Στο πρώτο διήγημα με τον τίτλο “Ντο τ' α πρες κοτσσίδετε” βλέπουμε τη
δικαιοσύνη από το αδελφικό χέρι. Εκεί ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας,
Τάκης, αναζητά τον βιαστή και δολοφόνο της αδερφής του, Συρμώ. Δεν
ξεχνάει το συμβάν και δεν ηρεμεί μέχρι να αποδοθεί η δικαιοσύνη από τα
δικά του χέρια.
Στο επόμενο, “Τα μπουκουμπάρδια”, συναντάμε την αγάπη για τα σύκα. Τόση είναι η λαιμαργία του ήρωα που τον ωθεί να καταπατήσει έναν ιερό χώρο και να κλέψει με σκοπό να την κατανάλωση των γλυκών αυτών φρούτων. Σύμφωνα με την άποψη του λοχαγού, ο μη σεβασμός προς το ναό είχε ως αποτέλεσμα ο θεός Απόλλωνας ο Δέλφινας να του αποδώσει την τιμωρία που του αξίζει.
Το τρίτο φέρει τον τίτλο “Ο αρραβώνας”. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την επιστροφή από τον πόλεμο. Πριν όμως από αυτό, ένα νέο παλικάρι ερωτεύεται ένα κορίτσι. Ο θείος του κοριτσιού δεν τον θέλει για γαμπρό και για αυτόν τον λόγο θα τον κατηγορήσει ως κλέφτη και θα ζητήσει την απομάκρυνσή του από το χωριό. Αυτό οδηγεί τον νέο στην απόφαση να γίνει αντάρτης. Αλλά την ατιμία δεν την αντέχει και θα πάρει τον νόμο στα χέρια του ενώ το κορίτσι θα χάσει την τιμή της από τον αγαπημένο της. Επιστρέφοντας, ο φίλος του αντάρτη από τον πόλεμο θα διαπιστώσει ότι ο πατέρας του είναι κατάκοιτος από τις αρχές –λόγω της βοήθειας που προσέφερε στον επιστήθιο φίλο του του γιου του– και ζητά την παραδειγματική τιμωρία του ιθύνοντα.
Στο τέταρτο διήγημα, το “Ταραραρούρα”, έχουμε να κάνουμε, πολύ πιθανόν, με έναν λαογραφικό μύθο. Εκεί, μία διαδρομή από έναν δρόμο που όλοι αποφεύγουν θα φέρουν τον ήρωά μας αντιμέτωπο με φοβίες, κακά πνεύματα και δεισιδαιμονίες μιας άλλης εποχής, πολύ παλιότερης από τα χρόνια που διανύουμε.
Το πέμπτο διήγημα τιτλοφορείται ως “Παραλογή”. Εδώ συναντάμε ένα δημοτικοφανές διήγημα που ταξιδεύει τον αναγνώστη στα χρόνια του 1821.
Το έκτο διήγημα φέρει τον τίτλο “Ήρθε ο καιρός να φύγουμε”. Πρόκειται για ένα διήγημα που μας μιλάει για την αθέτηση ενός όρκου. Ως στρατιώτης υπόσχεται γάμο σε μία Σμυρνιά κοπέλα αλλά επιστρέφοντας στην Ελλάδα παντρεύεται άλλη γυναίκα. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών όμως η νια της Σμύρνης εμφανίζεται μπροστά του αναπάντεχα.
Στο έβδομο “Σα βγαίνει ο χότζας στο τζαμί” μαθαίνουμε μία ιστορία δολοφονίας ενός μπέη από μία ομάδα στρατιωτών χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Επίσης, ιστορίες από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Μικρασιατικό έρχονται να μας δείξουν το άσχημο πρόσωπο αυτών των γεγονότων.
Στο όγδοο διήγημα με τον τίτλο “Γυάλινο μάτι” βλέπουμε το δέσιμο δύο ανθρώπων κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η υπέρμετρη λατρεία προς έναν άνθρωπο οδηγεί τον ήρωα να γίνει ομοφυλόφιλος και να μείνει μέχρι τη δύση του μόνος του περιμένοντας τον αγαπημένο του να του δώσει την αγάπη που αποζητά.
Και στο τελευταίο “Νόκερ” μία ιστορία ανατρεπτική αποκαλύπτεται. Ένας άντρας μετά τον πόλεμο στην Κριμαία εγκαταλείπει την Ελλάδα και μεταβαίνει στην Αμερική. Εκεί φτιάχνει τη ζωή του από την αρχή αλλά είναι τόσο περίεργη που δεν αφήνει κανέναν να τον πλησιάσει.
Αγαπημένο μου απόσπασμα είναι στη σελίδα 63:
«Πέφτουν του Χάρου τ' άρματα από της νιας την τόλμη
αυτού που κάτω σώριαζε τρανούς και αντρειωμένους
κι ούδε ποτέ τον τρόμαξαν του κόσμου οι φοβέρες.
Χωρίς μιλιά, χωρίς λαλιά, πλάτη γυρνάει στη χήρα
τους ώμους ρίχνει χαμηλά, την κεφαλή στο στήθος.
Πάει βρίσκει τον μαύρο του, τον καβαλά και λέει:
– Γρίβα, ταχιά να φύγουμε, Γρίβα, ταχιά να πάμε.
Τούτο το χώμα 'ναι ντροπή και τούτη η γης κατάρα
κι οι άνθρωποι που την πατούν και στ' άγια αντάρτες.»
Πριν ξεκινήσουμε την ανάγνωση ο συγγραφέας μας κάνει μία ετυμολογική ανάλυση της λέξης “γκιακ”, αρβανίτικη λέξη. “Γκιακ”, λοιπόν, σημαίνει αίμα, δεσμός συγγένειας, εκδίκηση, αντεκδίκηση, φυλή.
Το παρόν βιβλίο αποτελείται από εννέα διηγήματα. Όλα όπως καταλαβαίνουμε είναι σκοτεινά και μας μεταφέρουν πολλά χρόνια πίσω, αφού έχουν ως κεντρικό άξονα τη Μικρασιατική καταστροφή. Οι ήρωες των ιστοριών πολέμησαν στην μικρασιατική εκστρατεία, έζησαν τη βία, τη σκληρότητα και την κτηνωδία του πολέμου.
Η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο αλλά δεν κουράζει. Κάποιες ιστορίες είναι πολύ μικρές και θα μπορούσαν κάλλιστα να αναπτυχθούν περισσότερο, όπως “Ταραραρούρα”. Όπως μας λέει και ο ίδιος ο δημιουργός δεν υπάρχουν και καλοί και κακοί. Όλοι είναι ίδιοι κατά τη διάρκεια ενός πολέμου. Όλοι θα σκοτώσουν, όλοι θα βιάσουν, όλοι θα καταστρέψουν τον εχθρό τους. Άλλοτε οι ιστορίες διέπονται από μία υπερβολή και άλλοτε αποτελούν αφηγήσεις ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Ο άνθρωπος από ανάγκη, από θυμό, από ευχαρίστηση μπορεί να φτάσει σε μονοπάτια που ο ανθρώπινος νους δε θα μπορούσε να φτάσει.
Το βιβλίο περιλαμβάνει ντοπιολαλιά. Αλλά μπορώ να πω ότι δεν μου ήταν αρκετές. Θα ήθελα να είναι πιο έντονες σε κάθε διήγημα. Βεβαίως, πολύ πιθανόν ο συγγραφέας ήταν πιο φειδωλός σε αυτό το κομμάτι γιατί φοβήθηκε ότι δε θα γίνει αρεστό το βιβλίο του σε αναγνώστες που δεν την επιθυμούν.
Τέλος, το δημοτικοφανές δείχνει το ταλέντο του συγγραφέα αλλά δεν ταιριάζει με το ύφος των υπολοίπων διηγημάτων. Το μόνο αρνητικό του βιβλίου βρίσκεται στους διαλόγους. Δυστυχώς, το σώμα είναι ενιαίο και δεν αφήνει εύκολα σε κάποιον να κατανοήσει τους διαλόγους και τους ομιλητές, ωθώντας τον αναγνώστη να μπερδεύεται ορισμένες φορές.
Ελπίζω κάποια στιγμή να συγκεντρώσει δημοτικοφανή και να τα κυκλοφορήσει σε μία ολοκληρωμένη έκδοση, η οποία αναμφίβολα θα κερδίσει ένα τεράστιο αναγνωστικό κοινό. Άλλωστε, είναι κάτι που λείπει από τη σύγχρονη λογοτεχνία και ο Δημοσθένης Παπαμάρκου μπορεί να το προσφέρει με απόλυτη επιτυχία!
Βασιλική Διαμάντη
Στο επόμενο, “Τα μπουκουμπάρδια”, συναντάμε την αγάπη για τα σύκα. Τόση είναι η λαιμαργία του ήρωα που τον ωθεί να καταπατήσει έναν ιερό χώρο και να κλέψει με σκοπό να την κατανάλωση των γλυκών αυτών φρούτων. Σύμφωνα με την άποψη του λοχαγού, ο μη σεβασμός προς το ναό είχε ως αποτέλεσμα ο θεός Απόλλωνας ο Δέλφινας να του αποδώσει την τιμωρία που του αξίζει.
Το τρίτο φέρει τον τίτλο “Ο αρραβώνας”. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την επιστροφή από τον πόλεμο. Πριν όμως από αυτό, ένα νέο παλικάρι ερωτεύεται ένα κορίτσι. Ο θείος του κοριτσιού δεν τον θέλει για γαμπρό και για αυτόν τον λόγο θα τον κατηγορήσει ως κλέφτη και θα ζητήσει την απομάκρυνσή του από το χωριό. Αυτό οδηγεί τον νέο στην απόφαση να γίνει αντάρτης. Αλλά την ατιμία δεν την αντέχει και θα πάρει τον νόμο στα χέρια του ενώ το κορίτσι θα χάσει την τιμή της από τον αγαπημένο της. Επιστρέφοντας, ο φίλος του αντάρτη από τον πόλεμο θα διαπιστώσει ότι ο πατέρας του είναι κατάκοιτος από τις αρχές –λόγω της βοήθειας που προσέφερε στον επιστήθιο φίλο του του γιου του– και ζητά την παραδειγματική τιμωρία του ιθύνοντα.
Στο τέταρτο διήγημα, το “Ταραραρούρα”, έχουμε να κάνουμε, πολύ πιθανόν, με έναν λαογραφικό μύθο. Εκεί, μία διαδρομή από έναν δρόμο που όλοι αποφεύγουν θα φέρουν τον ήρωά μας αντιμέτωπο με φοβίες, κακά πνεύματα και δεισιδαιμονίες μιας άλλης εποχής, πολύ παλιότερης από τα χρόνια που διανύουμε.
Το πέμπτο διήγημα τιτλοφορείται ως “Παραλογή”. Εδώ συναντάμε ένα δημοτικοφανές διήγημα που ταξιδεύει τον αναγνώστη στα χρόνια του 1821.
Το έκτο διήγημα φέρει τον τίτλο “Ήρθε ο καιρός να φύγουμε”. Πρόκειται για ένα διήγημα που μας μιλάει για την αθέτηση ενός όρκου. Ως στρατιώτης υπόσχεται γάμο σε μία Σμυρνιά κοπέλα αλλά επιστρέφοντας στην Ελλάδα παντρεύεται άλλη γυναίκα. Με την ανταλλαγή των πληθυσμών όμως η νια της Σμύρνης εμφανίζεται μπροστά του αναπάντεχα.
Στο έβδομο “Σα βγαίνει ο χότζας στο τζαμί” μαθαίνουμε μία ιστορία δολοφονίας ενός μπέη από μία ομάδα στρατιωτών χωρίς ιδιαίτερο λόγο. Επίσης, ιστορίες από τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τον Μικρασιατικό έρχονται να μας δείξουν το άσχημο πρόσωπο αυτών των γεγονότων.
Στο όγδοο διήγημα με τον τίτλο “Γυάλινο μάτι” βλέπουμε το δέσιμο δύο ανθρώπων κατά τη διάρκεια του πολέμου. Η υπέρμετρη λατρεία προς έναν άνθρωπο οδηγεί τον ήρωα να γίνει ομοφυλόφιλος και να μείνει μέχρι τη δύση του μόνος του περιμένοντας τον αγαπημένο του να του δώσει την αγάπη που αποζητά.
Και στο τελευταίο “Νόκερ” μία ιστορία ανατρεπτική αποκαλύπτεται. Ένας άντρας μετά τον πόλεμο στην Κριμαία εγκαταλείπει την Ελλάδα και μεταβαίνει στην Αμερική. Εκεί φτιάχνει τη ζωή του από την αρχή αλλά είναι τόσο περίεργη που δεν αφήνει κανέναν να τον πλησιάσει.
Αγαπημένο μου απόσπασμα είναι στη σελίδα 63:
«Πέφτουν του Χάρου τ' άρματα από της νιας την τόλμη
αυτού που κάτω σώριαζε τρανούς και αντρειωμένους
κι ούδε ποτέ τον τρόμαξαν του κόσμου οι φοβέρες.
Χωρίς μιλιά, χωρίς λαλιά, πλάτη γυρνάει στη χήρα
τους ώμους ρίχνει χαμηλά, την κεφαλή στο στήθος.
Πάει βρίσκει τον μαύρο του, τον καβαλά και λέει:
– Γρίβα, ταχιά να φύγουμε, Γρίβα, ταχιά να πάμε.
Τούτο το χώμα 'ναι ντροπή και τούτη η γης κατάρα
κι οι άνθρωποι που την πατούν και στ' άγια αντάρτες.»
Πριν ξεκινήσουμε την ανάγνωση ο συγγραφέας μας κάνει μία ετυμολογική ανάλυση της λέξης “γκιακ”, αρβανίτικη λέξη. “Γκιακ”, λοιπόν, σημαίνει αίμα, δεσμός συγγένειας, εκδίκηση, αντεκδίκηση, φυλή.
Το παρόν βιβλίο αποτελείται από εννέα διηγήματα. Όλα όπως καταλαβαίνουμε είναι σκοτεινά και μας μεταφέρουν πολλά χρόνια πίσω, αφού έχουν ως κεντρικό άξονα τη Μικρασιατική καταστροφή. Οι ήρωες των ιστοριών πολέμησαν στην μικρασιατική εκστρατεία, έζησαν τη βία, τη σκληρότητα και την κτηνωδία του πολέμου.
Η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο αλλά δεν κουράζει. Κάποιες ιστορίες είναι πολύ μικρές και θα μπορούσαν κάλλιστα να αναπτυχθούν περισσότερο, όπως “Ταραραρούρα”. Όπως μας λέει και ο ίδιος ο δημιουργός δεν υπάρχουν και καλοί και κακοί. Όλοι είναι ίδιοι κατά τη διάρκεια ενός πολέμου. Όλοι θα σκοτώσουν, όλοι θα βιάσουν, όλοι θα καταστρέψουν τον εχθρό τους. Άλλοτε οι ιστορίες διέπονται από μία υπερβολή και άλλοτε αποτελούν αφηγήσεις ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Ο άνθρωπος από ανάγκη, από θυμό, από ευχαρίστηση μπορεί να φτάσει σε μονοπάτια που ο ανθρώπινος νους δε θα μπορούσε να φτάσει.
Το βιβλίο περιλαμβάνει ντοπιολαλιά. Αλλά μπορώ να πω ότι δεν μου ήταν αρκετές. Θα ήθελα να είναι πιο έντονες σε κάθε διήγημα. Βεβαίως, πολύ πιθανόν ο συγγραφέας ήταν πιο φειδωλός σε αυτό το κομμάτι γιατί φοβήθηκε ότι δε θα γίνει αρεστό το βιβλίο του σε αναγνώστες που δεν την επιθυμούν.
Τέλος, το δημοτικοφανές δείχνει το ταλέντο του συγγραφέα αλλά δεν ταιριάζει με το ύφος των υπολοίπων διηγημάτων. Το μόνο αρνητικό του βιβλίου βρίσκεται στους διαλόγους. Δυστυχώς, το σώμα είναι ενιαίο και δεν αφήνει εύκολα σε κάποιον να κατανοήσει τους διαλόγους και τους ομιλητές, ωθώντας τον αναγνώστη να μπερδεύεται ορισμένες φορές.
Ελπίζω κάποια στιγμή να συγκεντρώσει δημοτικοφανή και να τα κυκλοφορήσει σε μία ολοκληρωμένη έκδοση, η οποία αναμφίβολα θα κερδίσει ένα τεράστιο αναγνωστικό κοινό. Άλλωστε, είναι κάτι που λείπει από τη σύγχρονη λογοτεχνία και ο Δημοσθένης Παπαμάρκου μπορεί να το προσφέρει με απόλυτη επιτυχία!
Βασιλική Διαμάντη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου