λέμε, συνειδητά ή ασυνείδητα, για ανθρώπους που έχουν -πέρα από τη φυλή ή τη θρησκεία τους- μια διαφορετική ζωή από μας. Σε άτομα, λόγου χάρη, υπέρβαρα, με αναπηρία ή διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό, πολύ εύκολα βγάζουμε τις προκαταλήψεις μας μέσα από αστεία, πειράγματα ή «άκακες» εκφράσεις(«μπορώ να αγγίξω τα μαλλιά σου;»), που όμως κινδυνεύουν να παρεξηγηθούν, ανάλογα με το κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εκδηλώνονται ή λόγω της σχέσης μας. Αυτό φυσικά δε σημαίνει ότι είμαστε «κακοί» άνθρωποι. Μπορεί να ήταν απλώς μια κακιά στιγμή ή η άγνοιά μας γύρω από το πώς νιώθει ο άλλος. Όταν όμως αντιληφθούμε ότι πληγώθηκε, αφενός να το αναγνωρίσουμε και να απολογηθούμε, παίρνοντας την ευθύνη που μας αναλογεί, κι αφετέρου, καταπολεμώντας κάποια κοινωνικά στερεότυπα, να σκεφτούμε πώς θα αποκτήσουμε μαζί του μια καλύτερη επικοινωνία την επόμενη φορά.
Ερώτηση 12η: Όλοι μας βρεθήκαμε μπροστά σε μία στιγμή σχολικού εκφοβισμού, είτε ως θύματα είτε ως θεατές. Παρόλα αυτά λίγοι κάνουν το βήμα καταγγέλλοντας αυτή την πράξη. Γιατί γίνεται αυτό; Πιστεύουμε πως δεν θα χτυπήσει ποτέ το δικό μας σπίτι ή πως ίσως φταίμε για αυτή τη συμπεριφορά που λαμβάνουμε; Θα θέλατε να μας πείτε το πιστεύω σας;
Χ.Μ.Χ.: Σίγουρα δεν φταίμε και ο μεγαλύτερος κίνδυνος θα ήταν να κατηγορηθεί τελικά το θύμα ως ένοχος! Γι’ αυτό είναι δύσκολο να καταγγείλουμε τέτοιες πράξεις, ακόμα κι εμείς πχ οι ενήλικες γυναίκες, όταν γινόμαστε θύματα στο εργασιακό μας περιβάλλον. Σωστά όμως είπατε ότι δεν βοηθά η… ουδετερότητά μας, αλλά το να γίνουμε σύμμαχοι και με το παιδί που τραυματίζει και με αυτό που τραυματίζεται. Στο σχολείο ειδικά, οι ισορροπίες είναι λεπτές και χρειάζεται συνεργασία των εκπαιδευτικών τόσο με τα παιδιά που εμπλέκονται, όσο και με τις οικογένειές τους. Το θέμα δεν σταματά στην καταγγελία. Άλλωστε δεν είναι αυτός ο ρόλος των εκπαιδευτικών. Ζητούμενο είναι η παροχή βοήθειας και προστασίας και για τις δυο πλευρές. Πράγμα δύσκολο, ειδικά όταν οι γονείς γίνουν αμυντικοί και αντί να κατανοήσουν πώς θα λυθεί το πρόβλημα, αποδίδουν όλο το φταίξιμο στον άλλο (το παιδί ή την οικογένειά του), δίχως ουσιαστικά να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, προκειμένου να αλλάξουν κάποιες αρνητικές αντιλήψεις ή συμπεριφορά.
Ερώτηση 13η: Διαζύγιο. Ένα θέμα για τα παιδιά δύσκολο. Τόσο από άποψης περιόδου, εγκλιματισμού σε μία νέα κατάσταση αλλά και πολλές φορές το παιδί θεωρεί πως ο λόγος ενός χωρισμού οφείλεται σε αυτό. Έτσι βιώνει και ο Βασίλης αυτό το γεγονός. Τι δεν κάνουν καλά οι γονείς και τα παιδιά αισθάνονται ενοχές;
Χ.Μ.Χ.: Το διαζύγιο είναι μια τραυματική εμπειρία για όλη την οικογένεια. Αυτός ο εγκλιματισμός, όπως σωστά τον χαρακτηρίσατε, απαιτεί χρόνο και ψυχική στήριξη. Επίσης ενέχει πολλά αρνητικά συναισθήματα, που εύκολα μπορούν να παρεξηγηθούν από τα παιδιά, ειδικά όταν οι γονείς τα εμπλέκουν στην επίλυση δικών τους προβλημάτων, με ‘ύπουλες’ κατηγορίες ή χαρακτηρισμούς του/της πρώην συζύγου. Το κάθε όμως διαζύγιο έχει το δικό του προφίλ και ισχύουν διαφορετικά πράγματα για κάθε οικογένεια. Βέβαια τα παιδιά χρειάζονται πάντα την αμέριστη αγάπη και των δυο γονιών, μαζί με κάποια εξήγηση γύρω από το χωρισμό τους, ανάλογη προς την ηλικία του κάθε παιδιού.
Ερώτηση 14η: Ένα ακόμα θέμα που θίγετε είναι η υιοθεσία. Αρκετά άτεκνα ζευγάρια καταφεύγουν στην υιοθεσία. Και εκεί διαπιστώνουμε πως δεν έχει σημασία το χρώμα ή η φυλή του παιδιού. Γιατί όλα τα παιδιά είναι παιδιά του κόσμου και έχουν ανάγκη από μία αγκαλιά και μία οικογένεια που να τα αγαπάνε. Τελικά γονιός δεν είναι πάντα αυτός που γεννάει ή τεκνοποιεί αλλά αυτός που μεγαλώνει. Τι θα θέλατε να πείτε σε αυτούς τους ανθρώπους ή σε αυτούς που περιμένουν χρόνια για να κάνουν το όνειρό τους πραγματικότητα;
Χ.Μ.Χ.: Δεν μπορούμε να προσπεράσουμε τις όποιες διαφορές έχουμε με τους συνανθρώπους μας. Μόνο αν τις αναγνωρίσουμε και τις αποδεχτούμε, δεν θα έχουμε θέμα με αυτές. Το να γίνει κανείς γονιός είναι μια μοναδική εμπειρία για όλους, αλλά συγκλονιστική για τους θετούς γονείς, οι οποίοι συνειδητοποιούν ότι επέλεξαν να δημιουργήσουν οικογένεια με άτομα που ίσως δεν θα γνώριζαν αλλιώς ποτέ. Επειδή όμως η κοινωνία μας -από τη στενότερη οικογένεια ως την ευρύτερη κοινότητα- κρύβει πολλές προκαταλήψεις, ας μη βιαστούν οι θετοί γονείς να νιώσουν απλά «γονείς», προσπερνώντας τις δυσκολίες που θα βιώσουν εξαιτίας τους, τόσο οι ίδιοι όσο και τα παιδιά τους. Το σημαντικότερο βέβαια είναι να εστιάσουν την προσοχή τους στο να δημιουργηθεί μεταξύ τους ένας βαθύς δεσμός αγάπης, που θα δυναμώνει καθώς κατανοούν και ανταποκρίνονται στα συναισθήματα και τις ανάγκες των παιδιών τους, αλλά και στις δικές τους αγωνίες και όνειρα ως ζευγάρι.
Ερώτηση 15η: Για ποιο λόγο πιστεύετε πως πρέπει οι αναγνώστες να διαβάσουν το βιβλίο σας;
Χ.Μ.Χ.: Έχουν τόσα πολλά «πρέπει» τα παιδιά στη ζωή τους, που δεν θα ήθελα να συνδέσουν ένα ακόμα με το βιβλίο μου. Ελπίζω να το διαβάσουν και να το αγαπήσουν, επειδή τους δίνει ιδέες για το πώς να ζήσουν ειρηνικά με πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους. Ακόμη τους βοηθά να σκεφτούν πώς να ξεπεράσουν κάποια προβλήματα της ζωής τους, διερευνώντας εναλλακτικές λύσεις τόσο με καλούς φίλους όσο και με την οικογένειά τους.
Ερώτηση 16η: Τι θα θέλατε να πείτε στους αναγνώστες σας;
Χ.Μ.Χ.: Η ζωή –από τη φύση ως εμάς τους ανθρώπους- είναι μια συνεχής αλλαγή. Ας χαρούμε αυτές τις αλλαγές, ανακαλύπτοντας τις δυνάμεις και τα χαρίσματά μας, όπως και την αξία της φιλίας και της αγάπης. Κανένας μας δεν είναι πολίτης δεύτερης κατηγορίας στον αγώνα για μια καλύτερη ζωή.
Ερώτηση 17η: Θα θέλατε να μας πείτε μερικά λόγια για το επόμενό σας συγγραφικό βήμα;
Χ.Μ.Χ.: Μόλις έχει εκδοθεί, από τις εκδόσεις Δωδώνη, το μυθιστόρημα «Μη μου λες το γιατί», που γράφτηκε με άλλους δέκα φίλους! Παρουσιάζει την πιο ωμή όψη της κοινωνίας μας, με μια περίεργη εμπλοκή, σαν θρίλερ, του πραγματικού με το φανταστικό.
Ελπίζω σύντομα να τελειώσω και το μυθιστόρημα, που δουλεύω εδώ κι αρκετά χρόνια. Είναι ένα σύγχρονο ψυχογράφημα -γύρω από τη ζωή πέντε οικογενειών που ανήκουν σε ένα ευρύ κοινωνικό φάσμα- το οποίο μας προσκαλεί να αναμετρηθούμε και με τα δικά μας τραύματα στις ερωτικές ή οικογενειακές σχέσεις.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη που μου παραχωρήσατε! Εύχομαι κάθε επιτυχία και καλοτάξιδο το βιβλίο σας!!!
Η Χρυσούλα Μελισσά-Χαλικιοπούλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε Ψυχολογία και μετά την εκπόνηση του διδακτορικού της στο ΕΚΠΑ, με υποτροφία του Ιδρύματος "Α. Ωνάσης", εργάστηκε ως ψυχολόγος στην ΕΛΕΠΑΑΠ και στο Κέντρο Παιδοψυχικής Υγιεινής του ΙΚΑ Θεσσαλονίκης. Παράλληλα δίδασκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο (ΤΕΦΑΑ), στη Σχολή Νηπιαγωγών και στην Παιδαγωγική Ακαδημία Θεσσαλονίκης. Από το 1991 ήταν Καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Τμήμα Νοσηλευτικής του ΤΕΙ Θεσσαλονίκης, απ’ όπου πρόσφατα αφυπηρέτησε. Ζει στη Θεσσαλονίκη με τον άντρα της και τα δυο τους παιδιά.
(2016) Που ανήκω επιτέλους;, Σιδέρη Μιχάλη
Συμμετοχή σε συλλογικό βιβλίο
(2017) Μη μου λες το γιατί, Δωδώνη
Που ανήκω επιτέλους;
Μέσα
από μια σύγχρονη ιστορία παρουσιάζονται οι διαφορετικοί χαρακτήρες δύο
παιδιών. Η Αννέτα είναι ένα μαύρο κορίτσι, υιοθετημένο από λευκούς
γονείς. Με αυτούς αλλά και την υπόλοιπη οικογένειά της –παππού,
γιαγιάδες και νονά– συζητά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει. Αν και δεν
βρίσκει πάντα λύσεις στις συμβουλές ή τις διδακτικές ιστορίες τους,
αναγνωρίζει την αγάπη και την κατανόηση που της δείχνουν.
Ο Βασίλης είναι ο συμμαθητής που την κακομεταχειριζόταν κρυφά και
φανερά, αλλά γίνεται τελικά –χάρη στον έξυπνο και καλοσυνάτο τρόπο της–
ένας πιστός φίλος. Έχει όμως κι αυτός τα δικά του προβλήματα, με το
διαζύγιο των γονιών του. Η φιλία τους θα ανθίσει από την έκτη δημοτικού
ως το τέλος του λυκείου, αλλά και θα δοκιμαστεί. Οι σκέψεις και η
συμπεριφορά των παιδιών αλλάζουν μέσα από διάφορες εμπειρίες –όπως τα
ταξίδια τους και η επαφή με άλλους πολιτισμούς και ανθρώπους, οι
εφηβικοί τους έρωτες, οι αρρώστιες, που αγγίζουν ακόμα και τη νεαρή
ηλικία– και επηρεάζονται από τη στάση των ενηλίκων. Φυσικά αλλάζουν κι
αυτοί μαζί με τα παιδιά κι έτσι τίποτα (σχέσεις, φιλίες και έρωτες) δεν
εξελίσσεται όπως αρχικά φαινόταν.
Στο βιβλίο αυτό η συγγραφέας κάνει ένα… παιχνίδι γύρω από τον τρόπο που σκέφτονται οι ενήλικες και τα παιδιά, καθώς αναπτύσσονται παράλληλα οι ζωές τους. Ο τρόπος γραφής της αλλάζει και στις δύο περιπτώσεις, όπως και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ακολουθώντας με τρυφερότητα το πέρασμα των πρωταγωνιστών της στην ενηλικίωση.
Στο βιβλίο αυτό η συγγραφέας κάνει ένα… παιχνίδι γύρω από τον τρόπο που σκέφτονται οι ενήλικες και τα παιδιά, καθώς αναπτύσσονται παράλληλα οι ζωές τους. Ο τρόπος γραφής της αλλάζει και στις δύο περιπτώσεις, όπως και από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ακολουθώντας με τρυφερότητα το πέρασμα των πρωταγωνιστών της στην ενηλικίωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου