Δευτέρα 10 Ιουνίου 2019

Συζητώντας με τη Σόφη Θεοδωρίδου για το βιβλίο της "Ο γερμανός γιατρός"

Ερώτηση 1η: Τι σημαίνει λογοτεχνία για εσάς; 
 
Σ.Θ.: Λογοτεχνία και δη πεζογραφία για μένα ως αναγνώστρια σημαίνει ύψιστη απόλαυση, ταξίδι, γνώση, γνήσια ψυχαγωγία.
 
 
Ερώτηση 2η: Ποιο είναι το χαρακτηριστικό γνώρισμα, κατά τη γνώμη σας, που κάνει κάποιον δημιουργό ξεχωριστό και αγαπητό στο αναγνωστικό κοινό; 
 
Σ.Θ.: Δε νομίζω ότι υπάρχουν τέτοια οριζόντια γνωρίσματα. Υπάρχουν όμως τα διαφορετικά αναγνωστικά κοινά, που ανυψώνουν σε ξεχωριστό κι αγαπητό έναν συγγραφέα με τα δικά τους κριτήρια.
 
 
Ερώτηση 3η: Τι συναισθήματα νιώθετε κατά τη διάρκεια της συγγραφής; 
 
Σ.Θ.: Αισθάνομαι αποστασιοποιημένη όσο γράφω, ότι είμαι δηλαδή ένας παρατηρητής στα τεκταινόμενα, ο οποίος οφείλει να περιγράψει όσα διαδραματίζονται μπροστά του χρησιμοποιώντας τις λέξεις, ακριβώς όπως ένας ζωγράφος θα απεικόνιζε στον καμβά με το πινέλο του την εικόνα που έχει μπροστά του και τον εμπνέει. Αργότερα, όταν διαβάζω τα βιβλία μου ολοκληρωμένα, τότε μπορεί να πονέσω, να συγκινηθώ, να κλάψω, ακόμη και να γελάσω κατά περίπτωση.
 
 
Ερώτηση 4η: Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας “Ο γερμανός γιατρός”; 
 
Σ.Θ.: Θα το χαρακτήριζα ως ένα αντιπολεμικό κοινωνικο-ιστορικό μυθιστόρημα. 
 
 
Ερώτηση 5η: Ο όρκος του Ιπποκράτη ξεπερνά πολλές φορές την πίστη και υποταγή στην πατρίδα. Πιστεύετε ότι για να επιτευχθεί αυτό χρειάζεται σωστή διαπαιδαγώγηση από τους γονείς ή ο ενήλικας χαρακτήρας είναι αυτός που διαμορφώνει τον άνθρωπο ως οντότητα; 
 
Σ.Θ.: Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί με βεβαιότητα ότι ισχύει το ένα ή το άλλο. Σίγουρα έχει να κάνει με τα έμφυτα χαρίσματα ενός ανθρώπου, ωστόσο σημαντικό ρόλο παίζει και η διαπαιδαγώγηση από γονείς και εκπαιδευτικούς στη διαμόρφωση του χαρακτήρα. Θα πρόσθετα ότι και εκατοντάδες άλλοι μη ανιχνεύσιμοι παράγοντες διαμορφώνουν ό,τι συνηθίζουμε να αποκαλούμε ‘εαυτό’ μας. 
 
 
Ερώτηση 6η: Στα προηγούμενα βιβλία σας βλέπουμε τον πόλεμο από τη σκοπιά των Ελλήνων. Σε αυτό τα πράγματα μοιράζονται. Από τη μία οι Έλληνες και από την άλλη οι Γερμανοί που επιθυμούν την ειρήνη. Ποιο ήταν το έναυσμα για τη γραφή αυτού του βιβλίου; 
 
Σ.Θ.: Το έναυσμα ήταν οι επιστολές προς την οικογένειά του ενός Γερμανού γιατρού, που βρέθηκε στην Ελλάδα την περίοδο της Κατοχής ως μέλος του στρατού κατοχής. Οι επιστολές αυτές με συνάρπασαν τόσο με τον λυρισμό τους όσο και με την αγάπη για τον Άνθρωπο που απέπνεαν, ενώ με συγκίνησε πολύ και η προσωπική ιστορία του άντρα που τις είχε γράψει. 
 
 
Ερώτηση 7η: «Προτιμώ να κερδίσει το δίκιο. Και το δίκιο δεν είναι πάντα με την πλευρά του ισχυρού, όπως ξέρεις» μας λέτε δια στόματος, λοχία, Γκέοργκ Φίσερ. Θεωρείτε ότι το δίκιο πάντα έχει την ίδια όψη για όλους τους ανθρώπους ή ο καθένας το βλέπει υπό διαφορετική πλευρά του φάσματος; 
 
Σ.Θ.: Στον διάλογο Αθηναίων και Μηλίων που μας τον διασώζει ο Θουκυδίδης, τον οποίο και αναφέρω στο βιβλίο μου, αλλιώς αντιλαμβάνεται το δίκιο η θαλασσοκράτειρα Αθήνα κι αλλιώς η μικρή κι αδύναμη Μήλος. Διαχρονικά, λοιπόν, το δίκιο είναι ζόρικο πολύ. Υπάρχουν όμως και κάποιες αδιαμφισβήτητες αξίες και αλήθειες. Θεωρώ ότι σ’ αυτήν την περίπτωση δεν μπορεί να υπάρξει αμφισβήτηση του ποιος κατέχει το δίκιο. Και η παραπάνω φράση είναι μία από αυτές τις περιπτώσεις. 
 
 
Ερώτηση 8η: Τα παλιότερα χρόνια τα παιδιά και οι γυναίκες ήταν δακτυλοδεκτούμενες. Για κάθε κακό ή λάθος δεν ευθύνονταν ποτέ ένας άντρας. Αυτή η νοοτροπία δεν έχει αλλάξει τελείως στην τωρινή μας κοινωνία. Που οφείλεται αυτό; Ποια είναι η προσωπική σας άποψη; 
 
Σ.Θ.: Κι αν δεν έχει αλλάξει τελείως, τουλάχιστον έχει βελτιωθεί πολύ. Αργεί μια κοινωνία να ενσωματώσει κάποιες συμπεριφορές, καθώς οι παλαιότερες γενιές δυσκολεύονται να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα, οπότε ίσως χρειαστεί να περάσουν αρκετές δεκαετίες, έως ότου αποβληθεί κάθε ίχνος της παλιάς νοοτροπίας. 
 
 
Ερώτηση 9η: Τι θα θέλατε να πείτε στους αναγνώστες σας; 
 
Σ.Θ.: Ότι τους ευχαριστώ για την αγάπη τους. Αυτή μου δίνει τη δύναμη και συνεχίζω. 
 
 
Ερώτηση 10η: Θα θέλατε να μας πείτε μερικά λόγια για το επόμενο συγγραφικό βήμα σας; 
 
Σ.Θ.: Ευχαρίστως. Το μυθιστόρημα που γράφω τώρα διαδραματίζεται στα Δωδεκάνησα από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας και της Ιταλοκρατίας μέχρι και την Ένωσή τους με την Ελλάδα. Αφόρμηση και πάλι μια αληθινή ιστορία. 
 
 
Β.Δ.: Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη που μου παραχωρήσατε! Εύχομαι κάθε επιτυχία και καλοτάξιδος “Ο γερμανός γιατρός”!!! 
 
Σ.Θ.: Να είστε καλά! Σας ευχαριστώ κι εγώ πολύ για τη δυνατότητα που μου δίνεται να επικοινωνήσω με τους αναγνώστες σας. 
 
 
 
 
 
Συγγραφέας Σόφη Θεοδωρίδου: http://psichogios.gr/site/Authors/show/595/sofh-theodwridoy 
"Τα χρόνια της χαμένης αθωότητας": http://psichogios.gr/site/Books/show/1003386/ta-xronia-ths-xamenhs-athwothtas 
"Στεφάνι από ασπάλαθο": http://psichogios.gr/site/Books/show/1002879/stefani-apo-aspalatho 
"Το κορίτσι απ'τη Σαμψούντα": http://psichogios.gr/site/Books/show/1002421/to-koritsi-ap-th-sampsoynta 
"Η αμαρτία της ομορφιάς": http://psichogios.gr/site/Books/show/1001788/h-amartia-ths-omorfias 
"Τ'αχνάρια των ξυπόλητων ποδιών": http://psichogios.gr/site/Books/show/1001191/t-axnaria-twn-ksypolytwn-podiwn 
"Πες μου αν με θυμάσαι": http://psichogios.gr/site/Books/show/1000442/pes-moy-an-me-thymasai 
"Η νύφη φορούσε μαύρα": http://psichogios.gr/site/Books/show/22981/h-nyfh-foroyse-mayra 
 
 
 
 
 
Η ΣΟΦΗ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ κατάγεται από την Αλμωπία, μια μικρή επαρχία του Νομού Πέλλας. Σπούδασε νηπιαγωγός στη Θεσσαλονίκη κι εγκαταστάθηκε κατόπιν στην περιοχή καταγωγής της, όπου διαμένει μέχρι σήμερα με την οικογένειά της. Λατρεύει τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, και πιστεύει πως η αγάπη της για την τελευταία την οδήγησε τελικά στη συγγραφή. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν συνολικά δέκα μυθιστορήματά της. 
(2019) Ο γερμανός γιατρός, Ψυχογιός 
(2018) Η Αγαπητικιά, Ψυχογιός 
(2017) Πορφυρό ποτάμι, Ψυχογιός 
(2016) Τα χρόνια της χαμένης αθωότητας, Ψυχογιός 
(2015) Στεφάνι από ασπάλαθο, Ψυχογιός 
(2014) Το κορίτσι απ'τη Σαμψούντα, Ψυχογιός 
(2013) Η αμαρτία της ομορφιάς, Ψυχογιός 
(2012) Τ' αχνάρια των ξυπόλητων ποδιών, Ψυχογιός 
(2011) Πες μου αν με θυμάσαι, Ψυχογιός 
(2010) Η νύφη φορούσε μαύρα, Ψυχογιός 
 
 
 
 
 
Ο γερμανός γιατρός 
1941. Η Ελλάδα βογκά κάτω από τη σκληρή γερμανική Κατοχή, μαζί κι οι κάτοικοι ενός μικρού νησιού του Αιγαίου: η Λήδα, μια νεαρή χήρα, εξοβελισμένη με την κόρη της από την τοπική κοινωνία· ο Παππούς, ο ηλικιωμένος που την έχει πάρει υπό την προστασία του· ο χειροδύναμος Μάρκος, που δε δειλιάζει μπροστά στον κίνδυνο, αλλά διστάζει μπροστά στις λέξεις· ο δήμαρχος, ο γιατρός, ο δικηγόρος του νησιού κι άλλοι σημαίνοντες πολίτες του. 
Κάποια στιγμή στη μικρή νησιωτική κοινωνία θα ενταχθούν η Αθηναία Ρίτα με τον έφηβο γιο της, στο σπίτι της οποίας σύντομα θα εγκατασταθεί και ο λοχίας Γκέοργκ Φίσερ με τη μακρινή ελληνική καταγωγή. Το ίδιο διάστημα, στο Βερολίνο, ο επίατρος του ναυτικού Κρίστιαν Μίλερ θα γνωρίσει τη Μάρεν, τη γυναίκα της ζωής του. Ο πόλεμος όμως σύντομα θα χωρίσει τους δύο νέους.
 Ο ανθρωπιστής Κρίστιαν θα βρεθεί στο ελληνικό νησί, αποφασισμένος να πολεμήσει μονάχα τους κοινούς ανθρώπινους εχθρούς, τον θάνατο και τον πόνο, με όπλο το νυστέρι του. Ο πόλεμος, ωστόσο, είναι πάντα απρόβλεπτος… Νησιωτική Ελλάδα-Βερολίνο...  
Κατακτητές και κατακτημένοι, πολιορκημένοι από τη βαρβαρότητα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Φόβοι, αγωνίες, πάθη, αμφιβολίες αλλά κι η μεγαλοσύνη του ανθρώπου, που κατορθώνει πάντα να «φωτίζει» και τις πιο σκοτεινές εποχές.  
 
 
 
Η Αγαπητικιά 
Κόρη καλής αθηναϊκής οικογένειας, η Ρόσα γεννήθηκε ανυπότακτη, όπως μαρτυρούσε και το φλογερό κόκκινο των μαλλιών της, αν και πολλοί απέδιδαν τoν απείθαρχο χαρακτήρα της στο γεγονός πως είχε ανατραφεί με ελευθερία ανάρμοστη, έχοντας μητέρα μια γυναίκα κλεισμένη στον κόσμο της και για πατέρα έναν επιπόλαιο μπον βιβέρ.
Η νεαρή αριστοκράτισσα θα σοκάρει την οικογένειά της, όταν το καλοκαίρι του 1914 ερωτευτεί τον Χάρη, έναν φτωχό φοιτητή της ιατρικής που κατάγεται απ’ τις τουρκοκρατούμενες ως πρόσφατα περιοχές της Μακεδονίας. Κι ενώ ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνεται, κι η Αθήνα, η πόλη της, κι η Ελλάδα ολόκληρη σπαράσσονται από τον διχασμό που δημιουργεί η ρήξη Κωνσταντίνου και Βενιζέλου, εκείνη θα ασπαστεί τον βενιζελισμό αψηφώντας τις φιλοβασιλικές της καταβολές και θα βαδίσει σε δρόμους ριψοκίνδυνους, κερδίζοντας για τις επιλογές της από τους συμπολίτες της το ειρωνικό παρανόμι «η αγαπητικιά του Τουρκομερίτη».
Η ζωή μιας τολμηρής και ξεχωριστής γυναίκας στην ταραγμένη εποχή του Εθνικού Διχασμού και των μετέπειτα χρόνων, η οποία δε θα διστάσει να απαρνηθεί τα προνόμια της κοινωνικής της θέσης και να πάει κόντρα στα επικρατούντα ήθη, ακολουθώντας τα προστάγματα της καρδιάς της. 
 
 
 
Πορφυρό ποτάμι 
Μάρτης του 1902. Σ’ έναν παραποτάμιο οικισμό της Καππαδοκίας, την ώρα που ο καϊκτσής Δημητρός βλέπει τα νερά του ποταμού να βάφονται κόκκινα, γεννιέται η κόρη του, η ασθενική Νιόβη.
Οι συντοπίτες της θα τη χαρακτηρίσουν ισκιερή και θα της χαρίσουν ελευθερίες ανάρμοστες για ένα θηλυκό, πιστεύοντας ότι για λίγο μόνο είναι γραφτό να ζήσει ανάμεσά τους. Μα το κορίτσι τούς διαψεύδει.
Ο καιρός κυλά, έρχονται οι Βαλκανικοί κι ο Μεγάλος Πόλεμος, και οι αρμονικές σχέσεις Ρωμιών και Τούρκων δοκιμάζονται. Η μεγάλη φτώχεια κατατρύχει τον οικισμό και περισσότερο την οικογένεια της Νιόβης. Ώσπου μια μέρα, κι ενώ η Αυτοκρατορία βογκά σαν τον δράκο κάτω απ’ το δόρυ του Αϊ-Γιώργη από την ελληνική κυριαρχία στη Σμύρνη, ένας επιφανής Τούρκος μαγεύεται απ’ τα μαβιά της μάτια και φλέγεται να την αποκτήσει.
Εκείνη έχει δώσει από μικρή την αγάπη της στον ατίθασο Φιλίπ, που ανοίγει την πόρτα σέρτικα, σαν κατακτητής. Μα ο νέος έχει από χρόνια χαθεί κυνηγώντας τα δικά του όνειρα στην Πόλη, στην Οδησσό και σε πεδία μαχών, κι αυτή έχει μόνο ένα μενταγιόν να τη δένει μυστικά μαζί του.
Κι ύστερα έρχεται η Καταστροφή κι η Ανταλλαγή…
Ένα καράβι σαλπάρει χωρίζοντας στα δύο την ψυχή της. Το ένα κομμάτι πίσω, στην παλιά πατρίδα· το άλλο στη νέα, την αρχέγονη, όπου η ζωή καραδοκεί να δοκιμάσει διπλά τις αντοχές της, συνάμα όμως και του Φιλίπ.
Η ζωή των τελευταίων Ελλήνων σε μια μικρή γωνιά της Καππαδοκίας και παράλληλα η ιστορία μιας ακατάλυτης μα αδιέξοδης αγάπης στη σκιά της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Ανταλλαγής των πληθυσμών. 
 
 
 
Τα χρόνια της χαμένης αθωότητας 
Απρίλης 1961. Τη μέρα που ο πρώτος Ρώσος κοσμοναύτης ταξιδεύει στο Διάστημα, σε μια μικρή ελληνική πόλη ένας άντρας μπαίνει για λίγο στη θέση του Θεού, ορίζοντας τη μοίρα τριών νεαρών πλασμάτων.
Την Κλέα θα υποδεχθεί ένα αρχοντόσπιτο, όπου ο στρατηγός παππούς της αναπολεί παρελθοντικές δόξες, ενώ ο πατέρας της έχει εγκαταλείψει τον μεγάλο του έρωτα για να κατακτήσει πλούτη και κάστες εξουσίας· τη Μελισσάνθη ένα μεσοαστικό σπιτικό πάνω από μια ταβέρνα, στο οποίο η μάνα της, η ωραία Μυρσίνη, ενοχοποιείται για νεανικά σφάλματα από τον σύζυγό της· τη Λόλα, τέλος, θα καλοδεχτεί ένα φτωχόσπιτο, μες στο οποίο στοιβάζονται μεταξύ άλλων μια ιδιόρρυθμη γιαγιά κι ένας ρομαντικός πραματευτής, που αγωνίζεται να συμπορευθεί με τα δεδομένα των καιρών, καθώς η χώρα αλλάζει.
Παρά τις ταξικές διαφορές τους, οι τρεις κοπέλες μεγαλώνοντας θα δεθούν με δεσμά αδελφικής φιλίας, ανακαλύπτοντας όλες στο φτωχόσπιτο του συνοικισμού την οικογενειακή θαλπωρή που απουσιάζει από τα άλλα δύο. Ώσπου, στο κατώφλι της ενήλικης ζωής τους πια, μυστικά και ψέματα κι αμαρτωλά πάθη του παρελθόντος θ’ αρχίσουν ν’ αποκαλύπτονται, βαφτίζοντας μια δυνατή αγάπη ανόσια και ξεκινώντας τον χορό των αποχωρισμών.
Αποκομμένες πλέον μεταξύ τους αλλά κι απ’ τη γενέθλια πόλη, ρίχνονται στη χοάνη της πρωτεύουσας και στο κυνήγι χιμαιρικών ονείρων. 
Μα, καθώς ο καιρός κυλά κι οι ψευδαισθήσεις της νιότης χάνονται, θα διαπιστώσουν πως ελάχιστα μοιάζουν τελικά με ό,τι είχαν ονειρευτεί στα χρόνια της αθωότητάς τους… 
 
 
 
 Στεφάνι από ασπάλαθο 
Μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα του 1939, η Κασσιανή κρυφοκοιτάζει πίσω απ’ την κουρτίνα της κάμαράς της το άγνωστο παλικάρι που σιγοπίνει τον καφέ του στην αυλή των γειτόνων τους, δίχως να υποψιάζεται ότι είναι ο άντρας που θα σφραγίσει τη ζωή της. 
Η δεκαπεντάχρονη κοπέλα ασφυκτιά στην επαρχία, στη σκιά του αυστηρού ιεροκήρυκα πατέρα της. Ο δεκαοχτάχρονος Λυκούργος, απ’ την άλλη, οραματίζεται το μέλλον του στο πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας. 
Τους δυο νέους θα ενώσει ένα εφηβικό φιλί και μια βάρβαρη τιμωρία. Θα τους χωρίσουν οι δικές του επιλογές κι η Ιστορία. 
Στα χρόνια που τους περιμένουν η Κασσιανή θα υποχρεωθεί να επωμιστεί βάρη που δεν της έπρεπαν. Αντιμέτωπη μ’ ένα κράτος εχθρικό και μια κοινωνία ματωμένη, θα αισθανθεί συχνά ότι σταυρώνεται για λάθη εκείνου κι ότι το στεφάνι που κάποτε της φόρεσε είναι φτιαγμένο απ’ τον αγκαθωτό ασπάλαθο, που χρησιμοποιούν στον τόπο της για φράχτη ή για προσάναμμα. 
Στο κλειστοφοβικό σύμπαν του νέου κόσμου της θ’ αναγκαστεί ν’ απαρνηθεί ακόμη κι αυτή τη γυναικεία της υπόσταση, μέχρι τη μέρα που θα διαπιστώσει πως κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο. 
Μια επαρχιακή πόλη απ’ τη μεταξική Ελλάδα μέχρι τη μετεμφυλιακή της δεκαετίας του ’50. Ένα ζευγάρι παρασυρμένο απ’ τις μπόρες των καιρών. Ένα στεφάνι φτιαγμένο από ασπάλαθο. 
 
 
 
Το κορίτσι απ'τη Σαμψούντα 
Η Καλλιόπη πίστευε μέχρι τα εννιά της χρόνια πως το χειρότερο που της είχε τάξει η ζωή ήταν τα παράξενα μάτια της, για τα οποία την κορόιδευαν οι συμμαθήτριές της στο Παρθεναγωγείο, επειδή δε γινόταν να γνωρίζει πόσα άλλα της είχε η μοίρα γραμμένα. 
Γεννημένη αρχές του 20ού αιώνα στη Σαμψούντα, θα βιώσει τις λευκές πορείες θανάτου και τις εξορίες από τους Νεότουρκους, κι αργότερα τις αγριότητες του Κεμάλ. Αρχές του 1921, στην εφηβεία, με σωριασμένο τον κόσμο της σε ερείπια, θα βρει καταφύγιο σ’ ένα χωριό του Πόντου. 
Λίγους μήνες μετά θα ντυθεί νύφη στα δεκάξι της, σ’ έναν αναπάντεχο γάμο, που θα την οδηγήσει στη Σμύρνη. Θα ζήσει για λίγο μια πλούσια ζωή στην πανέμορφη πόλη, που περιμένει αμέριμνη την καταστροφή της, και θ’ ανακαλύψει τον έρωτα∙ κι ίσως τον χάσει, όπως ορίζει για άλλη μια φορά η μοίρα της… 
Απ’ τη Σαμψούντα και τον Πόντο στη Σμύρνη κι από κει στον Πειραιά της προσφυγιάς, μια νεαρή γυναίκα αντιπαλεύει με πείσμα το πεπρωμένο της, διεκδικώντας το δικαίωμα στη ζωή και την αγάπη. 
 
 
 
Η αμαρτία της ομορφιάς 
Η μεγάλη ομορφιά ήταν η μοναδική αμαρτία της Ευγενίας. Ένα δώρο που της δόθηκε ερήμην της κι έμελλε να καθορίσει την πορεία της ύπαρξής της. «Για τον φτωχό ακόμη και η ομορφιά κατάρα είναι», αποφαινόταν συχνά η Μάχη, φαρμακωμένη από τις δυσκολίες της προσφυγικής ζωή της. 
Όταν, όμως, μπαίνει στη ζωή της κόρης της ο ευκατάστατος Θεόφιλος, αρχίζει να αναθεωρεί τις απόψεις της. Εκείνος την ερωτεύεται τρελά, απόλυτα. Αυτή τον αγαπά με τη λαχτάρα και το πάθος των δεκαεπτά της χρόνων. 
Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, όμως, που ξεσπά πριν προλάβουν να χαρούν την αγάπη τους, θα την αφήσει ξεκρέμαστη στον τόπο του. Εκεί θα μπει στο στόχαστρο των κουνιάδων της, ιδιαίτερα της μεγάλης, της Ευανθίας, και του ισχυρού κομματάρχη της περιοχής, ανέτοιμη για όσα την περιμένουν. 
Μοναδικό και αναπάντεχο στήριγμα θα βρει στην πεθερά της Άννα. Κι ενώ στα χρόνια που ακολουθούν τα προστάγματα των καιρών ορίζουν τις ζωές τους, το μίσος και η ζήλεια οπλίζουν το χέρι της Μοίρας σπέρνοντας τον όλεθρο. 
Τρεις αθώες ψυχές παρασέρνονται στον βίαιο άνεμό του και ξεσπούν το λυγμό τους, καθώς σκορπούν σε διαφορετικές γωνιές της Ελλάδας, στην αγκαλιά της “μητέρας” Φρειδερίκης. Η ιστορία ενός απόλυτου έρωτα σε ταραγμένα χρόνια. 
Όταν η ομορφιά θεωρείται αμαρτία κι οι πράξεις και τα λόγια των ανθρώπων συναγωνίζονται σε αγριότητα τα πεδία των μαχών, τότε τα πάντα μπορεί να συμβούν. 
 
 
 
Τ' αχνάρια των ξυπόλητων ποδιών 
Προσφυγικά Σαλονίκης· την ορφάνια του μικρού Θεμιστοκλή απαλύνουν ξένα, ευλογημένα χέρια, όμως αγκάθι απομένει μέσα του η άγνωστη καταγωγή του. Εμφύλιος, Σκρα· τα μελλούμενα απ’ τα χείλη μιας γυναίκας τον οδηγούν στην Τήνο, στον μεγάλο έρωτα και στον μεγάλο πόνο. 
Ο Θεμιστοκλής, με τον νεογέννητο γιο του, Άλκη, ψάχνει τρόπο και τόπο να στεγάσει τη δυστυχία τους. Θα τους υποδεχτεί η ταραγμένη Αθήνα του ’50 κι αργότερα μια παράξενη επαρχιακή κωμόπολη, η Επίκληρος. 
Από το σπίτι της φιλόξενης Μικρασιάτισσας Λένας θα βρεθούν σ’ εκείνο της μελαγχολικής Ελένης, και από την άδολη προσφορά θα οδηγηθούν στον τόπο όπου ένας ιδιότυπος ρατσισμός θα τους πληγώσει, δημιουργώντας δυνατές φιλίες και αβυσσαλέα μίση. 
Καθώς τα χρόνια κυλούν, ο Θεμιστοκλής και ο συγκλονιστικός Άλκης, η Ελένη, η Ερατώ και η Θάλεια θα βρεθούν μπλεγμένοι στο γαϊτανάκι του πόνου, του έρωτα και του μίσους, και θα βιώσουν τα όρια της προσφοράς και της θυσίας. 
Άνθρωποι χτυπημένοι από τη μοίρα και τη ζωή αφήνουν τ’ αχνάρια τους σε μια Ελλάδα που πληγώνεται και πληγώνει, αναζητώντας ταυτότητα και ευτυχία. 
 
 
 
 Πες μου αν με θυμάσαι 
Η Ιφιγένεια έπιασε τα γέρικα χέρια της μάνας της και τα σκέπασε με τα δικά της. «Πώς με λένε;» έκανε την αγωνιώδη ερώτηση. 
«Θυμάσαι; Πες μου… με θυμάσαι;» Περίμενε με κομμένη την ανάσα, θαρρείς κι από την απάντηση της Χαράς εξαρτιόταν η ύπαρξή της. Η Χαρά ξερόγλειψε τα χείλη αργά. «Ιφι… Ιφι…» ψέλλισε τέλος και τα δάκρυα κύλησαν απ’ τα μάτια της κόρης. Δόξα τω Θεώ, δεν είχε πάει στράφι η θυσία της. Η μάνα της δεν την είχε ξεχάσει… 
Ο κόσμος της Ιφιγένειας ήταν αληθινή ευλογία μέχρι εκείνη τη λευκοντυμένη μέρα που άρχισε να διαλύεται και να κατακλύζουν τη ζωή της απώλειες και προδοσίες: o πατέρας της, η μεγάλη της αδυναμία. η μητέρα της, το αιώνιο στήριγμά της. η δουλειά της. ακόμη κι αυτός ο έρωτας της ζωής της, ο άντρας της. 
Η ώρα που θα αντιμετωπίσει τις αλήθειες της ζωής της έχει φτάσει. Μένει τώρα να διαπιστώσει αν οι όρκοι της αγάπης θα χωρέσουν τη θυσία της ή θα γυρίσουν την πλάτη στους πληγωμένους καιρούς. 
Η ιστορία μιας γυναίκας που ρισκάρει να χάσει τα πάντα, γιατί δε θέλει να ρισκάρει να χάσει τον εαυτό της. 
 
 
 
Η νύφη φορούσε μαύρα 
Σεπτέμβρης του '22. Η νεαρή Αντριανή καταφτάνει στη Σαλονίκη μαζί με το υπόλοιπο ανθρώπινο κοπάδι των προσφύγων. Πεντάρφανη και ολομόναχη, με δυο μάτια πράσινα, μαγικά σαν τα βοτάνια της, θα βρει στήριγμα σε μια καλοκάγαθη ηλικιωμένη Πόντια. 
Στο ξεδίπλωμα του χρόνου, με τις ανταλλαγές των πληθυσμών, θα εγκατασταθεί σ' ένα μουσουλμανικό χωριό της Μακεδονίας. Εκεί, ανάμεσα σε ανθρώπους πονεμένους που μιλούν ελληνικά, τουρκικά, ποντιακά κι αρμένικα, και που προσπαθούν να στηρίξουν τις ψυχές και τις ζωές τους, η Αντριανή θα αποθέσει την ευτυχία της στα χέρια του ρωμαλέου Άρη με την ηράκλεια δύναμη. 
Θα προκαλέσει τη μοίρα φορώντας ένα μαύρο φόρεμα για νυφικό. Κι αυτή θα δεχτεί την πρόκληση… 
Σε μια Ελλάδα που ανεμοδέρνεται στις θύελλες του εικοστού αιώνα, μια γυναίκα τολμά να ορθώσει το ανάστημά της απέναντι σε μια κοινωνία, όπου τον πρώτο λόγο έχει ο άντρας και η πεθερά, για να αναδειχτεί πληγωμένη αλλά νικήτρια. 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου