Η ιστορία ξεκινά το 1905 και καταλήγει στο 1995. Τρεις γενιές γυναικών
περνάνε μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Η Ουρανία, η Αικατερίνη και η
Κλειώ είναι οι κεντρικές ηρωίδες της ιστορίας. Η διαδρομή ξεκινά από την
Αλεξάνδρεια κάνοντας περάσματα από την Τουρκία και διάφορες ευρωπαϊκές
χώρες.
Η Ουρανία και ο Αγαμέμνονας θα βιώσουν όντες παιδιά την ορφάνια και ακόμα και στο πέρασμα των χρόνων θα συνεχίσουν να τους υποβιβάζουν και να τους μειώνουν όλοι εκτός από τον θείο τους, Ελευθέριο. Ο Αγαμέμνονας θα κάνει ένα επαγγελματικό άνοιγμα λίγο πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένας λάθος γάμος θα οδηγήσει την Ουρανία και τα δίδυμα παιδιά της στην Ελλάδα και στην περίοδο της γερμανικής κατοχής.
Η Αικατερίνη, η κόρη της Ουρανίας, η οποία αρνήθηκε να μεταβεί στην Ελλάδα θα μεγαλώσει έχοντας δίπλα της τους θείους της, Αγαμέμνονα και Αναστασία. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος θα αφήσει το αποτύπωμά του και στην Αλεξάνδρεια. Ένας έρωτας θα γεννηθεί και τα αποκαΐδια του πολέμου θα προκαλέσουν όλεθρο στις οικογένειες πολλών Ελλήνων.
Η Κλειώ, κόρη της Αικατερίνης και εγγονή της Ουρανίας, προσπαθεί να βρει τα πατήματά της. Όλα είναι δύσκολα και κάθε γεγονός της στιγματίζει την ψυχή της. Η Κλειώ μετά από ένα δυσάρεστο γεγονός θα προσπαθήσει να βρει τον δρόμο της μεταβαίνοντας στο Κάιρο. Στόχος της να εργαστεί ως αρχαιολόγος ύστερα από πρόσκληση του, επίσης, αρχαιολόγου Φάμπιο Σορεντίνο. Μόνο που τίποτα δεν είναι όπως φαντάζει και πολλά προβλήματα θα δημιουργηθούν.
Αγαπημένο μου απόσπασμα είναι αυτό στη σελίδα 439: «...Δεν υποφέρω από θλίψη, παιδί μου, ούτε από κατάθλιψη. Η μελαγχολία δεν είναι ασθένεια, είναι ένας τρόπος να βλέπει κανείς τη ζωή...»
Από τις σελίδες θα περάσουν τοπωνύμια, ποικιλόμορφοι χαρακτήρες, οι τελευταίες μέρες του Αλεξανδρινού ποιητή μας, Κωνσταντίνου Καβάφη. Η ζωή στη Νειλοχώρα αποτυπώνεται από τη συγγραφέα, Δέσποινα Χατζή, με έναν μοναδικό και προσεγμένο τρόπο μέσα από δέος και θαυμασμό για την πλούσια Αλεξάνδρεια των εύπορων Ελλήνων. Πέρα όμως από τα ιστορικά στοιχεία και την “αποκρυσταλλωμένη” έρευνα σχετικά με τη ζωή εκείνων των χρόνων, έχουμε να κάνουμε με ένα ευκολοδιάβαστο, μεστό, καλογραμμένο και καλοδουλεμένο μυθιστόρημα.
Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης βλέπουμε την ανθρώπινη υπόσταση των χαρακτήρων με τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους, συναντήσεις τραγικές και μοιραίες, λάθος αποφάσεις και επιλογές, έρωτες, μίση, ζήλιες, κακίες, φιλίες και δεσμούς να καταρρέουν εν μία νυκτί. Η συγγραφέας κατάφερε νοερά να με ταξιδέψει σε τόπους που δεν έχω περπατήσει και σε εποχές μακρινές από τη δική μου.
Είναι από τις ελάχιστες φορές που ως αναγνώστρια δεν μπορούσα να “ξεκολλήσω” από τις σελίδες και να εγκαταλείψω το βιβλίο. Ήθελα να το ρουφήξω λέξη – λέξη και να βυθιστώ στον κόσμο της Ουρανίας, της Αικατερίνης και της Κλειούς. Προσπαθούσα να αποκωδικοποιήσω τις στάσεις τους, να κατανοήσω τον κυκεώνα των συναισθημάτων που τις κατέκλυζε, να μπω μέσα στο μυαλό τους και στην ψυχή τους. Η λέξη “ορφανά” έγινε λεπίδα και μου ράγισε την καρδιά. Η ανάγκη για ανάπτυξη της αυτοπεποίθησης με πείσμωσε. Οι χαμένες ευκαιρίες και ζωές με έκαναν να δακρύσω. Ο ξεριζωμός με πόνεσε και η πίστη στην πατρίδα με γέμισε με συναισθήματα περηφάνιας. Ενώ, η αγάπη και η ελπίδα για το αύριο φώτισαν την ψυχή μου.
Αλεξάνδρεια, η γενέτειρα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Δε θα μπορούσε να παραλείψει ένα ποίημα γραμμένο για αυτή την ιδιαίτερη πατρίδα του...
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις. (Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Τελειώνοντας την ανάγνωση αυτού του μοναδικού πονήματος άκουσα την “Αλεξάνδρεια” που τραγούδησε ο Γιάννης Κότσιρας και που κάποιοι από τους στίχους του θα βρούμε στο τέλος του βιβλίου. Αξίζει να το διαβάσετε και αναμφίβολα θα σας συναρπάσει η γραφή της Δέσποινας Χατζή και το πέπλο των λέξεων που ξεδιαλύνεται σιγά – σιγά.
Βασιλική Διαμάντη
Η Ουρανία και ο Αγαμέμνονας θα βιώσουν όντες παιδιά την ορφάνια και ακόμα και στο πέρασμα των χρόνων θα συνεχίσουν να τους υποβιβάζουν και να τους μειώνουν όλοι εκτός από τον θείο τους, Ελευθέριο. Ο Αγαμέμνονας θα κάνει ένα επαγγελματικό άνοιγμα λίγο πριν τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Ένας λάθος γάμος θα οδηγήσει την Ουρανία και τα δίδυμα παιδιά της στην Ελλάδα και στην περίοδο της γερμανικής κατοχής.
Η Αικατερίνη, η κόρη της Ουρανίας, η οποία αρνήθηκε να μεταβεί στην Ελλάδα θα μεγαλώσει έχοντας δίπλα της τους θείους της, Αγαμέμνονα και Αναστασία. Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος θα αφήσει το αποτύπωμά του και στην Αλεξάνδρεια. Ένας έρωτας θα γεννηθεί και τα αποκαΐδια του πολέμου θα προκαλέσουν όλεθρο στις οικογένειες πολλών Ελλήνων.
Η Κλειώ, κόρη της Αικατερίνης και εγγονή της Ουρανίας, προσπαθεί να βρει τα πατήματά της. Όλα είναι δύσκολα και κάθε γεγονός της στιγματίζει την ψυχή της. Η Κλειώ μετά από ένα δυσάρεστο γεγονός θα προσπαθήσει να βρει τον δρόμο της μεταβαίνοντας στο Κάιρο. Στόχος της να εργαστεί ως αρχαιολόγος ύστερα από πρόσκληση του, επίσης, αρχαιολόγου Φάμπιο Σορεντίνο. Μόνο που τίποτα δεν είναι όπως φαντάζει και πολλά προβλήματα θα δημιουργηθούν.
Αγαπημένο μου απόσπασμα είναι αυτό στη σελίδα 439: «...Δεν υποφέρω από θλίψη, παιδί μου, ούτε από κατάθλιψη. Η μελαγχολία δεν είναι ασθένεια, είναι ένας τρόπος να βλέπει κανείς τη ζωή...»
Από τις σελίδες θα περάσουν τοπωνύμια, ποικιλόμορφοι χαρακτήρες, οι τελευταίες μέρες του Αλεξανδρινού ποιητή μας, Κωνσταντίνου Καβάφη. Η ζωή στη Νειλοχώρα αποτυπώνεται από τη συγγραφέα, Δέσποινα Χατζή, με έναν μοναδικό και προσεγμένο τρόπο μέσα από δέος και θαυμασμό για την πλούσια Αλεξάνδρεια των εύπορων Ελλήνων. Πέρα όμως από τα ιστορικά στοιχεία και την “αποκρυσταλλωμένη” έρευνα σχετικά με τη ζωή εκείνων των χρόνων, έχουμε να κάνουμε με ένα ευκολοδιάβαστο, μεστό, καλογραμμένο και καλοδουλεμένο μυθιστόρημα.
Κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης βλέπουμε την ανθρώπινη υπόσταση των χαρακτήρων με τα προτερήματα και τα ελαττώματά τους, συναντήσεις τραγικές και μοιραίες, λάθος αποφάσεις και επιλογές, έρωτες, μίση, ζήλιες, κακίες, φιλίες και δεσμούς να καταρρέουν εν μία νυκτί. Η συγγραφέας κατάφερε νοερά να με ταξιδέψει σε τόπους που δεν έχω περπατήσει και σε εποχές μακρινές από τη δική μου.
Είναι από τις ελάχιστες φορές που ως αναγνώστρια δεν μπορούσα να “ξεκολλήσω” από τις σελίδες και να εγκαταλείψω το βιβλίο. Ήθελα να το ρουφήξω λέξη – λέξη και να βυθιστώ στον κόσμο της Ουρανίας, της Αικατερίνης και της Κλειούς. Προσπαθούσα να αποκωδικοποιήσω τις στάσεις τους, να κατανοήσω τον κυκεώνα των συναισθημάτων που τις κατέκλυζε, να μπω μέσα στο μυαλό τους και στην ψυχή τους. Η λέξη “ορφανά” έγινε λεπίδα και μου ράγισε την καρδιά. Η ανάγκη για ανάπτυξη της αυτοπεποίθησης με πείσμωσε. Οι χαμένες ευκαιρίες και ζωές με έκαναν να δακρύσω. Ο ξεριζωμός με πόνεσε και η πίστη στην πατρίδα με γέμισε με συναισθήματα περηφάνιας. Ενώ, η αγάπη και η ελπίδα για το αύριο φώτισαν την ψυχή μου.
Αλεξάνδρεια, η γενέτειρα του Κωνσταντίνου Καβάφη. Δε θα μπορούσε να παραλείψει ένα ποίημα γραμμένο για αυτή την ιδιαίτερη πατρίδα του...
Σαν έξαφνα, ώρα μεσάνυχτ’, ακουσθεί
αόρατος θίασος να περνά
με μουσικές εξαίσιες, με φωνές—
την τύχη σου που ενδίδει πια, τα έργα σου
που απέτυχαν, τα σχέδια της ζωής σου
που βγήκαν όλα πλάνες, μη ανωφέλετα θρηνήσεις.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που φεύγει.
Προ πάντων να μη γελασθείς, μην πεις πως ήταν
ένα όνειρο, πως απατήθηκεν η ακοή σου·
μάταιες ελπίδες τέτοιες μην καταδεχθείς.
Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος,
σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλι,
πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,
κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι
με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,
ως τελευταία απόλαυσι τους ήχους,
τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,
κι αποχαιρέτα την, την Aλεξάνδρεια που χάνεις. (Από τα Ποιήματα 1897-1933, Ίκαρος 1984)
Τελειώνοντας την ανάγνωση αυτού του μοναδικού πονήματος άκουσα την “Αλεξάνδρεια” που τραγούδησε ο Γιάννης Κότσιρας και που κάποιοι από τους στίχους του θα βρούμε στο τέλος του βιβλίου. Αξίζει να το διαβάσετε και αναμφίβολα θα σας συναρπάσει η γραφή της Δέσποινας Χατζή και το πέπλο των λέξεων που ξεδιαλύνεται σιγά – σιγά.
Βασιλική Διαμάντη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου