Ερώτηση 1η: Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας “Η αγαπητικιά”;
Σ.Θ.: Θα το χαρακτήριζα ως ένα κοινωνικό-ιστορικό μυθιστόρημα με αναφορές σε δύσκολα γεγονότα μιας μακρινής εποχής, των οποίων οι συνέπειες μας ακολουθούν ακόμη και σήμερα.
Ερώτηση 2η: Η Ρόσα θα ερωτευτεί και θα την ερωτευτούν παράφορα. Θα γίνει το μοναδικό ουσιαστικό πράγμα που έχει σημασία στη ζωή της. Πόσο σημαντικό είναι το αίσθημα του έρωτα και της αγάπης στη δική σας ζωή;
Σ.Θ.: Θα σας απαντήσω, αφού πρώτα παρατηρήσω ότι κατά την άποψή μου δεν είναι ο έρωτας κι η
ερωτική αγάπη το μοναδικό ουσιαστικό πράγμα στη ζωή της ηρωίδας μου. Ας μη λησμονούμε τη
μεγάλη της αγάπη για την πατρίδα. Όσο για μένα, θεωρώ εξαιρετικά σημαντική την ύπαρξή τους
στη ζωή ενός ανθρώπου και κατά συνέπεια και στη δική μου. Μπαίνω στον πειρασμό να προσθέσω
πως είμαι τυχερή σ’ αυτόν τον τομέα, αφού σε πολύ νεαρή ηλικία, στα δεκαεφτά μου μόλις χρόνια,
συνάντησα εκείνον που έγινε σύντροφός μου αχώριστος στη ζωή.
Ερώτηση 3η: Η Ρόσα θα περάσει δύσκολα παιδικά χρόνια. Η μητέρα της παρούσα σε αυτά αλλά και τόσο απούσα. Πιστεύετε ότι τα παιδικά χρόνια προσδιορίζουν την πορεία του ανθρώπου στη μετέπειτα ενήλικη ζωή του;
Σ.Θ.: Είναι επιστημονικά παραδεκτό πλέον, κι αυτήν την άποψη ενστερνίζομαι κι εγώ, ότι τα παιδικά χρόνια παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στην ανατροφή ενός παιδιού κι ότι τραυματίζουν
ανεπανόρθωτα την ψυχή του, σε περίπτωση που είναι τραυματικά. Τραύματα που, κακά τα ψέματα,
τον καθορίζουν ως ενήλικα και που συχνά κουβαλά ένας άνθρωπος μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ερώτηση 4η: Ο Χάρης αν και φτωχός θα ακολουθήσει σπουδές ιατρικής. Εκείνα τα χρόνια αυτά τα όνειρα για έναν φτωχό ήταν απατηλά στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. Θεωρείτε ότι όλα μπορεί να τα επιτύχει κάποιος αν θέσει στόχους;
Σ.Θ.: Είναι βαθιά πεποίθησή μου όντως ότι κάθε στόχος είναι εφικτός, ιδίως αν έχει ο άνθρωπος
στηρίγματα. Κι ο Χάρης παρά την φτώχια και την «εξορία» του είχε στηρίγματα, τα οποία συνεπικουρούμενα από το πείσμα και τις ικανότητές του τον βοήθησαν να πραγματώσει τελικά τον
μεγάλο στόχο του, τη φοίτηση στην Ιατρική Σχολή.
Ερώτηση 5η: Η ταξική διαφορά μεταξύ του Χάρη και της Ρόσας θα σταθεί πολλές φορές εμπόδιό τους. Όταν υπάρχει αληθινή αγάπη τα πάντα μπορεί να υπερνικηθούν;
Σ.Θ.: Δεν είναι θέσφατο το τελευταίο. Συχνά τα εμπόδια είναι ανυπέρβλητα, μολονότι υπάρχει αληθινή αγάπη. Χρειάζεται επίσης τόλμη και πείσμα και διάθεση να κοντραριστείς με παγιωμένες
κοινωνικές συμπεριφορές, να ρισκάρεις και να χάσεις, ενδεχομένως, πολλά απ’ όσα απολαμβάνεις.
Κάτι που δε δίστασε να πράξει η Ρόσα και μάλιστα πολλές φορές στο διάβα της ζωής της.
Ερώτηση 6η: Ο Εθνικός Διχασμός, δύο Παγκόσμιοι Πόλεμοι, τα μαύρα χρόνια της Κατοχής με τον αδελφοπόλεμο και η Χούντα. Τελικά ο άνθρωπος δεν μαθαίνει από την ιστορία του και συνεχίζει να ακολουθεί τα ίδια λάθη και να βηματίζει στα ίδια σφάλματα των προγόνων του;
Σ.Θ.: Κάποιος ιστορικός διατύπωσε με απογοήτευση τη γνώμη ότι το μόνο που διδάσκει η ιστορία είναι ότι δε διδασκόμαστε από την ιστορία. Απαισιόδοξη γνώμη. Προσωπικά συγκλίνω με την άποψη ότι λαοί που αγνοούν την ιστορία τους υποχρεούνται να την ξαναζήσουν. Οι Νεοέλληνες δε
διδαχτήκαμε ποτέ σε βάθος την ιστορία μας, ώστε να κατασταλάζει μέσα μας ως στέρεη γνώση από
το παρελθόν και ως οδηγός για το μέλλον. Μόνο πασαλείμματα μιας ιδεολογικής, τρόπον τινά,
κατήχησης, που εξυπηρετούν σκοπιμότητες του παρόντος και που σε καμιά περίπτωση δε
συνιστούν ιστορική επιστήμη.
Ερώτηση 7η: Η Μακεδονία είναι υποδουλωμένη. Πολλά τα γεγονότα μέχρι την απελευθέρωσή της. Διχασμός και μία μερίδα ατόμων δεν έβλεπαν την ελληνικότητα των κατοίκων της περιοχής. Ακόμα και σήμερα κάποιοι έχουν αυτή την άποψη. Που οφείλεται αυτό κατά την άποψή σας;
Σ.Θ.: Στην ιστορία μας ποτέ δεν έλειψε αυτή η μερίδα ατόμων. Ο Κολοκοτρώνης αυτούς φοβήθηκε στην Πελοπόννησο και βροντοφώναξε «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους!» Στην μεγαλόπνοη εθνική πολιτική του Βενιζέλου που οδήγησε στους νικηφόρους Βαλκανικούς πολέμους αντιτάχτηκε μέσα στη Βουλή των Ελλήνων το «προτιμάμε μίαν μικράν αλλ’ έντιμον Ελλάδα!» και στην Κατοχή δίπλα στην ηρωική εθνική μας Αντίσταση είχαμε και τους μαυραγορίτες, τους καταδότες, τους συνεργάτες των Γερμανών και των Ιταλών. Αν προσθέσει κανείς την άγνοια, τη μικρόνοια, τα συμφέροντα, την ιδιοτέλεια, τον πολιτικό φανατισμό που φτάνει ενίοτε μέχρι και την εθνική τύφλωση, ίσως όλα αυτά να δίνουν μια ικανοποιητική απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα.
Ερώτηση 8η: Στη Μακεδονία υπήρχαν διάφορες γλώσσες, η ελληνική, η σλαβικη, η τουρκική, η εβραϊκή. Παρόλα αυτά πολλοί σλαβόφωνοι τάχθηκαν υπέρ της απελευθέρωσης της Μακεδονίας από τη Βουλγαρική Ταξιαρχία και τις άλλες δυνάμεις. Η γλώσσα έρχεται σε δεύτερη μοίρα ενώ η ψυχή του ανθρώπου καταφέρνει να υπερνικήσει τα πάντα ακόμα και την καταγωγή του;
Σ.Θ.: Το τελευταίο το πιστεύω βαθύτατα. Η ψυχή καθορίζει τι είναι ο καθένας. Όχι η γλώσσα ούτε,
συχνά, η καταγωγή. Ας μην ξεχνάμε ότι οι Έλληνες της Καππαδοκίας στην πλειοψηφία τους είχαν
χάσει τη γλώσσα τους αλλά όχι και την ελληνικότητά τους, ενώ πολλοί απ’ όσους είχαν
αλλαξοπιστήσει, παρότι είχαν επίγνωση της καταγωγής τους, είχαν εξελιχθεί σε φανατικούς
υπέρμαχους του τουρκικού κράτους. Όσο για τη Μακεδονία, όντως υπήρχαν πληθυσμοί
σλαβόφωνοι, οι οποίοι αισθάνονταν Έλληνες. Και παρόλες τις πιέσεις απ’ τους Εξαρχικούς και τις
διώξεις των Βουλγάρων, δε δέχτηκαν να απαρνηθούν τα πιστεύω τους και να περάσουν στην
απέναντι πλευρά, συχνά με τίμημα την ίδια τους τη ζωή.
Ερώτηση 9η: Τι θα θέλατε να πείτε στους αναγνώστες σας;
Σ.Θ.: Ότι τους ευχαριστώ για τη στήριξή τους όλα αυτά τα χρόνια κι ότι η πορεία μου οφείλεται σε
μεγάλο μέρος στη δική τους ενθάρρυνση και στον ενθουσιασμό με τον οποίο υποδέχονται κάθε νέο
μου δημιούργημα.
Ερώτηση 10η: Θα θέλατε να μας πείτε μερικά λόγια για το επόμενο συγγραφικό βήμα σας;
Σ.Θ.: Το επόμενο μυθιστόρημά μου εξελίσσεται στην Κατοχή, είναι βασισμένο σε μια αληθινή ιστορία που με συγκίνησε βαθιά και αποδεικνύει ότι η ανθρωπιά μπορεί να «φωτίσει» ακόμη και στις πιο σκοτεινές ώρες της ανθρωπότητας.
Β.Δ.: Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη που μου παραχωρήσατε! Εύχομαι κάθε επιτυχία και καλοτάξιδα τα βιβλία σας!!!
Σ.Θ.: Σας ευχαριστώ κι εγώ για τις ευχές σας και τις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις σας.
Συγγραφέας Σόφη Θεοδωρίδου: http://psichogios.gr/site/Authors/show/595/sofh-theodwridoy
“Η Αγαπητικιά”: https://www.psichogios.gr/site/Books/show/1005456/h-agaphtikia
"Πορφυρό ποτάμι": http://psichogios.gr/site/Books/show/1003846/porfyro-potami
"Τα χρόνια της χαμένης αθωότητας": http://psichogios.gr/site/Books/show/1003386/ta-xronia-ths-xamenhs-athwothtas
"Στεφάνι από ασπάλαθο": http://psichogios.gr/site/Books/show/1002879/stefani-apo-aspalatho
"Το κορίτσι απ'τη Σαμψούντα": http://psichogios.gr/site/Books/show/1002421/to-koritsi-ap-th-sampsoynta
"Η αμαρτία της ομορφιάς": http://psichogios.gr/site/Books/show/1001788/h-amartia-ths-omorfias
"Τ'αχνάρια των ξυπόλητων ποδιών": http://psichogios.gr/site/Books/show/1001191/t-axnaria-twn-ksypolytwn-podiwn
"Πες μου αν με θυμάσαι": http://psichogios.gr/site/Books/show/1000442/pes-moy-an-me-thymasai
"Η νύφη φορούσε μαύρα": http://psichogios.gr/site/Books/show/22981/h-nyfh-foroyse-mayra
Η ΣΟΦΗ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ κατάγεται από την Αλμωπία, μια μικρή επαρχία του Νομού Πέλλας. Σπούδασε νηπιαγωγός στη Θεσσαλονίκη κι εγκαταστάθηκε κατόπιν στην περιοχή καταγωγής της, όπου διαμένει μέχρι σήμερα με την οικογένειά της. Λατρεύει τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, και πιστεύει πως η αγάπη της για την τελευταία την οδήγησε τελικά στη συγγραφή. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν συνολικά εννέα μυθιστορήματά της.
(2018) Η Αγαπητικιά, Ψυχογιός
(2017) Πορφυρό ποτάμι, Ψυχογιός
(2016) Τα χρόνια της χαμένης αθωότητας, Ψυχογιός
(2015) Στεφάνι από ασπάλαθο, Ψυχογιός
(2014) Το κορίτσι απ'τη Σαμψούντα, Ψυχογιός
(2013) Η αμαρτία της ομορφιάς, Ψυχογιός
(2012) Τ' αχνάρια των ξυπόλητων ποδιών, Ψυχογιός
(2011) Πες μου αν με θυμάσαι, Ψυχογιός
(2010) Η νύφη φορούσε μαύρα, Ψυχογιός
Η Αγαπητικιά
Κόρη
καλής αθηναϊκής οικογένειας, η Ρόσα γεννήθηκε ανυπότακτη, όπως
μαρτυρούσε και το φλογερό κόκκινο των μαλλιών της, αν και πολλοί
απέδιδαν τoν απείθαρχο χαρακτήρα της στο γεγονός πως είχε ανατραφεί με
ελευθερία ανάρμοστη, έχοντας μητέρα μια γυναίκα κλεισμένη στον κόσμο της
και για πατέρα έναν επιπόλαιο μπον βιβέρ.
Η νεαρή αριστοκράτισσα θα σοκάρει την οικογένειά της, όταν το καλοκαίρι του 1914 ερωτευτεί τον Χάρη, έναν φτωχό φοιτητή της ιατρικής που κατάγεται απ’ τις τουρκοκρατούμενες ως πρόσφατα περιοχές της Μακεδονίας. Κι ενώ ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνεται, κι η Αθήνα, η πόλη της, κι η Ελλάδα ολόκληρη σπαράσσονται από τον διχασμό που δημιουργεί η ρήξη Κωνσταντίνου και Βενιζέλου, εκείνη θα ασπαστεί τον βενιζελισμό αψηφώντας τις φιλοβασιλικές της καταβολές και θα βαδίσει σε δρόμους ριψοκίνδυνους, κερδίζοντας για τις επιλογές της από τους συμπολίτες της το ειρωνικό παρανόμι «η αγαπητικιά του Τουρκομερίτη».
Η ζωή μιας τολμηρής και ξεχωριστής γυναίκας στην ταραγμένη εποχή του Εθνικού Διχασμού και των μετέπειτα χρόνων, η οποία δε θα διστάσει να απαρνηθεί τα προνόμια της κοινωνικής της θέσης και να πάει κόντρα στα επικρατούντα ήθη, ακολουθώντας τα προστάγματα της καρδιάς της.
Η νεαρή αριστοκράτισσα θα σοκάρει την οικογένειά της, όταν το καλοκαίρι του 1914 ερωτευτεί τον Χάρη, έναν φτωχό φοιτητή της ιατρικής που κατάγεται απ’ τις τουρκοκρατούμενες ως πρόσφατα περιοχές της Μακεδονίας. Κι ενώ ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος μαίνεται, κι η Αθήνα, η πόλη της, κι η Ελλάδα ολόκληρη σπαράσσονται από τον διχασμό που δημιουργεί η ρήξη Κωνσταντίνου και Βενιζέλου, εκείνη θα ασπαστεί τον βενιζελισμό αψηφώντας τις φιλοβασιλικές της καταβολές και θα βαδίσει σε δρόμους ριψοκίνδυνους, κερδίζοντας για τις επιλογές της από τους συμπολίτες της το ειρωνικό παρανόμι «η αγαπητικιά του Τουρκομερίτη».
Η ζωή μιας τολμηρής και ξεχωριστής γυναίκας στην ταραγμένη εποχή του Εθνικού Διχασμού και των μετέπειτα χρόνων, η οποία δε θα διστάσει να απαρνηθεί τα προνόμια της κοινωνικής της θέσης και να πάει κόντρα στα επικρατούντα ήθη, ακολουθώντας τα προστάγματα της καρδιάς της.
Πορφυρό ποτάμι
Μάρτης
του 1902. Σ’ έναν παραποτάμιο οικισμό της Καππαδοκίας, την ώρα που ο
καϊκτσής Δημητρός βλέπει τα νερά του ποταμού να βάφονται κόκκινα,
γεννιέται η κόρη του, η ασθενική Νιόβη.
Οι συντοπίτες της θα τη χαρακτηρίσουν ισκιερή και θα της χαρίσουν ελευθερίες ανάρμοστες για ένα θηλυκό, πιστεύοντας ότι για λίγο μόνο είναι γραφτό να ζήσει ανάμεσά τους. Μα το κορίτσι τούς διαψεύδει.
Ο καιρός κυλά, έρχονται οι Βαλκανικοί κι ο Μεγάλος Πόλεμος, και οι αρμονικές σχέσεις Ρωμιών και Τούρκων δοκιμάζονται. Η μεγάλη φτώχεια κατατρύχει τον οικισμό και περισσότερο την οικογένεια της Νιόβης. Ώσπου μια μέρα, κι ενώ η Αυτοκρατορία βογκά σαν τον δράκο κάτω απ’ το δόρυ του Αϊ-Γιώργη από την ελληνική κυριαρχία στη Σμύρνη, ένας επιφανής Τούρκος μαγεύεται απ’ τα μαβιά της μάτια και φλέγεται να την αποκτήσει.
Εκείνη έχει δώσει από μικρή την αγάπη της στον ατίθασο Φιλίπ, που ανοίγει την πόρτα σέρτικα, σαν κατακτητής. Μα ο νέος έχει από χρόνια χαθεί κυνηγώντας τα δικά του όνειρα στην Πόλη, στην Οδησσό και σε πεδία μαχών, κι αυτή έχει μόνο ένα μενταγιόν να τη δένει μυστικά μαζί του.
Κι ύστερα έρχεται η Καταστροφή κι η Ανταλλαγή…
Ένα καράβι σαλπάρει χωρίζοντας στα δύο την ψυχή της. Το ένα κομμάτι πίσω, στην παλιά πατρίδα· το άλλο στη νέα, την αρχέγονη, όπου η ζωή καραδοκεί να δοκιμάσει διπλά τις αντοχές της, συνάμα όμως και του Φιλίπ.
Η ζωή των τελευταίων Ελλήνων σε μια μικρή γωνιά της Καππαδοκίας και παράλληλα η ιστορία μιας ακατάλυτης μα αδιέξοδης αγάπης στη σκιά της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Ανταλλαγής των πληθυσμών.
Οι συντοπίτες της θα τη χαρακτηρίσουν ισκιερή και θα της χαρίσουν ελευθερίες ανάρμοστες για ένα θηλυκό, πιστεύοντας ότι για λίγο μόνο είναι γραφτό να ζήσει ανάμεσά τους. Μα το κορίτσι τούς διαψεύδει.
Ο καιρός κυλά, έρχονται οι Βαλκανικοί κι ο Μεγάλος Πόλεμος, και οι αρμονικές σχέσεις Ρωμιών και Τούρκων δοκιμάζονται. Η μεγάλη φτώχεια κατατρύχει τον οικισμό και περισσότερο την οικογένεια της Νιόβης. Ώσπου μια μέρα, κι ενώ η Αυτοκρατορία βογκά σαν τον δράκο κάτω απ’ το δόρυ του Αϊ-Γιώργη από την ελληνική κυριαρχία στη Σμύρνη, ένας επιφανής Τούρκος μαγεύεται απ’ τα μαβιά της μάτια και φλέγεται να την αποκτήσει.
Εκείνη έχει δώσει από μικρή την αγάπη της στον ατίθασο Φιλίπ, που ανοίγει την πόρτα σέρτικα, σαν κατακτητής. Μα ο νέος έχει από χρόνια χαθεί κυνηγώντας τα δικά του όνειρα στην Πόλη, στην Οδησσό και σε πεδία μαχών, κι αυτή έχει μόνο ένα μενταγιόν να τη δένει μυστικά μαζί του.
Κι ύστερα έρχεται η Καταστροφή κι η Ανταλλαγή…
Ένα καράβι σαλπάρει χωρίζοντας στα δύο την ψυχή της. Το ένα κομμάτι πίσω, στην παλιά πατρίδα· το άλλο στη νέα, την αρχέγονη, όπου η ζωή καραδοκεί να δοκιμάσει διπλά τις αντοχές της, συνάμα όμως και του Φιλίπ.
Η ζωή των τελευταίων Ελλήνων σε μια μικρή γωνιά της Καππαδοκίας και παράλληλα η ιστορία μιας ακατάλυτης μα αδιέξοδης αγάπης στη σκιά της Μικρασιατικής Καταστροφής και της Ανταλλαγής των πληθυσμών.
Τα χρόνια της χαμένης αθωότητας
Απρίλης
1961. Τη μέρα που ο πρώτος Ρώσος κοσμοναύτης ταξιδεύει στο Διάστημα, σε
μια μικρή ελληνική πόλη ένας άντρας μπαίνει για λίγο στη θέση του Θεού,
ορίζοντας τη μοίρα τριών νεαρών πλασμάτων.
Την Κλέα θα υποδεχθεί ένα αρχοντόσπιτο, όπου ο στρατηγός παππούς της αναπολεί παρελθοντικές δόξες, ενώ ο πατέρας της έχει εγκαταλείψει τον μεγάλο του έρωτα για να κατακτήσει πλούτη και κάστες εξουσίας· τη Μελισσάνθη ένα μεσοαστικό σπιτικό πάνω από μια ταβέρνα, στο οποίο η μάνα της, η ωραία Μυρσίνη, ενοχοποιείται για νεανικά σφάλματα από τον σύζυγό της· τη Λόλα, τέλος, θα καλοδεχτεί ένα φτωχόσπιτο, μες στο οποίο στοιβάζονται μεταξύ άλλων μια ιδιόρρυθμη γιαγιά κι ένας ρομαντικός πραματευτής, που αγωνίζεται να συμπορευθεί με τα δεδομένα των καιρών, καθώς η χώρα αλλάζει.
Παρά τις ταξικές διαφορές τους, οι τρεις κοπέλες μεγαλώνοντας θα δεθούν με δεσμά αδελφικής φιλίας, ανακαλύπτοντας όλες στο φτωχόσπιτο του συνοικισμού την οικογενειακή θαλπωρή που απουσιάζει από τα άλλα δύο. Ώσπου, στο κατώφλι της ενήλικης ζωής τους πια, μυστικά και ψέματα κι αμαρτωλά πάθη του παρελθόντος θ’ αρχίσουν ν’ αποκαλύπτονται, βαφτίζοντας μια δυνατή αγάπη ανόσια και ξεκινώντας τον χορό των αποχωρισμών.
Αποκομμένες πλέον μεταξύ τους αλλά κι απ’ τη γενέθλια πόλη, ρίχνονται στη χοάνη της πρωτεύουσας και στο κυνήγι χιμαιρικών ονείρων. Μα, καθώς ο καιρός κυλά κι οι ψευδαισθήσεις της νιότης χάνονται, θα διαπιστώσουν πως ελάχιστα μοιάζουν τελικά με ό,τι είχαν ονειρευτεί στα χρόνια της αθωότητάς τους…
Την Κλέα θα υποδεχθεί ένα αρχοντόσπιτο, όπου ο στρατηγός παππούς της αναπολεί παρελθοντικές δόξες, ενώ ο πατέρας της έχει εγκαταλείψει τον μεγάλο του έρωτα για να κατακτήσει πλούτη και κάστες εξουσίας· τη Μελισσάνθη ένα μεσοαστικό σπιτικό πάνω από μια ταβέρνα, στο οποίο η μάνα της, η ωραία Μυρσίνη, ενοχοποιείται για νεανικά σφάλματα από τον σύζυγό της· τη Λόλα, τέλος, θα καλοδεχτεί ένα φτωχόσπιτο, μες στο οποίο στοιβάζονται μεταξύ άλλων μια ιδιόρρυθμη γιαγιά κι ένας ρομαντικός πραματευτής, που αγωνίζεται να συμπορευθεί με τα δεδομένα των καιρών, καθώς η χώρα αλλάζει.
Παρά τις ταξικές διαφορές τους, οι τρεις κοπέλες μεγαλώνοντας θα δεθούν με δεσμά αδελφικής φιλίας, ανακαλύπτοντας όλες στο φτωχόσπιτο του συνοικισμού την οικογενειακή θαλπωρή που απουσιάζει από τα άλλα δύο. Ώσπου, στο κατώφλι της ενήλικης ζωής τους πια, μυστικά και ψέματα κι αμαρτωλά πάθη του παρελθόντος θ’ αρχίσουν ν’ αποκαλύπτονται, βαφτίζοντας μια δυνατή αγάπη ανόσια και ξεκινώντας τον χορό των αποχωρισμών.
Αποκομμένες πλέον μεταξύ τους αλλά κι απ’ τη γενέθλια πόλη, ρίχνονται στη χοάνη της πρωτεύουσας και στο κυνήγι χιμαιρικών ονείρων. Μα, καθώς ο καιρός κυλά κι οι ψευδαισθήσεις της νιότης χάνονται, θα διαπιστώσουν πως ελάχιστα μοιάζουν τελικά με ό,τι είχαν ονειρευτεί στα χρόνια της αθωότητάς τους…
Στεφάνι από ασπάλαθο
Μια
όμορφη καλοκαιρινή μέρα του 1939, η Κασσιανή κρυφοκοιτάζει πίσω απ’ την
κουρτίνα της κάμαράς της το άγνωστο παλικάρι που σιγοπίνει τον καφέ του
στην αυλή των γειτόνων τους, δίχως να υποψιάζεται ότι είναι ο άντρας
που θα σφραγίσει τη ζωή της. Η δεκαπεντάχρονη κοπέλα ασφυκτιά στην
επαρχία, στη σκιά του αυστηρού ιεροκήρυκα πατέρα της. Ο δεκαοχτάχρονος
Λυκούργος, απ’ την άλλη, οραματίζεται το μέλλον του στο πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας.
Τους δυο νέους θα ενώσει ένα εφηβικό φιλί και μια βάρβαρη τιμωρία. Θα τους χωρίσουν οι δικές του επιλογές κι η Ιστορία. Στα χρόνια που τους περιμένουν η Κασσιανή θα υποχρεωθεί να επωμιστεί βάρη που δεν της έπρεπαν.
Αντιμέτωπη μ’ ένα κράτος εχθρικό και μια κοινωνία ματωμένη, θα αισθανθεί συχνά ότι σταυρώνεται για λάθη εκείνου κι ότι το στεφάνι που κάποτε της φόρεσε είναι φτιαγμένο απ’ τον αγκαθωτό ασπάλαθο, που χρησιμοποιούν στον τόπο της για φράχτη ή για προσάναμμα. Στο κλειστοφοβικό σύμπαν του νέου κόσμου της θ’ αναγκαστεί ν’ απαρνηθεί ακόμη κι αυτή τη γυναικεία της υπόσταση, μέχρι τη μέρα που θα διαπιστώσει πως κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο.
Μια επαρχιακή πόλη απ’ τη μεταξική Ελλάδα μέχρι τη μετεμφυλιακή της δεκαετίας του ’50. Ένα ζευγάρι παρασυρμένο απ’ τις μπόρες των καιρών. Ένα στεφάνι φτιαγμένο από ασπάλαθο.
Τους δυο νέους θα ενώσει ένα εφηβικό φιλί και μια βάρβαρη τιμωρία. Θα τους χωρίσουν οι δικές του επιλογές κι η Ιστορία. Στα χρόνια που τους περιμένουν η Κασσιανή θα υποχρεωθεί να επωμιστεί βάρη που δεν της έπρεπαν.
Αντιμέτωπη μ’ ένα κράτος εχθρικό και μια κοινωνία ματωμένη, θα αισθανθεί συχνά ότι σταυρώνεται για λάθη εκείνου κι ότι το στεφάνι που κάποτε της φόρεσε είναι φτιαγμένο απ’ τον αγκαθωτό ασπάλαθο, που χρησιμοποιούν στον τόπο της για φράχτη ή για προσάναμμα. Στο κλειστοφοβικό σύμπαν του νέου κόσμου της θ’ αναγκαστεί ν’ απαρνηθεί ακόμη κι αυτή τη γυναικεία της υπόσταση, μέχρι τη μέρα που θα διαπιστώσει πως κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο.
Μια επαρχιακή πόλη απ’ τη μεταξική Ελλάδα μέχρι τη μετεμφυλιακή της δεκαετίας του ’50. Ένα ζευγάρι παρασυρμένο απ’ τις μπόρες των καιρών. Ένα στεφάνι φτιαγμένο από ασπάλαθο.
Το κορίτσι απ'τη Σαμψούντα
Η
Καλλιόπη πίστευε μέχρι τα εννιά της χρόνια πως το χειρότερο που της
είχε τάξει η ζωή ήταν τα παράξενα μάτια της, για τα οποία την κορόιδευαν
οι συμμαθήτριές της στο Παρθεναγωγείο, επειδή δε γινόταν να γνωρίζει
πόσα άλλα της είχε η μοίρα γραμμένα.
Γεννημένη αρχές του 20ού αιώνα στη Σαμψούντα, θα βιώσει τις λευκές πορείες θανάτου και τις εξορίες από τους Νεότουρκους, κι αργότερα τις αγριότητες του Κεμάλ.
Αρχές του 1921, στην εφηβεία, με σωριασμένο τον κόσμο της σε ερείπια, θα βρει καταφύγιο σ’ ένα χωριό του Πόντου. Λίγους μήνες μετά θα ντυθεί νύφη στα δεκάξι της, σ’ έναν αναπάντεχο γάμο, που θα την οδηγήσει στη Σμύρνη. Θα ζήσει για λίγο μια πλούσια ζωή στην πανέμορφη πόλη, που περιμένει αμέριμνη την καταστροφή της, και θ’ ανακαλύψει τον έρωτα∙ κι ίσως τον χάσει, όπως ορίζει για άλλη μια φορά η μοίρα της…
Απ’ τη Σαμψούντα και τον Πόντο στη Σμύρνη κι από κει στον Πειραιά της προσφυγιάς, μια νεαρή γυναίκα αντιπαλεύει με πείσμα το πεπρωμένο της, διεκδικώντας το δικαίωμα στη ζωή και την αγάπη.
Γεννημένη αρχές του 20ού αιώνα στη Σαμψούντα, θα βιώσει τις λευκές πορείες θανάτου και τις εξορίες από τους Νεότουρκους, κι αργότερα τις αγριότητες του Κεμάλ.
Αρχές του 1921, στην εφηβεία, με σωριασμένο τον κόσμο της σε ερείπια, θα βρει καταφύγιο σ’ ένα χωριό του Πόντου. Λίγους μήνες μετά θα ντυθεί νύφη στα δεκάξι της, σ’ έναν αναπάντεχο γάμο, που θα την οδηγήσει στη Σμύρνη. Θα ζήσει για λίγο μια πλούσια ζωή στην πανέμορφη πόλη, που περιμένει αμέριμνη την καταστροφή της, και θ’ ανακαλύψει τον έρωτα∙ κι ίσως τον χάσει, όπως ορίζει για άλλη μια φορά η μοίρα της…
Απ’ τη Σαμψούντα και τον Πόντο στη Σμύρνη κι από κει στον Πειραιά της προσφυγιάς, μια νεαρή γυναίκα αντιπαλεύει με πείσμα το πεπρωμένο της, διεκδικώντας το δικαίωμα στη ζωή και την αγάπη.
Η αμαρτία της ομορφιάς
Η
μεγάλη ομορφιά ήταν η μοναδική αμαρτία της Ευγενίας. Ένα δώρο που της
δόθηκε ερήμην της κι έμελλε να καθορίσει την πορεία της ύπαρξής της.
«Για τον φτωχό ακόμη και η ομορφιά κατάρα είναι», αποφαινόταν συχνά η Μάχη, φαρμακωμένη από τις δυσκολίες της προσφυγικής ζωή της. Όταν, όμως, μπαίνει στη ζωή της κόρης της ο ευκατάστατος Θεόφιλος, αρχίζει να αναθεωρεί τις απόψεις της.
Εκείνος την ερωτεύεται τρελά, απόλυτα. Αυτή τον αγαπά με τη λαχτάρα και το πάθος των δεκαεπτά της χρόνων. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, όμως, που ξεσπά πριν προλάβουν να χαρούν την αγάπη τους, θα την αφήσει ξεκρέμαστη στον τόπο του. Εκεί θα μπει στο στόχαστρο των κουνιάδων της, ιδιαίτερα της μεγάλης, της Ευανθίας, και του ισχυρού κομματάρχη της περιοχής, ανέτοιμη για όσα την περιμένουν. Μοναδικό και αναπάντεχο στήριγμα θα βρει στην πεθερά της Άννα.
Κι ενώ στα χρόνια που ακολουθούν τα προστάγματα των καιρών ορίζουν τις ζωές τους, το μίσος και η ζήλεια οπλίζουν το χέρι της Μοίρας σπέρνοντας τον όλεθρο. Τρεις αθώες ψυχές παρασέρνονται στον βίαιο άνεμό του και ξεσπούν το λυγμό τους, καθώς σκορπούν σε διαφορετικές γωνιές της Ελλάδας, στην αγκαλιά της “μητέρας” Φρειδερίκης.
Η ιστορία ενός απόλυτου έρωτα σε ταραγμένα χρόνια. Όταν η ομορφιά θεωρείται αμαρτία κι οι πράξεις και τα λόγια των ανθρώπων συναγωνίζονται σε αγριότητα τα πεδία των μαχών, τότε τα πάντα μπορεί να συμβούν.
«Για τον φτωχό ακόμη και η ομορφιά κατάρα είναι», αποφαινόταν συχνά η Μάχη, φαρμακωμένη από τις δυσκολίες της προσφυγικής ζωή της. Όταν, όμως, μπαίνει στη ζωή της κόρης της ο ευκατάστατος Θεόφιλος, αρχίζει να αναθεωρεί τις απόψεις της.
Εκείνος την ερωτεύεται τρελά, απόλυτα. Αυτή τον αγαπά με τη λαχτάρα και το πάθος των δεκαεπτά της χρόνων. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, όμως, που ξεσπά πριν προλάβουν να χαρούν την αγάπη τους, θα την αφήσει ξεκρέμαστη στον τόπο του. Εκεί θα μπει στο στόχαστρο των κουνιάδων της, ιδιαίτερα της μεγάλης, της Ευανθίας, και του ισχυρού κομματάρχη της περιοχής, ανέτοιμη για όσα την περιμένουν. Μοναδικό και αναπάντεχο στήριγμα θα βρει στην πεθερά της Άννα.
Κι ενώ στα χρόνια που ακολουθούν τα προστάγματα των καιρών ορίζουν τις ζωές τους, το μίσος και η ζήλεια οπλίζουν το χέρι της Μοίρας σπέρνοντας τον όλεθρο. Τρεις αθώες ψυχές παρασέρνονται στον βίαιο άνεμό του και ξεσπούν το λυγμό τους, καθώς σκορπούν σε διαφορετικές γωνιές της Ελλάδας, στην αγκαλιά της “μητέρας” Φρειδερίκης.
Η ιστορία ενός απόλυτου έρωτα σε ταραγμένα χρόνια. Όταν η ομορφιά θεωρείται αμαρτία κι οι πράξεις και τα λόγια των ανθρώπων συναγωνίζονται σε αγριότητα τα πεδία των μαχών, τότε τα πάντα μπορεί να συμβούν.
Τ' αχνάρια των ξυπόλητων ποδιών
Προσφυγικά
Σαλονίκης· την ορφάνια του μικρού Θεμιστοκλή απαλύνουν ξένα, ευλογημένα
χέρια, όμως αγκάθι απομένει μέσα του η άγνωστη καταγωγή του. Εμφύλιος,
Σκρα· τα μελλούμενα απ’ τα χείλη μιας γυναίκας τον οδηγούν στην Τήνο,
στον μεγάλο έρωτα και στον μεγάλο πόνο.
Ο Θεμιστοκλής, με τον νεογέννητο γιο του, Άλκη, ψάχνει τρόπο και τόπο να στεγάσει τη δυστυχία τους. Θα τους υποδεχτεί η ταραγμένη Αθήνα του ’50 κι αργότερα μια παράξενη επαρχιακή κωμόπολη, η Επίκληρος. Από το σπίτι της φιλόξενης Μικρασιάτισσας Λένας θα βρεθούν σ’ εκείνο της μελαγχολικής Ελένης, και από την άδολη προσφορά θα οδηγηθούν στον τόπο όπου ένας ιδιότυπος ρατσισμός θα τους πληγώσει, δημιουργώντας δυνατές φιλίες και αβυσσαλέα μίση.
Καθώς τα χρόνια κυλούν, ο Θεμιστοκλής και ο συγκλονιστικός Άλκης, η Ελένη, η Ερατώ και η Θάλεια θα βρεθούν μπλεγμένοι στο γαϊτανάκι του πόνου, του έρωτα και του μίσους, και θα βιώσουν τα όρια της προσφοράς και της θυσίας.
Άνθρωποι χτυπημένοι από τη μοίρα και τη ζωή αφήνουν τ’ αχνάρια τους σε μια Ελλάδα που πληγώνεται και πληγώνει, αναζητώντας ταυτότητα και ευτυχία.
Ο Θεμιστοκλής, με τον νεογέννητο γιο του, Άλκη, ψάχνει τρόπο και τόπο να στεγάσει τη δυστυχία τους. Θα τους υποδεχτεί η ταραγμένη Αθήνα του ’50 κι αργότερα μια παράξενη επαρχιακή κωμόπολη, η Επίκληρος. Από το σπίτι της φιλόξενης Μικρασιάτισσας Λένας θα βρεθούν σ’ εκείνο της μελαγχολικής Ελένης, και από την άδολη προσφορά θα οδηγηθούν στον τόπο όπου ένας ιδιότυπος ρατσισμός θα τους πληγώσει, δημιουργώντας δυνατές φιλίες και αβυσσαλέα μίση.
Καθώς τα χρόνια κυλούν, ο Θεμιστοκλής και ο συγκλονιστικός Άλκης, η Ελένη, η Ερατώ και η Θάλεια θα βρεθούν μπλεγμένοι στο γαϊτανάκι του πόνου, του έρωτα και του μίσους, και θα βιώσουν τα όρια της προσφοράς και της θυσίας.
Άνθρωποι χτυπημένοι από τη μοίρα και τη ζωή αφήνουν τ’ αχνάρια τους σε μια Ελλάδα που πληγώνεται και πληγώνει, αναζητώντας ταυτότητα και ευτυχία.
Πες μου αν με θυμάσαι
Η
Ιφιγένεια έπιασε τα γέρικα χέρια της μάνας της και τα σκέπασε με τα
δικά της. «Πώς με λένε;» έκανε την αγωνιώδη ερώτηση. «Θυμάσαι; Πες μου…
με θυμάσαι;» Περίμενε με κομμένη την ανάσα, θαρρείς κι από την απάντηση
της Χαράς εξαρτιόταν η ύπαρξή της. Η Χαρά ξερόγλειψε τα χείλη αργά.
«Ιφι… Ιφι…» ψέλλισε τέλος και τα δάκρυα κύλησαν απ’ τα μάτια της κόρης.
Δόξα τω Θεώ, δεν είχε πάει στράφι η θυσία της. Η μάνα της δεν την είχε ξεχάσει…
Ο κόσμος της Ιφιγένειας ήταν αληθινή ευλογία μέχρι εκείνη τη λευκοντυμένη μέρα που άρχισε να διαλύεται και να κατακλύζουν τη ζωή της απώλειες και προδοσίες: o πατέρας της, η μεγάλη της αδυναμία. η μητέρα της, το αιώνιο στήριγμά της. η δουλειά της. ακόμη κι αυτός ο έρωτας της ζωής της, ο άντρας της. Η ώρα που θα αντιμετωπίσει τις αλήθειες της ζωής της έχει φτάσει. Μένει τώρα να διαπιστώσει αν οι όρκοι της αγάπης θα χωρέσουν τη θυσία της ή θα γυρίσουν την πλάτη στους πληγωμένους καιρούς.
Η ιστορία μιας γυναίκας που ρισκάρει να χάσει τα πάντα, γιατί δε θέλει να ρισκάρει να χάσει τον εαυτό της.
Ο κόσμος της Ιφιγένειας ήταν αληθινή ευλογία μέχρι εκείνη τη λευκοντυμένη μέρα που άρχισε να διαλύεται και να κατακλύζουν τη ζωή της απώλειες και προδοσίες: o πατέρας της, η μεγάλη της αδυναμία. η μητέρα της, το αιώνιο στήριγμά της. η δουλειά της. ακόμη κι αυτός ο έρωτας της ζωής της, ο άντρας της. Η ώρα που θα αντιμετωπίσει τις αλήθειες της ζωής της έχει φτάσει. Μένει τώρα να διαπιστώσει αν οι όρκοι της αγάπης θα χωρέσουν τη θυσία της ή θα γυρίσουν την πλάτη στους πληγωμένους καιρούς.
Η ιστορία μιας γυναίκας που ρισκάρει να χάσει τα πάντα, γιατί δε θέλει να ρισκάρει να χάσει τον εαυτό της.
Η νύφη φορούσε μαύρα
Σεπτέμβρης
του '22. Η νεαρή Αντριανή καταφτάνει στη Σαλονίκη μαζί με το υπόλοιπο
ανθρώπινο κοπάδι των προσφύγων. Πεντάρφανη και ολομόναχη, με δυο μάτια
πράσινα, μαγικά σαν τα βοτάνια της, θα βρει στήριγμα σε μια καλοκάγαθη
ηλικιωμένη Πόντια. Στο ξεδίπλωμα του χρόνου, με τις ανταλλαγές των
πληθυσμών, θα εγκατασταθεί σ' ένα μουσουλμανικό χωριό της Μακεδονίας.
Εκεί, ανάμεσα σε ανθρώπους πονεμένους που
μιλούν ελληνικά, τουρκικά, ποντιακά κι αρμένικα, και που προσπαθούν να
στηρίξουν τις ψυχές και τις ζωές τους, η Αντριανή θα αποθέσει την
ευτυχία της στα χέρια του ρωμαλέου Άρη με την ηράκλεια δύναμη. Θα
προκαλέσει τη μοίρα φορώντας ένα μαύρο φόρεμα για νυφικό. Κι αυτή θα
δεχτεί την πρόκληση… Σε μια Ελλάδα που ανεμοδέρνεται στις θύελλες του
εικοστού αιώνα, μια γυναίκα τολμά να ορθώσει το ανάστημά της απέναντι σε
μια κοινωνία, όπου τον πρώτο λόγο έχει ο άντρας και η πεθερά, για να
αναδειχτεί πληγωμένη αλλά νικήτρια.