Τρίτη 10 Απριλίου 2018

Συζητώντας με τον Θοδωρή Παπαθεοδώρου

Ερώτηση 1η: Ποιος/α είναι ο/η αγαπημένος/η σας συγγραφέας;

Θ.Π.: Από τους Έλληνες ο Γιάννης Ξανθούλης, ο Ισίδωρος Ζουργός, ο Στέφανος Δάνδολος και η Ιωάννα Καρυστιάνη. Από τους ξένους παλαιότερα ο Τομ Ρόμπινς. Αλλά και ο Κάρλος Ρουιθ Θαφόν, ο Φίλιπ Κερ, ο Κεν Φόλετ και η Ιζαμπέλ Αλιέντε σε κάποια έργα της.


Ερώτηση 2η: Ποιο είναι το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε;

Θ.Π.: Το «Χωρίς Οικογένεια». Και όλα του Ιουλίου Βερν και της Πηνελόπης Δέλτα με πρώτο και καλύτερο «Τα Μυστικά του Βάλτου».


Ερώτηση 3η: Τι σας ώθησε να ξεκινήσετε τη συγγραφή;

Θ.Π.: Ένας διαγωνισμός διηγήματος, του Μεταίχμιου νομίζω πριν από δεκαεπτά χρόνια. Ποτέ δεν είχε μέχρι τότε περάσει από το μυαλό μου η σκέψη να γίνω συγγραφέας. Ήμουν όμως παιδιόθεν φανατικός αναγνώστης. Κι αυτό έπαιξε μάλλον τον ρόλο του αφού μέχρι τότε ήταν μάλλον η εποχή της σποράς.


Ερώτηση 4η: Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας “Γυναίκες της μικρής Πατρίδας”;

Θ.Π.: Ένα καθαρό Ιστορικό Μυθιστόρημα. Και λέω καθαρό διότι εσχάτως οι εκδότες, για εμπορικούς λόγους, συνηθίζουν να βαφτίζουν συλλήβδην ως ιστορικό κάθε μυθιστόρημα που απλώς δεν διαδραματίζεται στον παρόντα χρόνο. Μα πόσο ιστορικό είναι άραγε ένα μυθιστόρημα όπου «ιστορικά» δεν συμβαίνει τίποτε πέρα από κάποιες γενικόλογες περιγραφές περιοχών και πόλεων κι όπου εμφανίζονται απλώς δυο τρεις εραστές που δεν φορούν κουστούμια και ταγέρ, αλλά φουστανέλες και κορσέδες; Ασφαλώς δεν εννοώ αυτού του είδους τα «ιστορικά» μυθιστορήματα που κοτσάρουν από κάτω κι έναν πιασάρικο και δήθεν ευπώλητο υπότιτλο «βασισμένο σε αληθινή ιστορία». Ένα ιστορικό μυθιστόρημα δεν χρειάζεται έναν τέτοιο υπότιτλο, ειδάλλως τι σόι ιστορικό είναι εάν εξ ορισμού δεν βασίζεται σε αληθινά γεγονότα;


Ερώτηση 5η: Μετά από την εξαιρετική τετραλογία του Εμφυλίου Πολέμου και τη διλογία που ακολούθησε για τα ταραγμένα χρόνια της Χούντας, μας μυείτε σε μία περίοδο που προηγείται αυτών, και συγκεκριμένα στον Μακεδονικό Αγώνα. Πόσο καιρό σας πήρε να συγκεντρώσετε το υλικό προκειμένου να γίνει μυθιστόρημα και γιατί πιστεύετε ότι δεν υπάρχει εκτενής αναφορά στην ιστορία για εκείνα τα χρόνια;

Θ.Π.: Μου πήρε πάνω από δύο χρόνια συστηματικής, οργανωμένης και πολύωρης δουλειάς στην συγγραφή, αλλά και στην ενδελεχή έρευνα που είναι ίσως το δυσκολότερο κομμάτι όλης της διαδικασίας εφόσον θέλω το έργο μου να έχει ιστορική αίσθηση και πιστότητα. Διότι ως έρευνα, δεν εννοώ μόνο αυτή τη γελοιότητα με το αφερέγγυο Γκουγκλ στο οποίο καταφεύγουν οι περισσότεροι, ούτε μόνο μελέτες σε αραχνιασμένες βιβλιοθήκες, εννοώ επιτόπια έρευνα, με παρατηρήσεις, με συζητήσεις, με μαρτυρίες, με γνώση του περιβάλλοντος χώρου και της περιρρέουσας ατμόσφαιρας για να υπάρχει κατά το δυνατόν μια πιστότερη αποτίμηση και περιγραφή του χώρου και των γεγονότων. Και για τούτο τον λόγο επισκέφθηκα τους τόπους και τους ανθρώπους της μικρής βόρεια πατρίδας μου, της μικρής βόρειας Ελλάδας μας από τη μία άκρη μέχρι την άλλη, για να αφουγκραστώ τους τόπους και τους ανθρώπους και να ξεκλειδώσω το σεντούκι της μνήμης τους. Από όλα ετούτα προέκυψε το συγκεκριμένο Ιστορικό Μυθιστόρημα: ΟΙ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΤΗΣ ΜΙΚΡΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ. Εκτενής αναφορά δεν υπάρχει γιατί με πολύ απλά λόγια, ως κράτος, στο συγκεκριμένο ζήτημα, τα κάναμε μαντάρα, όπως λέμε και στο χωριό μου.


Ερώτηση 6η: “Γυναίκες της μικρής Πατρίδας”... γιατί λοιπόν μικρή Πατρίδα; Γιατί ο κόσμος του Βασιλείου έκλεινε επιδεικτικά τα μάτια σε αυτόν τον αγώνα;

Θ.Π.: Γιατί φοβάται. Όχι μήπως προκαλέσει κάποια ζημία στην πατρίδα. Το γκουβέρνω φοβόταν τότε, όπως φοβάται και τώρα, μήπως χάσει τη βολή, τα οφέλη και τα νιτερέσα της εξουσίας του. Τόσο απλά. Γι’ αυτό ψελλίζει διαρκώς δικαιολογίες και παραινέσεις για ψυχραιμία.


Ερώτηση 7η: Για ακόμα μία φορά πρωταγωνίστριες είναι οι γυναίκες, Αρετή και Φωτεινή. Τι είναι αυτό που σας ωθεί να γράφετε ιστορίες με γυναίκες ηρωίδες και δη για τον Μακεδονικό αγώνα, για τον οποίο έχουμε ακούσει πολλά αλλά μόνο για τους Μακεδονομάχους;

Θ.Π.: Πόσα γνωρίζουμε οι περισσότεροι για τον Μακεδονικό Αγώνα; Το όνομα του Παύλου Μελά σίγουρα. Ίσως και του Τέλλου Άγρα από τα Μυστικά του Βάλτου. Άνδρες, πολεμιστές, ήρωες όλοι τους. Μα πίσω από αυτούς τους άνδρες και τους ήρωες, σε αυτό τον πόλεμο, όπως και σε κάθε πόλεμο, υπάρχουν εκατοντάδες γυναίκες που στήριξαν με ασύλληπτους κινδύνους τον αγώνα. Νοσοκόμες που περιέθαλπαν τους Μακεδονομάχους σε μυστικά νοσοκομεία, αγρότισσες που εφοδίαζαν με τρόφιμα τα Ελληνικά Σώματα, ταχυδρόμοι που μετέφεραν κώδικες, ακόμη και πυρομαχικά, κρυμμένα στα μεσοφόρια τους, πράκτορες Α και Β τάξεως που συνέδραμαν με τις πληροφορίες τους τα Ελληνικά Προξενεία. Και, φυσικά, πρώτες μεταξύ αυτών, οι ηρωικές δασκάλες που ολομόναχες στα χωριά πάλευαν να κρατήσουν ζωντανή την πίστη, τη γλώσσα και το φρόνημα του Ελληνισμού, κυνηγημένες απ’ τους κομιτατζήδες, πληρώνοντας πολλές φορές αυτή τους την πίστη με τη ζωή τους. Είναι οι γυναίκες που πρωταγωνιστούν στο μυθιστόρημα και κοσμούν τον τίτλο του. Και σε αυτές τις ηρωικές γυναίκες είναι αφιερωμένο.


Ερώτηση 8η: Ξεριζωμός. Ένα ακόμα θέμα που θίγετε στο βιβλίο σας. Από τη Φιλιππούπολη στη Θεσσαλονίκη μετά τις σφαγές των Βουλγάρων εναντίον των Ελλήνων. Ο ξεριζωμός και η προσφυγιά είναι μέσα στο αίμα των Ελλήνων. Τελικά, ο άνθρωπος μπορεί να αντέξει πολύ πόνο στη ζωή του. Η ιστορία μας διδάσκει τόσες θυριωδίες, γιατί πρέπει να γίνουν τόσα πράγματα για να κατακτήσει κάποιος παράνομα κάτι που δεν του ανήκει στο όνομα ενός κράτους, ενός γένους ή ενός πιστεύω; Ποια είναι η άποψή σας;

Θ.Π.: Η απληστία, τι άλλο; Και η τάση για εξουσία. Οι απλοί άνθρωποι, δεν έχουν κάτι να χωρίσουν μεταξύ τους, συνυπάρχουν έχοντας τα ίδια προβλήματα της καθημερινότητας να αντιμετωπίσουν. Και αν, ο φανατισμός, η μισαλλοδοξία και η άπληστη εξουσία τους αφήσουν ήσυχους, θα συνυπάρξουν μια χαρά. Μα, δυστυχώς, αυτό δεν συμβαίνει κι οδηγούμαστε σε όλα αυτά τα δεινά που τόσο γλαφυρά περιγράψατε στην ερώτησή σας. Πολλοί με ρωτούν στις παρουσιάσεις: μα μόνο οι Βούλγαροι ή οι Τούρκοι έκαμαν θηριωδίες; Εμείς όχι; Βεβαίως διαπράξαμε και εμείς θηριωδίες, αλίμονο, ο ίδιος ο Καπετάν Ρούβας έλεγε πως χρόνια μετά τον Μακεδονικό Αγώνα δεν μπορούσε να κοιμηθεί ήσυχα από τα όσα αντίκρισε κι από τα όσα αναγκάστηκε να κάνει. Δυστυχώς αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Μα τι άλλο μπορούσε να γίνει; Εκείνοι να μας έκοβαν τα λαρύγγια κι εμείς να τους κόβαμε την καλημέρα;


Ερώτηση 9η: Τι θα θέλατε να πείτε στους αναγνώστες σας;

Θ.Π.: Θα ήθελα να επαναλάβω μια φράση από τον πρόλογο του βιβλίου. Μια φράση για μια λέξη ιερή, μια λέξη που κοσμεί τον τίτλο του μυθιστορήματος, τη λέξη πατρίδα: Η πατρίδα είναι η σκέπη του καθενός και όλων μας, είναι το χώμα που πατάμε, το χώμα που φυλάγει τους απόντες αγαπημένους μας, είναι η ελευθερία, η περηφάνια, η αυτοτέλεια και η αξιοπρέπειά μας. Αυτά κι ακόμη περισσότερα είναι για εμένα η πατρίδα. Ελπίζω και για εσάς και τους αναγνώστες σας…


Ερώτηση 10η: Θα θέλατε να μας πείτε μερικά λόγια για το επόμενο συγγραφικό βήμα σας;

Θ.Π.: Πλην του Μακεδονικού Αγώνα; Είναι πολύ νωρίς ακόμη…


Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη που μου παραχωρήσατε! Εύχομαι κάθε επιτυχία και καλοτάξιδα τα βιβλία σας!!!





Γυναίκες της μικρής Πατρίδας: https://www.psichogios.gr/site/Books/show/1005410/gynaikes-ths-mikrhs-patridas
“Τα κουλουβάχατα της Ιστορίας 2: Ποιος έκλεψε τον χρυσό αιώνα απ' τον Περικλή;”: https://www.psichogios.gr/site/Books/show/1003681/ta-koyloybaxata-ths-istorias-2-poios-eklepse-ton-xryso-aiwna-ap-ton-periklh%3b
Οι μάνες της άδειας αγκαλιάς: https://www.psichogios.gr/site/Books/show/1000256/oi-manes-ths-adeias-agkalias
Καβαφικοί φόνοι – μεγάλο σχήμα: https://www.psichogios.gr/site/Books/show/1002094/kabafikoi-fonoi-megalo-sxhma
Καβαφικοί φόνοι – μικρό σχήμα: https://www.psichogios.gr/site/Books/show/1001397/kabafikoi-fonoi
Σαν ταξιδιάρικα πουλιά, Μέρες της Πόλης Βιβλίο 2: https://www.psichogios.gr/site/Books/show/22610/san-taksidiarika-poylia
“Τα κουλουβάχατα της Ιστορίας: Η χαμένη σφραγίδα του Αυτοκράτορα Ιουστινιανού”: https://www.psichogios.gr/site/Books/show/22345/ta-koyloybaxata-ths-istorias-h-xamenh-sfragida-toy-aytokratora-ioystinianoy
Οι εφτά ουρανοί της ευτυχίας: https://www.psichogios.gr/site/Books/show/22175/oi-efta-oyranoi-ths-eytyxias
Το αστρολούλουδο του Βοσπόρου, Μέρες της Πόλης Βιβλίο 1: https://www.psichogios.gr/site/Books/show/21857/to-astroloyloydo-toy-bosporoy





Ο ΘΟΔΩΡΗΣ ΠΑΠΑΘΕΟΔΩΡΟΥ γεννήθηκε στα Δίκαια του Έβρου και κατοικεί στην Αθήνα. Έχει δημοσιεύσει δεκατέσσερα μυθιστορήματα ενηλίκων, ένα νεανικό μυθιστόρημα και δύο βιβλία για παιδιά πρώτης σχολικής ηλικίας, ενώ έχει συμμετάσχει σε τρεις συλλογές διηγημάτων. Ασχολείται επίσης με τη συγγραφή σεναρίων και θεατρικών έργων. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορεί και το πρώτο βιβλίο της σειράς ΤΑ ΚΟΥΛΟΥΒΑΧΑΤΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ με τίτλο Η ΧΑΜΕΝΗ ΣΦΡΑΓΙΔΑ ΤΟΥ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ. Το μυθιστόρημά του ΟΙ ΕΦΤΑ ΟΥΡΑΝΟΙ ΤΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ τιμήθηκε με το Βραβείο Σύγχρονου Ελληνικού Μυθιστορήματος, ενώ ΤΟ ΑΣΤΡΟΛΟΥΛΟΥΔΟ ΤΟΥ ΒΟΣΠΟΡΟΥ με το Βραβείο Καλύτερου Έργου Μνήμης 2003-2004 στο πλαίσιο του 20ού Πανελλήνιου Συμποσίου Ποίησης και Πεζογραφίας. Επίσης, το μυθιστόρημα ΟΙ ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ ήταν υποψήφιο για το Βραβείο Αναγνωστών – ΕΚΕΒΙ 2010, ενώ το ΟΙ ΚΑΙΡΟΙ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ υποψήφιο για το ίδιο βραβείο το 2012, όπου και κατέλαβε τη δεύτερη θέση στις ψήφους των αναγνωστών και των Λεσχών Ανάγνωσης.
Ο Θοδωρής Παπαθεοδώρου έχει γράψει και τα πολιτικά θρίλερ SΦΑΓΕΙΟ SΑΛΟΝΙΚΗΣ και ΜΑΥΡΗ ΑΥΓΗ με το ψευδώνυμο Θάνος Δραγούμης.
(2018) Γυναίκες της μικρής πατρίδας, Ψυχογιός
(2017) Άπαιχτοι ντετέκτιβ 1, Μεταίχμιο
(2017) Άπαιχτοι ντετέκτιβ 2: Υπόθεση: Κλεμμένα βραβεία (και κλεμμένα φιλιά), Μεταίχμιο
(2016) Ποιος έκλεψε τον χρυσό αιώνα απ' τον Περικλή;, Ψυχογιός
(2015) Ζωές του ανέμου, Ψυχογιός
(2014) Ζωές του φθινοπώρου, Ψυχογιός
(2013) Καβαφικοί φόνοι, Ψυχογιός
(2012) Οι καιροί της μνήμης, Ψυχογιός
(2012) Στα χρόνια του εμφυλίου ebook, Ψυχογιός
(2011) Τα δάκρυα των αγγέλων, Ψυχογιός
(2011) Το τέλος του μικρού μας τσίρκου, Παπαθεοδώρου Θοδωρής
(2010) Οι μάνες της άδειας αγκαλιάς, Ψυχογιός
(2010) Σαν ταξιδιάρικα πουλιά, Ψυχογιός
(2009) Οι κόρες της λησμονιάς, Ψυχογιός
(2008) Πιο πέρα κι απ' τα σύννεφα, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
(2007) Η χαμένη σφραγίδα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού, Ψυχογιός
(2007) Με λένε Μαίρη κι είμαι καλά..., Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
(2006) Μάγισσες φέρτε βότανα, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη
(2006) Οι εφτά ουρανοί της ευτυχίας, Ψυχογιός
(2005) Ο μικρούλης Αϊ-Βασίλης έχασε την άλφα-βήτα..., Ψυχογιός
(2004) Το αστρολούλουδο του Βοσπόρου, Ψυχογιός
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2014) Ιστορίες ταχυδρομείου, Ελληνικά Ταχυδρομεία
(2012) Έρως 13, Ψυχογιός
(2003) Cyber stories, Μεταίχμιο
 
 
 
 
 

Γυναίκες της μικρής πατρίδας
Αν κάτι έχω μάθει όλα αυτά τα χρόνια που αξιώθηκα να ζήσω, είναι πως η ελευθερία και η αγάπη είναι αξεχώριστες. Γέννες της ίδιας σποράς, καρποί των αδείλιαστων ψυχών. Δεν αρκεί να επιθυμείς, δεν αρκεί να περιμένεις. Πρέπει να τολμήσεις, ν’ αγωνιστείς για όσα αξίζουν στη ζωή. Για να έχει νόημα. Για να μην ξοδευτεί άδικα. Εγώ ανήκω σε μια τέτοια γενιά. Στη γενιά που δε φοβήθηκε τη θυσία…

Γυναίκες της μικρής πατρίδας… Μακεδόνισσες. Ελληνίδες. Στη χαραυγή του εικοστού αιώνα, άγριος κι αδυσώπητος ξεσπάει ο αγώνας στη σκλάβα Μακεδονία. Η γη ματώνει, ο ελληνισμός ψυχορραγεί. Τούρκοι, Βούλγαροι, κομιτάτα, τσέτες, πυρπολήσεις, εκτελέσεις, αμέτρητες θυσίες.

Γυναίκες της μικρής πατρίδας… Σαν την Αρετή. Σαν τη Φωτεινή. Ζυμώθηκαν με τον κίνδυνο, πάλεψαν για το γένος, την πίστη, τη λευτεριά. Θέριεψαν οι ψυχές τους κι έκλαψαν συνάμα. Για τους φίλους που έπεσαν, τα μαρτύρια που άντεξαν, τα μυστικά που βάσταξαν. Για το λατρεμένο παιδί που έχασε τόσο άδικα η μία. Για τον άντρα που αγάπησε παράφορα και σκότωσε με τα ίδια της τα χέρια η άλλη. Μπορεί να τις κυνήγησαν, μπορεί να τις βασάνισαν. Δεν τις δάμασαν όμως ποτέ. Αυτές. Τις γυναίκες της μικρής πατρίδας μας...
 
 
 
 
Ποιος έκλεψε τον χρυσό αιώνα απ' τον Περικλή;
Φαντάσου να σε λένε Οδυσσέα και να είσαι και ξερόλας. Να μπλέξεις με μια χαριτωμένη τσιγγάνα ονόματι Βέρα Φοβέρα που κινδυνεύεις να την ερωτευτείς τρελά• με έναν τοσοδούλη πρόσφυγα που τον φωνάζουν Οσμάν• και τον Αζόφ απ’ την Αζοφική, έναν εκατοντάχρονο μικρό καλικάντζαρο που ταξιδεύει στον χρόνο με μια τεράστια βελανιδιά, αραχτός στην κουφάλα της.

Δεν υπάρχει!

Κι όμως υπάρχει. Όταν μπουρδουκλώνονται στην Αρχαία Αθήνα, κινδυνεύουν να καούν ζωντανοί στα θυσιαστήρια, τους πουλάνε για σκλάβους, το σκάνε καβάλα σε μια κατσίκα, σκαρφαλώνουν στην Ακρόπολη, πέφτουν στο κενό, χάνουν τη Βέρα Φοβέρα και βρίσκουν τη βέρα τη χρυσή. Μήπως αυτή που χάρισε ο Περικλής στην Ασπασία του όταν της έκανε πρόταση γάμου;

Ε τώρα, όντως δεν υπάρχει!

Καλού κακού, όμως, κάντε τον σταυρό σας κι ας είμαστε προ Χριστού. Γιατί σ’ αυτή την κορυφαία περιπέτεια, τα τέσσερα ζιζάνια κοντεύουν να κάνουν τον Περικλή έξαλλο, τον Χρυσό Αιώνα σαν τενεκέ ξεγάνωτο, και την αρχαία ιστορία…

ΚΟΥΛΟΥΒΑΧΑΤΑ!
 
 
 
 
Ζωές του ανέμου
Αθήνα, 1967
Η χρονιά των σκιών.
Χούντα, κυνηγητά, φυλακίσεις, εξορίες.

Σε μια λαϊκή γειτονιά κάτω από την Ακρόπολη, οι απλοί, συνηθισμένοι άνθρωποι ζουν με μόχθο την κάθε μέρα τους και υφαίνουν με ελπίδες τα όνειρά τους. Ο αφελής φοιτητής Λουκάς, η άτυχη εργάτρια Αργυρώ, ο ξεπεσμένος ιδιοκτήτης Κόμης, η σκοτεινή θεατρίνα Λόλα, ο γοητευτικός νοικάρης Αλέκος. Μέσα σε μια νύχτα, το κατακλυσμιαίο πέρασμα της Ιστορίας θα σαρώσει τις ζωές τους. Η επιφυλακτική Άννα, στιγματισμένη απ’ τον καταδικασμένο αντάρτη πατέρα της, θα ζήσει τον φλογερό έρωτα που πάντα ονειρευόταν μα είχε πάψει να καρτερά, θα βιώσει απόλυτα την πίστη και τη θυσία και θα παλέψει με νύχια και δόντια για να κρατήσει το παιδί που βλασταίνει μέσα της.

Οι «Ζωές του Ανέμου» είναι η γλυκόπικρη αναπαράσταση μιας ολόκληρης εποχής και το πορτρέτο μιας κυνηγημένης γενιάς. Μα πάνω απ’ όλα είναι ένα συγκινητικό μυθιστόρημα για τη μνήμη και την αγάπη.
 
 
 
 
Ζωές του φθινοπώρου
Αθήνα, 1966
Η πλατεία Ηρώων, η οδός Ήβης, η οδός Νυμφών, τόποι και δρόμοι σαν όλους τους τόπους και δρόμους της Αθήνας, μικροί, ασήμαντοι, λυπημένοι, τυραννικοί, μα κι απέραντα τρυφεροί. Έχουν πολλή σκόνη, πολύ βάσανο, πολλές γυναίκες, πολλά παιδιά, πολλή φασαρία και πολλή σιωπή. Σ’ αυτούς τους δρόμους γεννιούνται και πεθαίνουν οι επιθυμίες και τα όνειρα των ανθρώπων που έρχονται κάθε δειλινό με το γλυκό αεράκι και χάνονται κάθε αυγή με τη θλιβερή σειρήνα της φάμπρικας.
Οι ελπίδες του νεαρού Λουκά, η νοσταλγία του ξεπεσμένου «Κόμη», ο αδιέξοδος έρωτας του μεσόκοπου Αγησίλαου, η γονατισμένη ζωή της εργάτριας Αργυρούλας, ο σκληρός Βλάσης και η εξαπατημένη Φρόσω, η απογοήτευση της Άννας που ικετεύει για δυο λέξεις τρυφερές, ο φιλότιμος Σπύρος κι ο γοητευτικός Αλέκος που την πολιορκούν, αλλά κι η θεατρίνα, ο χαφιές, ο τραμπούκος, οι παπατζήδες, οι πόρνες, οι ιδρωμένοι άντρες στα μηχανουργεία και οι γυναίκες που βρίζονται στα κεφαλόσκαλα, προτού αγκαλιαστούν και σταυροφιληθούν ξανά αλλάζοντας λόγια συγγνώμης κι αγάπης.
Ζωές γλυκές και ζωές φαρμακωμένες, αξιοπρεπείς και μικρόψυχες, τραχιές και τρυφερές. Άλλες εύκολες, άλλες δύσκολες, άλλες ακύμαντες κι άλλες φουρτουνιασμένες. Ζωές ασπρόμαυρες, γρατζουνισμένες, φθαρμένες, μα και ζωές ανυπόφερτα νοσταλγικές.

…και δυο λόγια από τον συγγραφέα

Έχουν κουραστεί πια τα μάτια μας τον τελευταίο καιρό, έχει γονατίσει η ψυχή μας. Βαρυθυμιά, καταχνιά κι αποξένωση γύρω μας.
Μια εποχή άλλη γύρευα για το επόμενο μυθιστόρημά μου, μια εποχή να ψιθυρίσει γλυκά στην καρδιά μου, παρά τις δοκιμασίες της βιοπάλης και του μόχθου που μπορεί να κουβαλούσε στη ράχη της. Με ανοιχτές πόρτες κι ανοιχτές αγκαλιές. Με χέρια απλωμένα, με χείλη που γελούσαν και μάτια που δάκρυζαν. Με πρόσωπα που κοιτούσαν με θέρμη και γνοιάση άλλα πρόσωπα, κι όχι πανάκριβες, παγερές οθόνες. Αυτή τη γλυκόπικρη μα ανθρώπινη εποχή γύρευα να στήσω στις σελίδες μου λέξη τη λέξη. Να νιώσω τα βάσανα και τις χαρές της, να τη ζήσω ξανά, σαν μια ασπρόμαυρη ελληνική ταινία που χίλιες φορές την έχεις δει, κι όμως, χίλιες φορές θα την ξανάβλεπες. Σ’ αυτές τις τόσο μακρινές μα και τόσο κοντινές μέρες ήθελα να χαθώ. Μ’ αυτές τις τόσο μακρινές, μα και τόσο κοντινές ζωές να ονειρευτώ.
Τούτο το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας, αγαπητοί αναγνώστες, είναι περισσότερο μια μυθοπλασία, παρά μια ιστορική αναπαράσταση. Αν και διατήρησα την ιστορική ακρίβεια στα μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα, αλλά και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής, οφείλω να επισημάνω πως δεν πρόκειται για ένα καθαρό ιστορικό μυθιστόρημα όπως η Τετραλογία του Εμφυλίου που έχει προηγηθεί.
Σε μεγάλο μέρος της αφήγησης έχω αλλάξει τα ονόματα των δρόμων και των πλατειών αυτής της αθηναϊκής γειτονιάς για να συνάδουν με τη σκηνογραφία του ονείρου που είχε στηθεί μέσα μου όσον καιρό έγραφα αυτό το βιβλίο.
Το κτίριο Δουρούτη, εμβληματικό οικοδόμημα της πόλεως των Αθηνών, που τώρα στεγάζει την Πινακοθήκη του Δήμου, δεν περιγράφεται με ιστορική ακρίβεια. Επίσης, το κομμάτι της αφήγησης που αφορά τον ιδιοκτήτη και ιδρυτή της Μεταξουργίας Δουρούτη έχει τροποποιηθεί για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς της αφήγησης.
Παρά ταύτα, συγχωρήστε μου την αυθαιρεσία, κράτησα το όνομα για τη συμβολική του σημασία, σαν ένα κέντρο αναφοράς στην ιστορική αυτή γειτονιά της Αθήνας. Για να την αποδώσω έτσι όπως την ονειρεύτηκα και την «έζησα».
Αν έχω καταφέρει να ζήσετε και να ονειρευτείτε κι εσείς μέσα σ’ αυτό το γλυκόπικρο και νοσταλγικό σκηνικό, θα έχω αξιωθεί περισσότερα από όσα προσδοκούσα.
Αλλά αυτό… εσείς θα το κρίνετε.

Σας ευχαριστώ από καρδιάς
Θοδωρής Παπαθεοδώρου




Οι καιροί της μνήμης
Αγγέλα, Μέλπω, Αριάδνη. Η μια απέναντι από την άλλη μέχρι χτες. Η μια δίπλα στην άλλη τώρα. Γυναίκες και μάνες του Εμφυλίου, τραγικές μορφές, σύμβολα και σημεία των πικρών καιρών, Ιστορία ζωντανή, αργασμένη στα πρόσωπα, στα βλέμματα, στις καρδιές τους.
Μετά τον εμφύλιο σπαραγμό στα πεδία των μαχών, ένας εμφύλιος σπαραγμός στις ζωές των ανθρώπων˙ στις σχέσεις, στις φιλίες, στις οικογένειες. Μαύρες μαντίλες και χιλιάδες απουσίες απ’ τη μια μεριά. Κόκκινες σημαίες κι εκατοντάδες εκτελέσεις απ’ την άλλη. Σκύλλα και Χάρυβδη. Μετεμφυλιακή δεξιά εξουσία και αυταρχικά κομμουνιστικά καθεστώτα, παρακράτος, προσφυγιά, κόμμα, παιδομάζωμα, διώξεις, φυλακές κι εξορίες.
Ένας λαός χωρισμένος στα δυο, ματωμένος, γονατισμένος. Ένας λαός θυσία, μια παράλογη θυσία χωρίς νικητές και ηττημένους, χωρίς θύτες και θύματα. Μα κι ένας λαός που πορεύεται στους καιρούς της μνήμης παλεύοντας να σταθεί όρθιος, ν’ αντικρίσει ήλιο κι ελπίδα. Ο λαός μας.
 
 
 

Τα δάκρυα των αγγέλων
Η πρώτη φωτιά άναψε ύστερα από την ολοκληρωτική νίκη του Στρατού στον Εμφύλιο, το βράδυ της 30ής Αυγούστου του 1949, στο ύψωμα Κάμενικ, έπειτα στην Κιάφα, στο Τσάρνο, στην Αλεβίτσα. Όλη η πατρίδα μια φωτιά, ίδια ρομφαία των αγγέλων και των δακρύων. Όλη η πατρίδα μια παράλογη θυσία χωρίς θύτες και θύματα. Φαντάροι κι αντάρτες ρημαγμένες ψυχές, γονατισμένες, λιανισμένες από τα ψεύτικα τα λόγια, τα μεγάλα.
Αγγέλα, Μέλπω, Αριάδνη. Έτσι απόμειναν να κοιτάνε τις φωτιές ανήμπορες και ν’ αποχαιρετούν βουβά˙ μορφές και μοίρες του λαού μας αδικοχαμένες. Έτσι απόμειναν να σκέφτονται αυτούς που έφυγαν κι έσβησαν˙ τη Γιάννα από την Καστοριά, τη Φανή από τη Σαλονίκη, την Κατερίνα από την Αθήνα, τον Νίκο από την Ήπειρο, τον Θάνο από τη Θράκη. Έτσι απόμειναν οι δόλιες μάνες να συλλογιούνται και να πεθυμούν απελπισμένα, να στραγγίζουν το μέσα τους για το λειψό που τους απόμεινε˙ μια εικόνα, ένα χαμόγελο, μια λέξη έστω. Έτσι απόμειναν να καρτεράνε μια επιστροφή...
Μετά τις Κόρες της λησμονιάς και τις Μάνες της άδειας αγκαλιάς, η τρίτη πράξη στην τραγωδία του λαού μας. Μια τραγωδία δίχως «από μηχανής θεό». Δίχως κανένα Θεό. Χωρίς κανένα Έλεος.
 
 
 
 
Οι μάνες της άδειας αγκαλιάς
Γυναίκες του Εμφυλίου…Ψυχές που καρτεράνε τρεμοσβήνοντας…
Σαν την ψυχή της Μέλπως που συλλογιέται τη Φανούλα της, δεκαεξάχρονο κορίτσι, στον αγώνα με το τουφέκι. Παιδί την πήρε η ανάγκη μακριά, γυναίκα θα τη γυρίσει πίσω η ζωή. Αν υπάρχει ακόμη ζωή, συλλογιέται βαριά. Σαν της Αγγέλας την ψυχή, γονατισμένη μυστικά κάτω απ’ το εικονοστάσι. «Φέρ’ τους πίσω, Παναγιά μου», ψιθυρίζει τρέμοντας, «φέρε το γιο μου και φέρε και τον άντρα μου, κουράστηκα, Παναγία μου, λύγισα μονάχη να παλεύω». Και σαν την ψυχή της Αριάδνης, βουβή, χαμένη ανάμεσα στον πάνω και στον κάτω κόσμο. Ο άντρας της, ίσως κι η κόρη της, η Κατερινούλα της, στον κάτω κόσμο πια να βρίσκονται. Εκεί… εκεί μαζί τους είναι η θέση μου, συλλογιέται θλιμμένα. Εκεί και πουθενά αλλού.
Μετά τις ΚΟΡΕΣ ΤΗΣ ΛΗΣΜΟΝΙΑΣ, οι τρεις ηρωίδες αυτού του βιβλίου, μορφές και μοίρες του λαού μας, βορά σ’ έναν απάνθρωπο εμφύλιο σπαραγμό.




Οι κόρες της λησμονιάς
Κοριτσάκι τόσο δα ήταν όταν την άρπαξαν από την αγκαλιά μου. Ένα μπουμπούκι το κορμάκι της που δεν αξιώθηκα να το δω ν’ ανθίζει. Δεν το χάρηκα. Δεν το χόρτασα. Μόνο τ’ αγκάθια˙ τ’ αγκάθια μόνο χόρτασα. Τα βράδια, όταν οι σκιές της αβάσταχτης απουσίας απλώνονταν και μ’ έπνιγαν, στα γόνατα έπεφτα, προσευχόμουν μόνο κι έλπιζα: «Κι αν σου ζητάω πολλά, Παναγιά μου, μάνα είσαι κι Εσύ και με νιώθεις. Σαν την αγάπη της μάνας, το ξέρεις –Θεέ μου!– όμοια δεν υπάρχει σ’ αυτό τον κόσμο που ’φτιαξες…».
Γυναίκες του εμφυλίου... Στάχυα που τα άλεθαν αλύπητα οι μυλόπετρες της Ιστορίας. Πατρίδα, κόμμα, προδοσίες, επαναστάσεις, αντάρτικα, σφαγές και, τέλος, το παιδομάζωμα. Η πιο απάνθρωπη, η πιο σκοτεινή σελίδα του αδελφοκτόνου σπαραγμού.
Γυναίκες του εμφυλίου... Κεριά αναμμένα. Σαν την Αγγέλα, τη Μέλπω και την Αριάδνη. Ρωτούσαν, έτρεχαν, πόρτες χτυπούσαν μέρα και νύχτα, με μια μονάχα ελπίδα. Πως ίσως ξανανταμώσουν μια μέρα τα βλαστάρια τους. Κάποιες τα κατάφεραν. Κάποιες άλλες όχι.
Γυναίκες του εμφυλίου...
Μάνες της άδειας αγκαλιάς.
Αυτή είναι η ιστορία τους...
 
 
 
 
 

Καβαφικοί φόνοι
Αλεξάνδρεια, δεκαετία του 1920
Η λευκή πόλη της Μεσογείου ζει τις μεγάλες στιγμές της δόξας της. Φυλές, γλώσσες, πολιτισμοί. Βαμβακέμποροι στην μπόρσα, τροτέζες στο λιμάνι. Αποικιοκράτες και τυχοδιώκτες. Πόρνες και ποιητές. Ανάμεσά τους, ο μεγάλος Έλληνας ποιητής Κ. Π. Καβάφης. Κι η σκιά του μεγάλου Άγγλου συγγραφέα Έ. Μ. Φόρστερ.
Αθήνα 2010
Ο ποιητικά σκηνοθετημένος φόνος μιας υπερήλικης Αιγυπτιώτισσας, λάτριδος του Κ. Π. Καβάφη, πυροδοτεί μια σειρά από εγκλήματα βασισμένα σε κάποια από τα εκλεκτότερα έργα του μεγάλου Αλεξανδρινού.
Καθώς στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια οι καβαφικοί φόνοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον σαν μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων, ο κυνικός ντεντέκτιβ Νίκος Μάντης κι ο ιδιόρρυθμος καθηγητής Ξενοφών Δαρείος αποδύονται σ’ ένα ασθματικό κυνήγι για να ανακαλύψουν το μυστικό που φυλάσσει η αινιγματική Λέσχη της Ιθάκης και να λύσουν μια ιεροτελεστική ακολουθία ποιητικών εγκλημάτων, νιώθοντας στο πετσί τους τους στίχους του λατρεμένου ποιητή:

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.

 
 
 
 
 
Καβαφικοί φόνοι - μικρό σχήμα
Ύστερα από τέσσερις ευτελείς υποθέσεις μέσα σε έναν ολόκληρο χρόνο, ο κυνικός ντετέκτιβ Νίκος Μάντης βρίσκεται αντιμέτωπος με δύο σημαντικές προκλήσεις: τον ποιητικά σκηνοθετημένο φόνο μιας εκκεντρικής υπερήλικης, λάτριδος του Κωνσταντίνου Καβάφη, και τη συνάντησή του με το δόκτορα Ξενοφώντα Δαρείο, Αλεξανδρινό αρχαιολόγο, παθιασμένο καβαφιστή και πρώην καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Ο τελευταίος συγκεντρώνει πάνω του ό,τι ακριβώς σιχαίνεται ο Μάντης: είναι μορφωμένος, μυστηριώδης, απόκοσμος και, κυρίως, ομοφυλόφιλος.
Καθώς στην Αθήνα και την Αλεξάνδρεια οι καβαφικοί φόνοι διαδέχονται ο ένας τον άλλον σαν μια θλιβερή γραμμή κεριών σβησμένων, οι δυο αλλόκοτοι συνεργάτες αποδύονται σ’ ένα ασθματικό κυνήγι, προκειμένου να ανακαλύψουν πρώτοι το μυστικό που φυλάσσει πεισματικά η αινιγματική Λέσχη της Ιθάκης και να λύσουν μια ιεροτελεστική ακολουθία εγκλημάτων, νιώθοντας στο πετσί τους τους στίχους του λατρεμένου ποιητή:

Δεν θέλω να γυρίσω να μη διω και φρίξω
τι γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τι γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
 
 
 
 
Σαν ταξιδιάρικα πουλιά Μέρες της Πόλης Βιβλίο 2
Κωνσταντινούπολη, 1941. Εκείνος; Ρωμιός στην Πόλη. Εκείνη; Μια μικρή Τουρκάλα που μεγαλώνει δίπλα του. Συναντιούνται. Κοιτάζονται. Mιλούν. Ένα χάδι, ένα φιλί μπροστά στο Βόσπορο. Κάπως έτσι ξεκινούν όλα.
Η Ιστορία όμως κρατάει τα δικά της τεφτέρια και δε λογαριάζει. Αυτοί και οι άλλοι σε μια Πόλη χωρισμένων Θεών κι ανθρώπων. Μια στο καρφί και μια στο πέταλο. Αποστολές τροφίμων στη λιμοκτονούσα κατοχική Ελλάδα από την τουρκική κυβέρνηση, αλλά και εκτοπίσεις, τρομοκρατία, αφανισμός.
Ο Παναγιώτης; Προσπαθεί να συμβιβάσει το θάνατο με την αγάπη. Φίλοι και συγγενείς είχαν πεθάνει εξαιτίας των Τούρκων, μιλιούνια οι Ρωμιοί που τους ρήμαξαν τις ζωές εκείνο το μαύρο Σεπτέμβρη. Ένας λαός που υπέφερε τα πάνδεινα σε εκατοντάδες χρόνια σκλαβιάς.
Η Φεράχ; Φοβάται. Ακόμα δεν ξεχνούν οι Τούρκοι το βίαιο ξεριζωμό τους από τη Μακεδονία, τις πυρπολήσεις των τούρκικων χωριών και τα έκτροπα στη Μικρά Ασία, όταν την είχε καταλάβει ο Ελληνικός Στρατός.
Και ο χρόνος κυλάει αντίστροφα. Έρχεται το Φθινόπωρο του ''55. Η καταστροφή. Ο διωγμός. Μια βαλίτσα μοναχά. Πώς να χωρέσει όλη η αγάπη, πώς να χωρέσει όλη η ζωή μέσα σε μια βαλίτσα;…

Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τους ανθρώπους που ενώνει η αγάπη και χωρίζει η Ιστορία!
 
 
 
 
Η χαμένη σφραγίδα του αυτοκράτορα Ιουστινιανού
Φαντάσου να σε λένε Οδυσσέα και να είσαι και ξερόλας. Να μπλέξεις με μια χαριτωμένη τσιγγάνα ονόματι Βέρα Φοβέρα που κινδυνεύεις να την ερωτευτείς τρελά• με έναν τοσοδούλη πρόσφυγα που τον φωνάζουν Οσμάν• και τον Αζόφ απ’ την Αζοφική, έναν εκατοντάχρονο μικρό καλικάντζαρο με μια μαγική χύτρα που ανάβει, κορώνει, τους καταπίνει όλους κι απογειώνεται. Και πού προσγειώνεται παρακαλώ;

Αν έχετε το Θεό σας!

Μες στη μέση του Βυζαντινού Ιπποδρόμου, ανάμεσα στον αυτοκράτορα Ιουστινιανό και τη Θεοδώρα, καταμεσής στη Στάση του Νίκα.

Ε, ρε γλέντια!

Τρεχαλητά και κυνηγητά. Μπουντρούμια και θηρία. Σπαθιά κι ακόντια. Μάχες και μονομαχίες. Τριήρεις και υγρό πυρ. Βένετοι και Πράσινοι…

Τι Πράσινοι και πράσινα άλογα;

Αυτά ούτε ο γνωστός Οδυσσέας δεν τα πέρασε!

Έλα όμως που τα περνάει ο δικός μας Οδυσσέας μαζί με την τρελοπαρέα του, καθώς προσγειώνονται στην Κωνσταντινούπολη, κάνουν τον Ιππόδρομο καρόδρομο και τη βυζαντινή ιστορία…
ΚΟΥΛΟΥΒΑΧΑΤΑ!
 
 
 
 
Οι εφτά ουρανοί της ευτυχίας
"Το ξέρω…" του είπε η Αλκυόνη. "Είναι πολύ δύσκολο να βαδίσει ένας άνθρωπος το δρόμο της ευτυχίας…" "Κάνεις λάθος" της απάντησε χαμογελώντας ο Αμπντάλ-Μουσά. "Είναι πολύ εύκολο να βαδίσει ένας άνθρωπος το δρόμο της ευτυχίας…Το δύσκολο είναι να καταφέρει να τον διακρίνει…" "Μα και να τον διακρίνω πώς να τον περπατήσω, αφού σημασία έχει μονάχα τι ορίζει για μένα το γραμμένο; Το κισμέτ…" "Το κισμέτ είναι απλώς αυτό που επιθυμεί ο Θεός για τον άνθρωπο. Κι αυτό που επιθυμεί ο Θεός για τον άνθρωπο είναι να κάνει ο ίδιος ο άνθρωπος ό,τι επιθυμεί …" της απάντησε. Από το περσικό Ισφαχάν μέχρι τη μυστηριακή Καππαδοκία και από την ιερή Σαμαρκάνδη μέχρι την αιώνια Βασιλεύουσα, ο δερβίσης Αμπντάλ-Μουσά, αντάμα με τη μικρή Αλκυόνη, αποδύεται σε ένα ριψοκίνδυνο κυνήγι· στόχος του, να συλλέξει τις εφτά περσικές μικρογραφίες, ώστε να συνθέσει το ερωτικό ελιξίριο των δερβίσηδων του Ισφαχάν. Η ιστορία του Μούσα και της Αλκυόνης είναι το ερωτικό σκίρτημα της νιότης και το ανυπέρβλητο θαύμα της θέλησης· μα, πιο πολύ, είναι το ζωογόνο φτερούγισμα της ψυχής στον Έβδομο Ουρανό της Ευτυχίας
 
 
 
 
Το αστρολούλουδο του Βοσπόρου Μέρες της Πόλης Βιβλίο 1
«Η Χαρά εκ Τζιμπαλίου Κωνσταντινουπόλεως τη νοικοκυροσύνη δεν την είχε περί πολλού κι ούτε σκάμπαζε και πολλά από δαύτη. Παρά τις επίμονες παραθέσεις ρωμαίικων και τουρκικών γνωμικών από τη μάνα της, τη Ρόζα τη Σμυρνιά, και από τη θεια της, τη Σουλτάνα την Πολίτισσα, άλλo μέλημα δεν είχε παρά να σεργιανίζει στο παζάρι μπαχαρικών του Εμίνονου για να ικανοποιεί το πάθος του ερασιτέχνη συλλέκτη οσμών και αρωμάτων που κόχλαζε μέσα της...

»Κι αυτό, μέχρι να πάρει τη θέση του το ερωτικό πάθος για τον αισθαντικό ζωγράφο που φώλιασε κυνηγημένος στο πατάρι τους. τον Νικήτα… Όσοι δεν την ήξεραν καλά την αποκαλούσαν ζουρλοπαντιέρα. Όσοι τη γνώριζαν καλύτερα την αποκαλούσαν απλώς ονειροπαρμένη. Η ίδια τους αποκαλούσε συλλήβδην χαϊβάνια…»

Το Αστρολούλουδο του Βοσπόρου είναι το γλυκό κελάηδημα του έρωτα στον λουλουδιασμένο μπαξέ της Πόλης του 1920. Οσφραίνεται ηδονικά το μυρωμένο αγέρι, αναλύει τη διαφορά ανάμεσα στα όνειρα και τους σκοπούς, ανάμεσα στο τάμα και την υπόσχεση, κι αποκαλύπτει τη διαδρομή του έρωτα από την ψυχή στο σώμα. Τέλος, κάνει ένα νοσταλγικό σεργιάνι στην μποέμικη ατμόσφαιρα των ζωγράφων και των ποιητών.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου