Ερώτηση 1η: Ποιος/α είναι ο/η αγαπημένος/η σας συγγραφέας;
Α.Κ.: Έχω πολλούς αγαπημένους συγγραφείς. Στην βιβλιοθήκη μου φιλοξενώ έργα διαφόρων συγγραφέων, αλλά δεν θέλω να αναφέρω ονόματα για να μην αδικήσω κάποιους. Διαβάζω όλα τα λογοτεχνικά είδη αναλόγως της διαθέσεως που με διακατέχει κάποια συγκεκριμένη στιγμή. Πρέπει να παραδεχτώ όμως πως έχω προτίμηση στα ιστορικού περιεχομένου λογοτεχνικά αναγνώσματα χωρίς να εμμένω στο όνομα του συγγραφέα. Θέλω να αντλώ γνώσεις, θέλω να μαθαίνω, πέρα από την ιστορία των ηρώων, την ιστορία του τόπου που περιγράφει ο κάθε συγγραφέας. Κάθε τόπος έχει πολλά ιστορικά γεγονότα, μικρά και μεγάλα, που δεν είναι γνωστά στο ευρύ κοινό. Εκείνα αναζητώ.
Ερώτηση 2η: Ποιο είναι το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε;
Α.Κ.: Είναι το "Ένα παιδί μετράει τ' άστρα" του Μενέλαου Λουντέμη. Πρέπει να πήγαινα τετάρτη τάξη στο εξατάξιο Γυμνάσιο του Εξαπλάτανου Πέλλας (ήταν το χωριό καταγωγής του Μενέλαου Λουντέμη), όταν ο πατέρας μου αγόρασε όλη την σειρά των βιβλίων του. Οπότε υπήρχε υλικό πλούσιο για ανάγνωση. Ακόμα θυμάμαι τον Μέλο και την Αγράμπελη , τους ήρωες του παραπάνω βιβλίου.
Ερώτηση 3η: Τι σας ώθησε να ξεκινήσετε τη συγγραφή;
Α.Κ.: Είχα καλή επαφή με το μολύβι και το χαρτί. Επάνω στο δεύτερο αποτύπωνα σκέψεις μου, ανησυχίες μου, σχέδια, επιθυμίες μου, στίχους, έφτιαχνα παραμύθια κ.λ.π. Το καλλιέργησα στο μυαλό μου και κάποια στιγμή , όταν δόθηκαν τα ανάλογα ερεθίσματα, αποφάσισα να εξωτερικεύσω συναισθήματα και να δώσω πνοή σε ο, τι έγραφα. Αυτά πήραν μορφή βιβλίου. Έτσι προέκυψε η συγγραφή.
Ερώτηση 4η: Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας “Το δάκρυ της Ανατολής”;
Α.Κ.: Είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα που πραγματεύεται την ζωή των Χριστιανών υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολία και στην Καππαδοκία, κατά το τέλος του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα. Αναφέρεται στους Αρμενίους και στους Ρωμιούς, αυτών η ζωή περιγράφεται. Σαν συγγραφέας στέκομαι ιδιαιτέρως στον κατατρεγμό και στις αιματηρές διώξεις των Αρμενίων επί Αβδούλ Χαμίτ, με αποκορύφωμα την Γενοκτονία των Αρμενίων το 1915 από τους Νεότουρκους και στην δραματική ανταλλαγή των πληθυσμών. Είναι ένα μυθιστόρημα με αληθινά γεγονότα καθώς τα πρόσωπα είναι πραγματικά με τα αληθινά τους ονόματα και η ιστορικότητα του αποδεικνύεται από την βιβλιογραφία στο πίσω μέρος του βιβλίου.
Ερώτηση 5η: Πώς σας γεννήθηκε η ιδέα της συγγραφής ενός βιβλίου γύρω από τη γενοκτονία των Αρμενίων;
Α.Κ.: Ο κάθε συγγραφέας ψάχνει υλικό για το επόμενο βιβλίο του. Η ιδέα της συγγραφής ενός θέματος λαμβάνεται από διάφορα ερεθίσματα, από μια έκφραση, από ένα γεγονός, από μια εικόνα, από ένα άκουσμα, από την ζωή κάποιου κ.λ.π. Ο παππούς μου ήταν Αρμενικής καταγωγής και είχε βιώσει στο πετσί του την Γενοκτονία του λαού του καθώς είδε να χάνονται τα παιδιά του, οι συγγενείς του, οι συγχωριανοί του, οι πατριώτες του. Το υλικό υπήρχε, ήταν οι σπαρακτικές διηγήσεις του, που εμείς τις ακούγαμε σαν παραμύθι περιμένοντας ένα αίσιο τέλος στην ζωή των ηρώων του παραμυθιού του. Αλλά πάντα το τέλος του παραμυθιού του έκρυβε κλάματα γοερά. Προς το τέλος της ζωής του είχε εκφράσει την επιθυμία να ταφεί σε τέτοιο χώρο στο κοιμητήριο του χωριού μου, ώστε να είναι ορατό το σημείο στον οποιονδήποτε πλησίαζε. Είχε πει μάλιστα: " Και αν κάποιος, βλέποντας την φωτογραφία μου, σας ρωτήσει ποιος είναι αυτός ο δυστυχής, να του πείτε την ιστορία μου, να μην ξεχαστώ σαν άνθρωπος". Αυτήν την έκφραση του την κράτησα στο μυαλό μου, ήταν η αιτία για την συγγραφή. Έπρεπε να δοθεί η αφορμή η οποία δόθηκε όταν κλήθηκα να χρησιμοποιήσω κάποια έγγραφα του πατέρα μου για το Κτηματολόγιο. Στο σεντούκι που τα φύλαγε και στο οποίο όσο ζούσε ο πατέρας μου δεν είχαμε πρόσβαση, υπήρχε ένα χοντρό βιβλίο δεμένο με σπάγκο. Μου κίνησε την περιέργεια. Ξέλυσα τον σπάγκο και το άνοιξα. Το βιβλίο δεν ήταν γραμμένο στα Ελληνικά. Το ξεφύλλισα με υπομονή-είχε πολλές σελίδες, λεπτά τα φύλλα χαρτιού- προσδοκώντας πως θα εύρισκα κάτι, ένα σημείωμα για εμάς τους απογόνους. Στο κάτω περιθώριο μιας σελίδας βρήκα μια χειρόγραφη πρόταση γραμμένη σε ξένη γραφή. Κατάλαβα. Ήταν ο γραφικός χαρακτήρας του παππού μου. Ήξερα την καταγωγή του, άκουγα στο σπίτι πως ήταν Αρμένιος. Πήγα το βιβλίο στην Αρμενική εκκλησία Θεσσαλονίκης όπου μου μετέφρασαν τις επικεφαλίδες του κάθε κεφαλαίου. Εκεί διαπίστωσα πως ο παππούς μου διάβαζε την Παλαιά Διαθήκη. Το βιβλίο λοιπόν, η χειρόγραφη πρόταση με τον γραφικό χαρακτήρα του, η καταγωγή του, η τελευταία του επιθυμία για την ταφή του, η φράση του <<να μην ξεχαστώ σαν άνθρωπος>>, ήταν τα ερεθίσματα και αποτέλεσαν την ιδέα να ξεκινήσω να γράφω για την γενοκτονία των Αρμενίων. Το μόνο που μου έμενε ήταν να μελετήσω συγγράμματα για εκείνη την εποχή και για τους τόπους που θα περιέγραφα. Έπεσα με σπουδή στο διάβασμα και το αποτέλεσμα είναι "Το δάκρυ της Ανατολής".
Ερώτηση 6η: Η γενοκτονία των Αρμενίων δεν είναι ένα θέμα που έχει αναλυθεί ιδιαιτέρως από την ελληνική λογοτεχνία. Πού πιστεύετε ότι οφείλεται αυτό;
Α.Κ.: Δεν είναι εύκολο κεφάλαιο η Γενοκτονία των Αρμενίων ώστε να αναλυθεί ιδιαιτέρως. Πρέπει να έχει κάποιος βιώματα για να τα καταθέσει, να έχει ακούσματα ισχυρά, να ξέρει από κατατρεγμό, να ξέρει από πρώτο χέρι τι επικρατούσε στην Ανατολή, να ξέρει πως χτυπούσε η καρδιά ενός κυνηγημένου που δεν έκανε το παραμικρό παράπτωμα, απλώς ήταν Αρμένιος, να ακούσει περιγραφές για τις σφαγές αμάχων και να τρέμει το φυλλοκάρδι του, να ακούσει όπως άκουσα κι εγώ τον θρήνο του παππού μου όταν ανακαλούσε στην μνήμη του τα χαμένα του παιδιά, να βλέπει το θολό του βλέμμα να ψάχνει μορφές του παρελθόντος. Δεν είναι εύκολο κεφάλαιο η γενοκτονία των Αρμενίων. Μπορεί να υπάρχει και ο φόβος για να μην στοχοποιηθεί κάποιος. Και στην πολιτική, όπως βλέπετε, η αναγνώρισή της από τους λαούς παγκοσμίως γίνεται δειλά-δειλά γιατί υπάρχουν συμμαχίες και ο ένας εταίρος δεν θέλει να "στεναχωρήσει" τον άλλον και κλονιστούν οι δεσμοί τους.
Ερώτηση 7η: Βλέπουμε μέσα στο βιβλίο σας τους ανθρώπους να μην ξεχνάνε τον ξεριζωμό τους και τις θηριωδίες που έχουν βιώσει. Παρ' όλα αυτά τη σύγχρονη εποχή συμβαίνει το αντίθετο. Γιατί συμβαίνει αυτό; Ποια είναι η προσωπική σας άποψη;
Α.Κ.: Πράγματι. Δεν ξεχνούν τον ξεριζωμό τους, δεν ξεχνούν τι έχουν υποστεί, δεν ξεχνούμε και εμείς τα όσα μας έχουν μεταφέρει και ας είμαστε απόγονοί τους. Πρέπει να ξεχωρίσουμε όμως τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής και τους ανταλλαγέντες από τους μετανάστες της σύγχρονης εποχής και φυσικά αναφέρομαι σε αυτούς που έρχονται από τα τουρκικά παράλια στα νησιά μας . Οι πρόσφυγες έφυγαν με την ψυχή στο στόμα από τις πατρίδες τους, εγκαταλείποντας ο, τι είχαν και δεν είχαν, μικρό ή μεγάλο, πολύ ή λίγο για να σωθούν οι ίδιοι και οι οικογένειές τους. Ήρθαν σε χώμα Ελληνικό, προέκταση της πατρίδας τους έχοντας στο μυαλό τους πως θα κοπάσει κάποτε το κακό και θα επιστρέψουν πάλι στον τόπο τους. Απογράφηκαν και αν κάποιος δεν είχε χαρτιά επάνω του, μέτρησαν οι μαρτυρίες των συγγενών, των συγχωριανών τους. Έκαναν κοπιαστικές δουλειές, οπουδήποτε και οτιδήποτε για να κερδίσουν ένα κομμάτι ψωμί για τις οικογένειές τους και πρόκοψαν με τον καιρό.
Οι λαθραίοι μετανάστες έφυγαν με επιλογή τους, άφησαν τον τόπο τους γιατί κάποιοι τους είπαν για κέρδος, πως η Ευρώπη είναι η γη της επαγγελίας, πως θα κάνουν μπίζνα με πολλά χρήματα. Απρόσκλητοι, χωρίς χαρτιά, πολλές φορές με πλαστά, παρουσιάζουν συγγενείς που δεν έχουν, συνοδεύουν συγγενείς που δεν έχουν για να αποκομίσουν χρήμα. Δεν συγκρίνονται οι πρόσφυγες του ξεριζωμού της Μ. Ασίας με τους μετανάστες της σύγχρονης εποχής.
Ερώτηση 8η: Δύο άνθρωποι διαφορετικών πιστεύω και καταγωγής θα συναντηθούν. Πιστεύετε ότι μπορεί να κρατήσει μία τέτοια σχέση τη σημερινή εποχή και ποιες, ίσως, ειδοποιούς διαφορές βλέπετε με το παρελθόν όπως τις έχετε γνωρίσει μέσα από τις αφηγήσεις των παππούδων σας;
Α.Κ.: Σήμερα οι άνθρωποι, πιστεύω πως είναι πιο ανοιχτοί στο να προσεγγίσει ο ένας τον άλλον. Θέλετε η παγκοσμιοποίηση, θέλετε το ανοιχτό πνεύμα των ανθρώπων, οι επαγγελματικές συναναστροφές, όλα αυτά σμίγουν ανθρώπους σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Ασφαλώς και μπορεί να κρατήσει μια τέτοια σχέση, οι άνθρωποι παραβλέπουν πια αυτό που τους χωρίζει και εστιάζουν σε αυτό που τους ενώνει. Στο παρελθόν ο κόσμος ζούσε σε κλειστές κοινωνίες, φρόντιζε να συγχρωτίζεται με ανθρώπους της ίδιας ράτσας, ήθελε να μιλά την ίδια γλώσσα, για να καταλαβαίνει τα πάντα που συμβαίνουν στον περίγυρό του, ήταν αδιανόητο να συμβιώσει με κάποιον με διαφορετική πίστη γιατί εξοστρακιζόταν από την οικογένεια, από τους φίλους, από την κοινότητα του. Σήμερα αυτοί οι φράχτες λίγο πολύ έχουν καταπέσει, διαφορετικής καταγωγής άνθρωποι ζουν από κοινού, και σε κάθε κοινωνία βρίσκουμε αξιόλογους ανθρώπους, με ήθος και προκοπή.
Ερώτηση 9η: Τι θα θέλατε να πείτε στους αναγνώστες σας;
Α.Κ.: Τους ευχαριστώ από καρδιάς για την προτίμηση στα έργα μου. Τους εύχομαι να διευρύνουν συνέχεια τους ορίζοντές τους διαβάζοντας βιβλία που, πέρα από την ιστορία των ηρώων, να τους δίνουν και γνώσεις για τον τόπο που περιγράφεται κάθε φορά. Να είναι γεροί και υγιείς!
Ερώτηση 10η: Θα θέλατε να μας πείτε μερικά λόγια για το επόμενο συγγραφικό βήμα σας;
Α.Κ.: Ήδη γράφω αλλά είναι νωρίς ακόμα για να σας πω κάτι. Έχω κάποιους ήρωες που πρέπει να τους επαναφέρω στην τάξη, μου δημιουργούν θέματα... Η ιστορία δεν θα λείπει και από αυτό!
Β.Δ.: Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη που μου παραχωρήσατε! Εύχομαι κάθε επιτυχία και καλοτάξιδα τα βιβλία σας!!!
Α.Κ.: Σας ευχαριστώ πολύ!! Ευχαριστώ και για την υπομονή σας!!! Καλή σας συνέχεια!!!
Η ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΚΙΛΑΡΟΓΛΟΥ γεννήθηκε στο χωριό Φιλώτεια Αλμωπίας του Νομού Πέλλας. Σπούδασε με υποτροφία στην Ανωτέρα Σχολή Στελεχών Επιχειρήσεων, τμήμα Λογιστών, του ΚΑΤΕΕ Λάρισας και εργάστηκε ως λογίστρια. Στα γυμνασιακά της χρόνια δημοσίευσε ποιήματα στην τοπική εφημερίδα Ηχώ της Αλμωπίας. Από τις εκδόσεις Πέλλα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημά της ΓΕΝΕΘΛΙΑ ΓΗ.
(2019) Το δάκρυ της Ανατολής, Ψυχογιός
(2014) Ματωμένα τριαντάφυλλα, Ψυχογιός
Ο Μιχάλης, θύμα της Γενοκτονίας των Αρμενίων, ζει στην Ελλάδα, με τις αναμνήσεις να τον τρελαίνουν. Οι εικόνες από όσα έζησε ξεδιπλώνονται μπροστά του και το μυαλό του καλπάζει και φεύγει στην Ανατολή, στα βασιλικά χώματα της πατρίδας του, για να βρεθεί ανάμεσα στην οικογένειά του, για να δει ξανά τη σφαγή των δικών του προσώπων, για να δει τον άνθρωπο να γίνεται αγρίμι και να καταφέρεται ενάντια σε αθώους.
Δεν μπορεί να ξεχάσει τη μέρα που κοίταζε ανήμπορος το φαράγγι του θανάτου και έβλεπε τους αγαπημένους του να κείτονται άψυχοι στο έδαφος. Θυμάται πώς πήρε τον δρόμο, με καμένη την ψυχή, για μια άλλη πολιτεία, στα νότια του Άλυ ποταμού, αναζητώντας μια αχτίδα νέας ζωής που θα γλύκαινε την ύπαρξή του. Και τη βρήκε στο πρόσωπο εκείνης. Ρωμιά, δασκάλα στον τόπο της, ζούσε σε περιβάλλον άκρως θρησκευτικό και σε σπίτι με πατριαρχικές συνήθειες.
Αντέδρασε όταν επιχείρησαν να βάλουν στο πλευρό της άνδρα διαφορετικής καταγωγής και πίστεως. Μα πόσο λάθος έκανε! Γιατί, παρόλο που η καρδιά του Μιχάλη ήταν ραγισμένη, εκείνος της χάρισε την άδολη αγάπη του και φύτρωσαν κυκλάμινα μέσα στα δυο τους χέρια.