Ερώτηση 1η: Ποιος/α είναι ο/η αγαπημένος/η σας συγγραφέας; Ρ.Φ.: Αν επέλεγα έναν από όσους αγαπώ θα αδικούσα τους υπόλοιπους. Αφήστε που δεν πιστεύω πως τη μέγιστη εύνοιά μας την αποδίδουμε σε έναν ή περισσότερους συγγραφείς για πάντα. Πιθανόν υπάρχουν αναγνώστες παθιασμένοι με έναν συγγραφέα διά βίου, αλλά δεν νομίζω πως αυτό είναι ο κανόνας. Ίσως περισσότερο τα βιβλία που διαβάσαμε σε μικρότερη ηλικία και κατά συνέπεια οι συγγραφείς τους να έχουν μείνει στην προστατευτική κάψα της τρυφερής μας νιότης, ανέγγιχτοι από τις επιρροές του χρόνου και καμιά νέα αγάπη δεν μπορεί να διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία τους. Γι’ αυτό θα απαντήσω φέρνοντας στο προσκήνιο τις πρώτες μου αγάπες, τους συγγραφείς που πάντα θα φωτίζουν τις αναγνωστικές επιλογές μου με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Σε ό,τι αφορά την πεζογραφία λοιπόν οι συγγραφείς που με μάγεψαν στην παιδική μου ηλικία ήταν ο Ντίκενς, ο Αλέξανδρος Δουμάς (ο πατέρας), ο Μάρκ Τουέιν και η Άλκη Ζέη, ενώ στην εφηβεία είχα την τύχη να συναντηθώ με τον Ντοστογιέφσκι, τον Καζαντζάκη και τον Λουντέμη. Οι πρώτοι ποιητές που λάτρεψα, αν και αρκετά μικρή για να αναμετρηθώ μαζί τους, ήταν ο Καρυωτάκης και ο Ελύτης.
Ερώτηση 2η: Ποιο είναι το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε;
Ρ.Φ.: Το πρώτο βιβλίο παραμυθιών που διάβασα μόνη μου ήταν ένα βιβλίο με σκοτεινά παραμύθια που ξεκλείδωσαν μια περιοχή όπου η μαγεία συνωμοτούσε με την ποίηση μέσα μου. Ένα βιβλίο που πολύ θα ’θελα να συναντήσω σε κάποιο παλαιοβιβλιοπωλείο σήμερα, για να δω βιωματικά πόσο μεγάλη είναι η απόσταση του ενθουσιασμού του μαγεμένου παιδιού από την απόκριση του έμπειρου αναγνωστικά ενήλικα, αλλά κυρίως για να δω τι μερίδιο είχε η φαντασία στη διαμόρφωση αυτής της μυθικής μνήμης. Ωστόσο, το πρώτο μυθιστόρημα που διάβασα ήταν ο Όλιβερ Τουίστ σε μια χορταστική έκδοση για παιδιά, που το ξεκίνημα της ανάγνωσής του συνέπεσε με το ξεκίνημα του σχολείου μου στην Α΄ Δημοτικού. Η πλοκή, η ατμόσφαιρα και οι χαρακτήρες σε συνδυασμό με τη χαρά για την έκταση της ιστορίας που μου εξασφάλιζε μια διάρκεια απόλαυσης με έκαναν να μην καταλάβω πότε πέρασαν οι ώρες που περίμενα μετά τον δικό μου αγιασμό στο σχολείο της εκπαιδευτικού μητέρας μου να τελειώσει τις εξετάσεις. Το βιβλίο αυτό αποτέλεσε το καλύτερο εφαλτήριο για το ξεκίνημα της σχολικής μου ζωής και η αναδρομή σε εκείνη την πρώτη μέρα στοιχίζεται πάντα με ένα ζωηρό φως και την αίσθηση μιας μεγάλης ανακάλυψης, της λογοτεχνικής ανάγνωσης.
Ερώτηση 3η: Τι σας ώθησε να ξεκινήσετε τη συγγραφή;
Ρ.Φ.: Στο τέλος της Δευτέρας Δημοτικού η δασκάλα της τάξης μού ζήτησε αν θέλουμε να γράψουμε ένα ποιηματάκι για τον ερχομό του καλοκαιριού. Ήταν η πιο χαρισματική εποχή του χρόνου για τα περισσότερα παιδιά, τότε που η σχολική χρονιά οδεύει στο τέλος της, η φύση γιορτάζει και κυριαρχεί η προσμονή ενός ακόμα ατέλειωτου καλοκαιριού, όπως ήταν εκείνα των παιδικών μας χρόνων. Άρχισα λοιπόν να γράφω σε ένα μικρό τετραδιάκι ομοιοκατάληκτα τετράστιχα, που το ένα διαδεχόταν το άλλο, εικονοποιώντας την εποχή και τα συναισθήματά μου, και ενώ το ποίημα κάπου άρχιζε, αρνιόμουν να το τελειώσω. Όταν έβαλα την οριστική τελεία είχα κιόλας καταλάβει πως αυτός ο καινούργιος δρόμος ήταν γεμάτος υποσχέσεις και απαιτήσεις κι ίσως εξελισσόταν σε έναν από τους πιο σημαντικούς στη ζωή μου. Συνέχισα να γράφω ποίηση μέχρι και σήμερα, αργότερα και πεζά για παιδιά και ενήλικες, αν και άργησα να επιχειρήσω τις πρώτες εκδοτικές μου προσπάθειες. Περπατώ ακόμη στον δρόμο αυτό, αναζητώντας αυτά που δεν έχω ανακαλύψει κι είμαι σίγουρη πως δεν είμαι ούτε στην αρχή του.
Ερώτηση 4η: Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας “Ο βασιλιάς Ναι Ναι”;
Ρ.Φ.: «Ο βασιλιάς Ναι Ναι» ανήκει στη σειρά «Μικρές Καληνύχτες» των εκδόσεων ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ και είναι κατά τη γνώμη μου συνεπής με το concept της σειράς, που είναι ιστορίες με ήρωες και αναφορές από τα κλασικά παραμύθια, μέσα από μια πιο πρωτότυπη και σύγχρονη ματιά και νέες προεκτάσεις. Ο βασιλιάς Ναι Ναι είναι ένας βασιλιάς με εντελώς δική του προσωπικότητα που η έντονη ροπή του στο ναι -όπως μαρτυρά και το όνομά του- θα τον βάλει σε μπελάδες. Η ιστορία είναι πολυπρόσωπη, με πολλά διασκεδαστικά επεισόδια, εικόνες και ανατροπές και πιστεύω πως θα ήταν ιδανική και για μια θεατρική διασκευή.
Ερώτηση 5η: Ο βασιλιάς του παραμυθιού σας λέει πάντα “Ναι”. Για ποιους λόγους οι περισσότεροι άνθρωποι συνηθίζουν να λένε “Ναι” και αποφεύγουν το “Όχι”;
Ρ.Φ.: Η σχέση μας με το ναι και το όχι συχνά καθρεφτίζει τον χαρακτήρα μας. Το ναι μπορεί να είναι επιλογή απάντησης αδιακρίτως, για πολλούς λόγους. Κάποιοι κρύβουν πίσω από το ναι τις ανασφάλειές τους και την ανάγκη να τους αποδέχονται οι άλλοι, γιατί πιστεύουν πως δεν θα γίνουν αποδεκτοί αν διαφωνήσουν μαζί τους. Άλλοι απλώς δεν είναι συγκρουσιακοί και προκειμένου να εμπλέκονται σε κόντρες και αντιπαλότητες κρίνουν προτιμητέο να συμφωνούν με όλους και για όλα. Άλλοι πάλι δεν θέλουν να δυσαρεστούν κανέναν από υπερβολική ηπιότητα και καλοσύνη. Το ναι μπορεί να το πει κάποιος και από αδιαφορία για την ουσία της επίμαχης πρότασης, μπορεί και να είναι απλώς μια διαφυγή από την κατά μέτωπο αντιμετώπιση του όποιου προβλήματος. Συχνά πάντως θέλει κότσια και ξεκάθαρη, τεκμηριωμένη άποψη για να αντιπαραθέσεις ένα ισχυρό και πειστικό όχι. Ίσως θα έπρεπε να ψυχαναλύσουμε τον βασιλιά, για να εντοπίσουμε τα ακριβή αίτια της σωρείας των ναι του!
Ερώτηση 6η: Ο βασιλιάς δέχεται να κάνει κάθε δουλειά. Θεωρείτε ότι για να αποκτήσουμε ενσυναίσθηση οφείλουμε να μπούμε στη θέση των άλλων;
Ρ.Φ.: Πράγματι, πιστεύω πως μόνο η ουσιαστική εμπλοκή με την πραγματικότητα των άλλων, και κυρίως η βιωματική, διασφαλίζουν την απόκτηση ενσυναίσθησης, την ουσιαστική κατανόηση και επικοινωνία. Αυτή η διαπίστωση αποκτά ακόμα μεγαλύτερο ειδικό βάρος όταν αφορά την ενσυναίσθηση που οφείλει να έχει ένας εκπρόσωπος της εξουσίας σχετικά με τη ζωή, τη δουλειά και τα προβλήματα του λαού του. Ακόμα και στις σύγχρονες δημοκρατίες δεν συνηθίζεται οι εκπρόσωποι της εξουσίας να «μπαίνουν στα παπούτσια» των αρχόμενων για να αντιληφθούν βιωματικά τις ανάγκες και τα προβλήματά τους. Και αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός πως τις περισσότερες φορές ζουν ξεκομμένοι από τη ζωή και την καθημερινότητα των πολλών, σε ένα σχεδόν παράλληλο σύμπαν, όπου σχεδιάζουν επί χάρτου με χάρτινα και αριθμητικά δεδομένα, που αντιγράφουν ανεπαρκώς την πραγματικότητα, οδηγούν σε μια διαχείριση που συχνά δημιουργεί ή διαιωνίζει προβλήματα αντί να τα επιλύει. Ο βασιλιάς Ναι Ναι όμως παρακάμπτει το φωτοστέφανο της εξουσίας του και ισοσταθμίζει το βλέμμα του και τις ενέργειές του με εκείνα των υπηκόων του.
Ερώτηση 7η: Πώς σας γεννήθηκε η ιδέα της συγγραφής αυτού του όμορφου παραμυθιού;
Ρ.Φ.: Νομίζω από τη σχέση που έχουμε οι περισσότεροι με τα ναι και τα όχι μας, που για πολλούς αποτελεί ένα διαρκές στοίχημα. Τα αδικαιολόγητα ναι και όχι γεννούν προβλήματα που δεν φανταζόμαστε όταν τα ξεστομίζουμε ή συρρικνώνουν τις δυνατότητες να εξελιχτούμε και να αλληλεπιδράσουμε ικανοποιητικά με τους άλλους. Ένα άλλο αρχικό ερέθισμα ήταν η επιθυμία μου να «πειράξω» στερεοτυπικές παραμυθικές μορφές (έναν βασιλιά στην περίπτωση αυτή) αποκαθηλώνοντάς τον δημιουργικά από το άβατο του θρόνου του και πλάθοντας έναν χαρακτήρα γήινο και καθημερινό, με κοινωνικοψυχαναλυτικές προεκτάσεις, ανάλογα με την ανάγνωση που θα επιλέξει να κάνει ο καθένας.
Ερώτηση 8η: Έχετε εκδώσει παιδικά βιβλία, ποιητικές συλλογές και νουβέλα. Ποιο λογοτεχνικό είδος σας αρέσει περισσότερο και γιατί; Επίσης, ποιο από αυτά, κατά την προσωπική σας άποψη, είναι το πιο δύσκολο;
Ρ.Φ.: Ακούγεται ίσως υπεκφυγή, αλλά δεν μπορώ να ιεραρχήσω τις αγάπες μου. Η ποίηση είναι συχνά ο τρόπος μου να απαντώ σε εκείνα που με φοβίζουν, με θυμώνουν, με συγκινούν, με τρομάζουν. Ο ποιητικός λόγος είναι το σωσίβιο και η αντίστασή μου στα κακώς κείμενα και στα ισχυρά ερεθίσματα, τα οποία η ζωή -εκ των έσω ή από το περιβάλλον- συνεχώς μας δίνει. Η συγγραφή των βιβλίων για παιδιά είναι η μέγιστη χαρά, η τακτική επιστροφή στο περιβόλι της παιδικότητας, που έτσι μοιάζει να μην είναι οριστικά χαμένη. Κανένας δεν κέρδισε το στοίχημα της αιώνιας νεότητας, αλλά δεν υπάρχει τίποτα πιο μαγικό για μένα από την επανασύνδεση με το παιδί μέσα μας, που μη νομίζετε, όσο και να το καταπιέζουμε, διεκδικεί την ύπαρξή του στην ενήλικη ζωή μας. Γράφοντας για παιδιά, συντηρώ κι ενισχύω αυτούς τους δεσμούς, θυμάμαι πώς είναι να παίζεις και να γελάς σαν να μην υπάρχει αύριο, που συνηθίζουν να λένε και τα λίγο μεγαλύτερα παιδιά. Η συγγραφή πεζών για ενήλικες είναι το μεγάλο στοίχημα για μένα, γιατί ενώ με συγκινεί, θεωρώ πως έχω αργήσει να εμπλακώ όσο ουσιαστικά θέλω. Επίσης δεν μπορώ να αξιολογήσω ποιο είδος είναι πιο απαιτητικό, γιατί το καθένα έχει τις ιδιαιτερότητές του. Πρέπει να τριφτείς και να ζυμωθείς με τα πλαίσια που υπάρχουν και τα δικά σου όρια, κάποτε ακόμα και να τα υπερβείς για να πετύχεις μέρος των στόχων σου και κυρίως για να εξελίσσεσαι. Σίγουρα τα κείμενα μεγαλύτερης έκτασης, είτε για παιδιά είτε για ενήλικες, και η ανάγκη προηγούμενης έρευνας σε οποιοδήποτε επίπεδο απαιτούν περισσότερο χρόνο.
Ερώτηση 9η: Τι θα θέλατε να πείτε στους αναγνώστες σας;
Ρ.Φ.: Στα παιδιά αναγνώστες μου θα έλεγα να μην ξεχνούν πως η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων είναι ένα πολύτιμο δώρο και η απόλαυση που μας προσφέρει κερδίζεται πόντο πόντο ή για την ακρίβεια βιβλίο βιβλίο. Κάθε νέο βιβλίο που διαβάζουμε μας κάνει πιο ανοιχτούς και συνάμα πιο έμπειρους και απαιτητικούς. Είναι μια αργή διαδικασία μύησης και συμβουλεύω να εμπιστευτούν τον χρόνο και τη μαγεία της ανάγνωσης, μέχρι να γίνουν αληθινοί και συστηματικοί αναγνώστες και τότε πια δεν θα μπορούν να τη στερηθούν. Στους γονείς θα έλεγα να δοκιμάσουν να διαβάζουν βιβλία στα παιδιά τους, έξω από το πλαίσιο κάθε υποχρεωτικότητας, σμίγοντας και συμφιλιώνοντας το διάβασμα με το παιχνίδι. Παιχνίδια ρόλων, διαφορετικές φωνές κατά την ανάγνωση, μορφασμοί και χειρονομίες, ακόμα και αστεία σχόλια ή ερωτήσεις δικά τους θα ιντριγκάρουν το παιδί μέσα από τη δεξιότητα που έχει ήδη κατακτήσει -το παιχνίδι- και θα βάλουν τις βάσεις για τη δημιουργία του μελλοντικού αναγνώστη. Σε όλους τους αναγνώστες μου θα έλεγα να είναι ανοιχτοί στα διάφορα λογοτεχνικά είδη και να μη διστάζουν να πειραματίζονται, γιατί όλα τα είδη μπορούν να κεντρίσουν τη σκέψη τους, να τους πλουτίσουν με ιδέες και εικόνες και να τους ψυχαγωγήσουν. Υπάρχουν άνθρωποι που χωρίς να έχουν διαβάσει ποτέ τους ποίηση, όχι τουλάχιστον μετά τα σχολικά τους εγχειρίδια, δάκρυσαν στο άκουσμα ενός ποιήματος ή βρήκαν σε ένα ποίημα κάτι από τον εαυτό τους. Και σίγουρα όλοι όσοι διαβάσαμε ιστορίες σε μικρά παιδιά θυμόμαστε κάποιες φορές τον εαυτό μας να στέκεται έκπληκτος ή γοητευμένος στο άκουσμά τους.
Ερώτηση 10η: Θα θέλατε να μας πείτε μερικά λόγια για το επόμενο συγγραφικό σας βήμα;
Ρ.Φ.: Τι να σας πω τώρα; Νομίζω πως αυτή είναι η πιο δύσκολη ερώτηση, γιατί έχω διάφορα πράγματα σε εξέλιξη, όχι όμως ολοκληρωμένα. Το σίγουρο είναι πως έχω ανοιχτεί σε όλα τα μέτωπα, συνεχίζω να γράφω παιδικά, ποίηση και πεζά, γιατί για μένα δεν είναι ξεχωριστοί κόσμοι αλλά κομμάτια του ίδιου κόσμου, του δικού μου, που θέλω να μοιράζομαι με τους αναγνώστες μου. Περιμένω την έκδοση ενός ακόμα παιδικού βιβλίου από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ και σύντομα θα βγει και μια διασκευή μου, ενός πολυαγαπημένου κλασικού παραμυθιού, από τη σειρά «Μικρές Καληνύχτες». Έχω ολοκληρώσει μια συλλογή με διηγήματα, μια νέα ποιητική συλλογή ασφυκτιά μέσα στο συρτάρι μου και γράφω ένα μυθιστόρημα για μεγάλους αναγνώστες. Αυτά! Σας ευχαριστώ κι εγώ πολύ για τη συνέντευξη και τις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις σας. Να είστε καλά!
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη που μου παραχωρήσατε! Εύχομαι κάθε επιτυχία και καλοτάξιδο το βιβλίο σας!!!
Η Ρία Φελεκίδου σπούδασε Νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Δημοσιογραφία στο Εργαστήριο Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Μεταπτυχιακού ετήσιου Προγράμματος Παιδαγωγικής Κατάρτισης της ΑΣΠΑΙΤΕ και πτυχιούχος του Μεταπτυχιακού Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Εργάστηκε ως δικηγόρος και δημοσιογράφος στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη. Σήμερα δουλεύει ως εκπαιδευτικός στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση σε σχολεία και διοικητικές θέσεις, ενώ υπήρξε μέλος της Ομάδας Διαχείρισης, Συντονισμού και Παρακολούθησης της Εκπαίδευσης Προσφύγων του Υπουργείου Παιδείας. Έχει εκδώσει οκτώ παιδικά βιβλία, μία νουβέλα και τρεις ποιητικές συλλογές.
Ένας βασιλιάς που μόνο «ναι» απαντάει και ποτέ χατίρι δε χαλάει! Τη μια τη βασιλική κορόνα του χαρίζει και την άλλη παρέα με τον κηπουρό του ποτίζει και σκαλίζει. «Βασιλιά μου, θέλω εκείνο, βασιλιά μου, θέλω το άλλο!» Όλοι οι υπηκόοι για απάντηση παίρνουν ένα «ναι» μεγάλο! Με τόσα «ναι» στο πιάτο, το βασίλειο έγινε άνω κάτω. Πώς να μπει μια τάξη; Θα μάθει άραγε ο βασιλιάς να λέει και κανένα «όχι»;