Τρίτη 29 Ιουνίου 2021

Συζητώντας με τον Γιώργο Γιαντά

 

Ερώτηση 1η: Ποιος/α είναι ο/η αγαπημένος/η σας συγγραφέας;

Γ.Γ.: Είναι πολλοί, δεν έχω κάποιον συγκεκριμένο ως αγαπημένο. Υπάρχουν πολλοί που με τα έργα τους με έχουν μαγέψει και ταξιδέψει. Το παράδοξο είναι πως πολλά αγαπημένα βιβλία τα ανακάλυψα σχεδόν τυχαία.


Ερώτηση 2η: Ποιο είναι το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε;

Γ.Γ.: Η αρχή πρέπει να βρίσκεται στον μικρό πρίγκηπα του Saint Exupery. Tην ιστορία δεν τη θυμάμαι καθόλου, όμως αυτό πρέπει να υπήρξε το πρώτο βιβλίο που διάβασα μικρός.


Ερώτηση 3η: Τι σας ώθησε να ξεκινήσετε τη συγγραφή;

Γ.Γ.: Έτυχε μία περίοδος απομόνωσης, ένα μεγάλο διάστημα της ζωής σε ένα ήσυχο και απομακρυσμένο μέρος. Τότε αισθάνθηκα και μία έντονη ανάγκη να αρχίσω να γράφω στο χαρτί. Αργότερα μετακινήθηκα από το χωριό αυτό και μαζί ακολούθησε και η ανάγκη μου αυτή.


Ερώτηση 4η: Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας “Ως την τελευταία πνοή – Ο επίγονος”;

Γ.Γ.: Ένα ιστορικό μυθιστόρημα με ντοκουμέντα και ενσωματωμένες μαρτυρίες της εποχής.


Ερώτηση 5η: Πώς σας γεννήθηκε η ιδέα της συγγραφής ενός τέτοιου έργου;

Γ.Γ.: Το μικρασιατικό ζήτημα με απασχολούσε από μικρό λόγω και καταγωγής συγγενών μου. Υπήρχε μία έντονη επιθυμία να ανακαλύψω τι συνέβη εκείνη τη συγκλονιστική περίοδο, πώς πάρθηκαν οι αποφάσεις, πώς προκλήθηκε η καταστροφή και ακολούθησε η απότομη μετακίνηση τόσων ανθρώπων. Η έρευνα με οδήγησε σε τέτοια δραματικά γεγονότα, που γρήγορα, πριν καν ξεκινήσω τη συγγραφή, μεγάλο μέρος της ιστορίας είχε ήδη δημιουργηθεί στο μυαλό μου.


Ερώτηση 6η: Πόσο επίπονο και δύσκολο είναι να ολοκληρωθεί ένα ιστορικό βιβλίο για το οποίο σκέψεις, αναμνήσεις, μαρτυρίες και αλήθεια είναι τα βασικά χαρακτηριστικά του;

Γ.Γ.: Θα έλεγα πως η δυσκολία έγκειται στο να συνδυαστούν όλα τα παραπάνω στοιχεία, να αποδοθούν όμορφα, διατηρώντας αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, μέσα φυσικά και από μία καλογραμμένη αφήγηση. Ένα μυθιστόρημα του είδους αποτελεί μία «σύνθεση» η οποία προφανώς και απαιτεί δεξιοτεχνία. Είναι επιτυχία να μπορεί να διαβάσει ένα τέτοιο βιβλίο ο απλός αναγνώστης ή και ο έμπειρος ιστορικός, με το ίδιο ενδιαφέρον.


Ερώτηση 7η: Μικρά Ασία, μία περιοχή γεμάτη από ελληνισμό φαντάζει τόσο μακρινή και ξένη πλέον. Πόσο δύσκολο ήταν για αυτούς τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν όλα τους τα υπάρχοντα, τις αναμνήσεις τους, τα όνειρά τους, την ίδια τους τη ζωή και να μεταβούν σε μία άλλη περιοχή;

Γ.Γ.: Είναι πραγματικά σκληρό να εγκαταλείπει βίαια κανείς τον τόπο του, τις ρίζες, τις αναμνήσεις. Οι άνθρωποι δενόμαστε με τη γη που μεγαλώσαμε, που περπατήσαμε, με τα σημεία που σταθήκαμε, συναντήσαμε φίλους, ονειρευτήκαμε. Δυστυχώς, ακόμα και σήμερα, οι εμπόλεμες συγκρούσεις δημιουργούν τέτοιες καταστάσεις, ωθώντας ανθρώπους στο να αναζητήσουν μία νέα πατρίδα. Στη διαδρομή της Ιστορίας, η Μικρασιατική καταστροφή και η ανταλλαγή των πληθυσμών που ακολούθησε, παραμένει ένα τεράστιας έκτασης θλιβερό γεγονός.


Ερώτηση 8η: Οι ήρωες περιμένουν να σμίξουν ξανά ως οικογένεια. Η χρόνια αναμονή για να συμβεί αυτό θα τους κρατήσει στη ζωή. Πιστεύετε ότι βαθιά μέσα τους ξέρουν ότι αυτό είναι, αν όχι ανέφικτο, δύσκολο ή η διαίσθηση τους οδηγεί σε αυτή την πεποίθηση;

Γ.Γ.: Ίσως το να αγνοεί κάποιος την τύχη των ανθρώπων του, αποτελεί μία από τις δυσκολότερες καταστάσεις στη ζωή. Από τη στιγμή που δεν επιβεβαιώνεται το μοιραίο, κανείς δεν παύει να ελπίζει στη νίκη της ζωής, μέχρι και την τελευταία του πνοή.


Ερώτηση 9η: Τι θα θέλατε να πείτε στους αναγνώστες σας;

Γ.Γ.: Θέλω να ευχαριστήσω όσους επέμειναν να με «ακολουθούν» στη συγγραφική μου διαδρομή. Με τιμά η ανταπόκριση τους, το ενδιαφέρον και η πίστη τους στα έργα μου όλα αυτά τα χρόνια.


Ερώτηση 10η: Θα θέλατε να μας πείτε μερικά λόγια για το επόμενο συγγραφικό σας βήμα;

Γ.Γ.: Πρόκειται για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα που απέχει αρκετά από το στυλ των βιβλίων αυτών, μιας και πρόκειται για μία «γκανγκστερική» ιστορία.


Β.Δ.: Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη που μου παραχωρήσατε! Εύχομαι κάθε επιτυχία και καλοτάξιδα τα βιβλία σας!!!

Γ.Γ.: Σας ευχαριστώ θερμά για τη ζεστή φιλοξενία και την ευκαιρία που μου δίνετε. Εύχομαι ολόψυχα καλή συνέχεια στο ιστολόγιο σας, και να συνεχίζετε με το ίδιο μεράκι αυτό που κάνετε…





Ο Γιώργος Γιαντάς κατάγεται από τη Μυτιλήνη της Λέσβου. Είναι πτυχιούχος της σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου. Από το 2000 εργάζεται στο Λιμενικό Σώμα ενώ ασχολείται παράλληλα με την έρευνα, τη συγγραφή και την αρθρογραφία. Κυκλοφορούν επίσης τα μυθιστορήματα του «Mindland», Εκδ. Λιβάνη 2012, «Ο Θίασος της Μαριάννας Μαλτέ», Εκδ. Λιβάνη, 2014, «Aύριο», Εκδ. Λιβάνη 2016, «Βαβέλ», Εκδ. Λιβάνη 2017, «Για ένα παιδί», Εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές, 2019. Τα βιβλία του «Για ένα παιδί» και «Βαβέλ» έχουν βραβευτεί (Βιβλία χρονιάς 2019) από τον Ελληνικό Πολιτιστικό Όμιλο Κυπρίων. Facebook-Προσωπικό Iστολόγιο: Giorgos Giantas





Ως την τελευταία πνοή – Ο επίγονος
Τέλη του 1916 ήτανε που έφτασα στη Σμύρνη να βρω μια καλύτερη τύχη. Οσα ακολούθησαν από κει κι ύστερα δύσκολα τα χωρά ο νους. Λέω, τα ‘ζησα; Κι όμως τα ‘ζησα… Το τέλος του Μεγάλου Πολέμου της Ευρώπης, το όραμα του Βενιζέλου, τις εθνικές μας προσδοκίες, αλλά και τα συμφέροντα, τις ψεύτικες υποσχέσεις, τον άσβεστο διχασμό και την καταστροφή. Πολέμησα, έζησα τον έρωτα, πλήγωσα, αγάπησα. Το ριζικό σου όμως θα το διαβαίνει πάντα η τύχη; Κι η αγάπη; Θα σε περιμένει για πάντα; Δεν είναι γραμμένα εδώ μέσα μονάχα όσα είδα, μα είναι κρυμμένη κι η ζεστή αγκαλιά εκείνης. Γι’ αυτήν έτρεξα να προλάβω τη φωτιά. Αυτή είναι η ιστορία μου…

Τρίτη 22 Ιουνίου 2021

Συζητώντας με την Κατερίνα Μαλακατέ

 

Ερώτηση 1η: Ποιος/α είναι ο/η αγαπημένος/η σας συγγραφέας;

K.M.: Δύσκολη ερώτηση για κάποιον που διαβάζει πολύ, σαν να σου ζητάνε να ξεχωρίσεις ποιο παιδί σου αγαπάς πιο πολύ. Ίσως ο αγαπημένος μου να είναι ο Κάφκα. Είναι αυτός που συνέτριψε κάθε συγγραφική βεβαιότητα των συγχρόνων του και καθόρισε όλη τη λογοτεχνία του περασμένου αιώνα, μάλλον και του τωρινού.


Ερώτηση 2η: Ποιο είναι το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε;

K.M.: Το πρώτο βιβλίο που διάβασα μόνη μου ήταν δανεικό, «Ο Τσάρλυ και το εργοστάσιο της σοκολάτας». Το θυμάμαι ακόμα με πολλές λεπτομέρειες, ίσως γιατί το διάβασα τόσες φορές απανωτά πριν το επιστρέψω. Ήμουν ακόμη παιδί φυσικά, κι έκτοτε δεν σταμάτησα ποτέ να διαβάζω, η μυθοπλασία είναι η παρηγοριά μου, αν και διαβάζω πολύ συχνά ενδιάμεσα και non-fiction.


Ερώτηση 3η: Τι σας ώθησε να ξεκινήσετε τη συγγραφή;

K.M.: Ήμουν πολύ μικρή όταν ξεκίνησα να γράφω. Εικάζω τώρα πως με οδήγησαν στο γράψιμο η μοναξιά, η αγάπη για το διάβασμα, το ξεμυάλισμά μου από τις ιστορίες. Άρχισα να γράφω ποιήματα πριν μπω στην εφηβεία, διηγήματα και μικρά πεζά μετά τα είκοσι. Το πρώτο μου μυθιστόρημα το έγραψα στα 25. Δεν εκδόθηκε ποτέ.


Ερώτηση 4η: Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας “Χωρίς πρόσωπο”;

K.M.: Το «Χωρίς πρόσωπο» είναι το πιο προσωπικό μου βιβλίο, αυτό που έχει περισσότερα στοιχεία από μένα. Είναι ένα γυναικείο βιβλίο, γιατί το έγραψα απελευθερωμένη, χωρίς να θέλω να μιμηθώ την αντρική γραφή. Φυσικά η θεματολογία του είναι σκληρή, η γυναικεία γραφή δεν αποκλείει κανένα θέμα, είναι απλά πιο σπειροειδής, έχει έναν κυματισμό που σπάνια τον συναντάμε σε βιβλία γραμμένα από άντρες.


Ερώτηση 5η: Αυτοχειρία. Πόσο εύκολο ή δύσκολο πιστεύετε ότι είναι για έναν άνθρωπο να προβεί σε μία τέτοια πράξη;

K.M.: Δύσκολο είναι, αδιανόητο ίσως, απαιτεί συγκεκριμένη ψυχοσύνθεση, γιατί αντιτάσσεται σε όλα μας τα ένστικτα. Οι άνθρωποι είμαστε περίπλοκοι, αυτό που δεν καταλαβαίνουμε απόλυτα με τη λογική μπορούμε να το επεξεργαστούμε με το συναίσθημα. Μόνο έτσι, μέσω της τέχνης, τέτοιες πράξεις βρίσκουν τη θέση τους στην ανθρώπινη πραγματικότητα.


Ερώτηση 6η: Οιδιπόδεια συμπλέγματα. Πόσο εξαρτημένοι μπορεί να είναι κάποια παιδιά, ανήλικα ή ενήλικα, με τους γονείς τους και πού μπορεί να οφείλεται αυτό; Ποια είναι η προσωπική σας άποψη;

K.M.: Οι γονείς μας μας καθορίζουν, αλλά ως ενήλικοι είμαστε υπεύθυνοι πια για τη δική μας ζωή, τις επιλογές μας. Όταν τα ενήλικα παιδιά αφήνουν τους γονείς να τα εγκλωβίσουν σε μια γυάλα, από αγάπη, ή να τους φορτώσουν τα δικά τους θέλω, τότε δεν ωριμάζουν. Η αγάπη για τους γονείς δεν παύει ποτέ. Η εξάρτηση είναι το θέμα. Είναι στάδιο ωρίμανσης να απεξαρτηθείς από αυτόν που σε γέννησε και φανερά σε αγαπάει πιο πολύ από όλους, χωρίς να απομακρυνθείς από κοντά του.


Ερώτηση 7η: Μεταμόσχευση προσώπου. Θεωρείτε ότι όταν το θέμα φτάσει σε εμάς μπορεί να μας κάνει να αναθεωρήσουμε κάθε προσωπική πεποίθηση που πιθανόν έχουμε;

K.M.: Η μεταμόσχευση προσώπου είναι ένα σπουδαίο ιατρικό επίτευγμα. Αυτό μου κίνησε την περιέργεια στην αρχή, από εκεί ξεκίνησε η έρευνα για το μυθιστόρημα. Όμως γίνεται μια καλή λογοτεχνική αφορμή γιατί είναι ένα τεράστιο σημείο καμπής, το πριν και το μετά, χωρίς και με πρόσωπο. Το θέμα είναι ακριβώς αυτό, αρκεί κάτι, έστω και τόσο μεγαλειώδες, για να αναθεωρήσεις όλα όσα είσαι. Απάντηση δεν υπάρχει, το βιβλίο βάζει μόνο το ερώτημα. Αλλά αξίζει κανείς να αναρωτηθεί.


Ερώτηση 8η: Η συζήτηση με έναν ειδικό, πχ ψυχολόγο, θα βοηθήσει τον Διονύση να προχωρήσει. Ένα δεύτερο “μάτι”, ειδικό ή μη, μπορεί να μας βοηθήσει να προχωρήσουμε μπροστά και να δούμε υπό άλλο πρίσμα κάθε γεγονός;

K.M.: Η εμπειρία μου από την ψυχοθεραπεία λέει ναι. Είναι σημαντικό και μόνο να μιλήσεις για αυτό που είναι βαθιά μέσα σου και σε φοβίζει, μπορεί να είναι εμπειρία, σχέση, η μάνα σου, συνηθέστερα είναι ο ίδιος σου ο εαυτός.


Ερώτηση 9η: Τι θα θέλατε να πείτε στους αναγνώστες σας;

K.M.: Να συνεχίσουν να διαβάζουν βιβλία.


Ερώτηση 10η: Θα θέλατε να μας πείτε μερικά λόγια για το επόμενο συγγραφικό σας βήμα;

K.M.: Είναι νωρίς να μιλήσουμε για το επόμενο βιβλίο μου. Έχω ένα αστυνομικό μυθιστόρημα στα σκαριά, βέβαια κανείς δεν ξέρει αν θα ολοκληρωθεί. Έχω και μια συλλογή διηγημάτων, ποιήματα. Το σίγουρο είναι πως γράφω πολύ, όπως πάντα.


Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη που μου παραχωρήσατε! Εύχομαι κάθε επιτυχία και καλοτάξιδα τα βιβλία σας!!!





Η Κατερίνα Μαλακατέ γεννήθηκε στην Αθήνα το 1978. Σπούδασε φαρμακευτική στο ΕΚΠΑ. Το 2013 εκδόθηκε η νουβέλα της Κανείς δεν θέλει να πεθάνει. Το μυθιστόρημά της Το σχέδιο (Μελάνι, 2016) ήταν υποψήφιο για το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου λογοτέχνη του περιοδικού Κλεψύδρα. Διηγήματά της έχουν συμπεριληφθεί σε ομαδικές συλλογές, καθώς και σε πολλά έντυπα και διαδικτυακά λογοτεχνικά περιοδικά.
Διατηρεί το ιστολόγιο www.diavazontas.blogspot.com, ενώ είναι συνιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου Booktalks.





Χωρίς πρόσωπο
Είμαι ένας λεπρός αποσυνάγωγος, αυτό είμαι. Ο άντρας που τον βλέπεις τυχαία στον δρόμο και κατεβάζεις το κεφάλι για να μη σε χαιρετήσει. Είμαι αυτός που φοβούνται τα παιδάκια τη νύχτα· και τη μέρα. Είμαι εγώ που ποτέ δεν θα με καλέσεις για ένα ποτό, όσες φορές κι αν συναντηθούμε. Ζω τη νύχτα για να τρομάζω τα παιδιά. Κοιμάμαι τη μέρα για να αποφεύγω τους καθρέφτες. Υπάρχω ακόμη, κι ας μη με θες. Υπάρχω ακόμα κι αν βασανίζω όσους με αγαπούν. Αν με αγαπήσεις, μείνε μακριά. Κανείς δεν θέλει να δει το πρόσωπο του τέρατος.

Πάνω σε έναν καβγά με τη μητέρα του, ο 23χρονος Διονύσης αυτοπυροβολείται. Το μισό του πρόσωπο διαλύεται. Χωρίς μύτη, στόμα, μάγουλα, δυσκολεύεται να φάει και να μιλήσει, επιβιώνει στη σκιά με μόνη συντροφιά τους γονείς του. Για αρκετό καιρό ζει μέσα στα σόσιαλ μίντια, κρυμμένος πίσω από την οθόνη του υπολογιστή του. Ώσπου ένα βράδυ τον βρίσκει η ελπίδα, μια γιατρός τού στέλνει υλικό για την εγχείρηση που θα τον σώσει ― μεταμόσχευση προσώπου. Μπορεί όμως το πρόσωπο ενός άλλου να σου δώσει πίσω τα χαμένα χρόνια; Πώς ωριμάζει κανείς χωρίς ρυτίδες; Πώς ερωτεύεται με νέα ταυτότητα.

Ένα μυθιστόρημα που πραγματεύεται ζητήματα βιοηθικής, αλλά και τον έρωτα, την οικογένεια, τους μητρικούς και πατρικούς δεσμούς, τις σχέσεις την εποχή του διαδικτύου.

Τρίτη 15 Ιουνίου 2021

Συζητώντας με τη Ρία Φελεκίδου

 

Ερώτηση 1η: Ποιος/α είναι ο/η αγαπημένος/η σας συγγραφέας;

Ρ.Φ.: Αν επέλεγα έναν από όσους αγαπώ θα αδικούσα τους υπόλοιπους. Αφήστε που δεν πιστεύω πως τη μέγιστη εύνοιά μας την αποδίδουμε σε έναν ή περισσότερους συγγραφείς για πάντα. Πιθανόν υπάρχουν αναγνώστες παθιασμένοι με έναν συγγραφέα διά βίου, αλλά δεν νομίζω πως αυτό είναι ο κανόνας. Ίσως περισσότερο τα βιβλία που διαβάσαμε σε μικρότερη ηλικία και κατά συνέπεια οι συγγραφείς τους να έχουν μείνει στην προστατευτική κάψα της τρυφερής μας νιότης, ανέγγιχτοι από τις επιρροές του χρόνου και καμιά νέα αγάπη δεν μπορεί να διεκδικήσει την πρωτοκαθεδρία τους. Γι’ αυτό θα απαντήσω φέρνοντας στο προσκήνιο τις πρώτες μου αγάπες, τους συγγραφείς που πάντα θα φωτίζουν τις αναγνωστικές επιλογές μου με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Σε ό,τι αφορά την πεζογραφία λοιπόν οι συγγραφείς που με μάγεψαν στην παιδική μου ηλικία ήταν ο Ντίκενς, ο Αλέξανδρος Δουμάς (ο πατέρας), ο Μάρκ Τουέιν και η Άλκη Ζέη, ενώ στην εφηβεία είχα την τύχη να συναντηθώ με τον Ντοστογιέφσκι, τον Καζαντζάκη και τον Λουντέμη. Οι πρώτοι ποιητές που λάτρεψα, αν και αρκετά μικρή για να αναμετρηθώ μαζί τους, ήταν ο Καρυωτάκης και ο Ελύτης.


Ερώτηση 2η: Ποιο είναι το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε;

Ρ.Φ.: Το πρώτο βιβλίο παραμυθιών που διάβασα μόνη μου ήταν ένα βιβλίο με σκοτεινά παραμύθια που ξεκλείδωσαν μια περιοχή όπου η μαγεία συνωμοτούσε με την ποίηση μέσα μου. Ένα βιβλίο που πολύ θα ’θελα να συναντήσω σε κάποιο παλαιοβιβλιοπωλείο σήμερα, για να δω βιωματικά πόσο μεγάλη είναι η απόσταση του ενθουσιασμού του μαγεμένου παιδιού από την απόκριση του έμπειρου αναγνωστικά ενήλικα, αλλά κυρίως για να δω τι μερίδιο είχε η φαντασία στη διαμόρφωση αυτής της μυθικής μνήμης. Ωστόσο, το πρώτο μυθιστόρημα που διάβασα ήταν ο Όλιβερ Τουίστ σε μια χορταστική έκδοση για παιδιά, που το ξεκίνημα της ανάγνωσής του συνέπεσε με το ξεκίνημα του σχολείου μου στην Α΄ Δημοτικού. Η πλοκή, η ατμόσφαιρα και οι χαρακτήρες σε συνδυασμό με τη χαρά για την έκταση της ιστορίας που μου εξασφάλιζε μια διάρκεια απόλαυσης με έκαναν να μην καταλάβω πότε πέρασαν οι ώρες που περίμενα μετά τον δικό μου αγιασμό στο σχολείο της εκπαιδευτικού μητέρας μου να τελειώσει τις εξετάσεις. Το βιβλίο αυτό αποτέλεσε το καλύτερο εφαλτήριο για το ξεκίνημα της σχολικής μου ζωής και η αναδρομή σε εκείνη την πρώτη μέρα στοιχίζεται πάντα με ένα ζωηρό φως και την αίσθηση μιας μεγάλης ανακάλυψης, της λογοτεχνικής ανάγνωσης.


Ερώτηση 3η: Τι σας ώθησε να ξεκινήσετε τη συγγραφή;

Ρ.Φ.: Στο τέλος της Δευτέρας Δημοτικού η δασκάλα της τάξης μού ζήτησε αν θέλουμε να γράψουμε ένα ποιηματάκι για τον ερχομό του καλοκαιριού. Ήταν η πιο χαρισματική εποχή του χρόνου για τα περισσότερα παιδιά, τότε που η σχολική χρονιά οδεύει στο τέλος της, η φύση γιορτάζει και κυριαρχεί η προσμονή ενός ακόμα ατέλειωτου καλοκαιριού, όπως ήταν εκείνα των παιδικών μας χρόνων. Άρχισα λοιπόν να γράφω σε ένα μικρό τετραδιάκι ομοιοκατάληκτα τετράστιχα, που το ένα διαδεχόταν το άλλο, εικονοποιώντας την εποχή και τα συναισθήματά μου, και ενώ το ποίημα κάπου άρχιζε, αρνιόμουν να το τελειώσω. Όταν έβαλα την οριστική τελεία είχα κιόλας καταλάβει πως αυτός ο καινούργιος δρόμος ήταν γεμάτος υποσχέσεις και απαιτήσεις κι ίσως εξελισσόταν σε έναν από τους πιο σημαντικούς στη ζωή μου. Συνέχισα να γράφω ποίηση μέχρι και σήμερα, αργότερα και πεζά για παιδιά και ενήλικες, αν και άργησα να επιχειρήσω τις πρώτες εκδοτικές μου προσπάθειες. Περπατώ ακόμη στον δρόμο αυτό, αναζητώντας αυτά που δεν έχω ανακαλύψει κι είμαι σίγουρη πως δεν είμαι ούτε στην αρχή του.


Ερώτηση 4η: Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας “Ο βασιλιάς Ναι Ναι”;

Ρ.Φ.: «Ο βασιλιάς Ναι Ναι» ανήκει στη σειρά «Μικρές Καληνύχτες» των εκδόσεων ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ και είναι κατά τη γνώμη μου συνεπής με το concept της σειράς, που είναι ιστορίες με ήρωες και αναφορές από τα κλασικά παραμύθια, μέσα από μια πιο πρωτότυπη και σύγχρονη ματιά και νέες προεκτάσεις. Ο βασιλιάς Ναι Ναι είναι ένας βασιλιάς με εντελώς δική του προσωπικότητα που η έντονη ροπή του στο ναι -όπως μαρτυρά και το όνομά του- θα τον βάλει σε μπελάδες. Η ιστορία είναι πολυπρόσωπη, με πολλά διασκεδαστικά επεισόδια, εικόνες και ανατροπές και πιστεύω πως θα ήταν ιδανική και για μια θεατρική διασκευή.


Ερώτηση 5η: Ο βασιλιάς του παραμυθιού σας λέει πάντα “Ναι”. Για ποιους λόγους οι περισσότεροι άνθρωποι συνηθίζουν να λένε “Ναι” και αποφεύγουν το “Όχι”;

Ρ.Φ.: Η σχέση μας με το ναι και το όχι συχνά καθρεφτίζει τον χαρακτήρα μας. Το ναι μπορεί να είναι επιλογή απάντησης αδιακρίτως, για πολλούς λόγους. Κάποιοι κρύβουν πίσω από το ναι τις ανασφάλειές τους και την ανάγκη να τους αποδέχονται οι άλλοι, γιατί πιστεύουν πως δεν θα γίνουν αποδεκτοί αν διαφωνήσουν μαζί τους. Άλλοι απλώς δεν είναι συγκρουσιακοί και προκειμένου να εμπλέκονται σε κόντρες και αντιπαλότητες κρίνουν προτιμητέο να συμφωνούν με όλους και για όλα. Άλλοι πάλι δεν θέλουν να δυσαρεστούν κανέναν από υπερβολική ηπιότητα και καλοσύνη. Το ναι μπορεί να το πει κάποιος και από αδιαφορία για την ουσία της επίμαχης πρότασης, μπορεί και να είναι απλώς μια διαφυγή από την κατά μέτωπο αντιμετώπιση του όποιου προβλήματος. Συχνά πάντως θέλει κότσια και ξεκάθαρη, τεκμηριωμένη άποψη για να αντιπαραθέσεις ένα ισχυρό και πειστικό όχι. Ίσως θα έπρεπε να ψυχαναλύσουμε τον βασιλιά, για να εντοπίσουμε τα ακριβή αίτια της σωρείας των ναι του!


Ερώτηση 6η: Ο βασιλιάς δέχεται να κάνει κάθε δουλειά. Θεωρείτε ότι για να αποκτήσουμε ενσυναίσθηση οφείλουμε να μπούμε στη θέση των άλλων;

Ρ.Φ.: Πράγματι, πιστεύω πως μόνο η ουσιαστική εμπλοκή με την πραγματικότητα των άλλων, και κυρίως η βιωματική, διασφαλίζουν την απόκτηση ενσυναίσθησης, την ουσιαστική κατανόηση και επικοινωνία. Αυτή η διαπίστωση αποκτά ακόμα μεγαλύτερο ειδικό βάρος όταν αφορά την ενσυναίσθηση που οφείλει να έχει ένας εκπρόσωπος της εξουσίας σχετικά με τη ζωή, τη δουλειά και τα προβλήματα του λαού του. Ακόμα και στις σύγχρονες δημοκρατίες δεν συνηθίζεται οι εκπρόσωποι της εξουσίας να «μπαίνουν στα παπούτσια» των αρχόμενων για να αντιληφθούν βιωματικά τις ανάγκες και τα προβλήματά τους. Και αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός πως τις περισσότερες φορές ζουν ξεκομμένοι από τη ζωή και την καθημερινότητα των πολλών, σε ένα σχεδόν παράλληλο σύμπαν, όπου σχεδιάζουν επί χάρτου με χάρτινα και αριθμητικά δεδομένα, που αντιγράφουν ανεπαρκώς την πραγματικότητα, οδηγούν σε μια διαχείριση που συχνά δημιουργεί ή διαιωνίζει προβλήματα αντί να τα επιλύει. Ο βασιλιάς Ναι Ναι όμως παρακάμπτει το φωτοστέφανο της εξουσίας του και ισοσταθμίζει το βλέμμα του και τις ενέργειές του με εκείνα των υπηκόων του.


Ερώτηση 7η: Πώς σας γεννήθηκε η ιδέα της συγγραφής αυτού του όμορφου παραμυθιού;

Ρ.Φ.: Νομίζω από τη σχέση που έχουμε οι περισσότεροι με τα ναι και τα όχι μας, που για πολλούς αποτελεί ένα διαρκές στοίχημα. Τα αδικαιολόγητα ναι και όχι γεννούν προβλήματα που δεν φανταζόμαστε όταν τα ξεστομίζουμε ή συρρικνώνουν τις δυνατότητες να εξελιχτούμε και να αλληλεπιδράσουμε ικανοποιητικά με τους άλλους. Ένα άλλο αρχικό ερέθισμα ήταν η επιθυμία μου να «πειράξω» στερεοτυπικές παραμυθικές μορφές (έναν βασιλιά στην περίπτωση αυτή) αποκαθηλώνοντάς τον δημιουργικά από το άβατο του θρόνου του και πλάθοντας έναν χαρακτήρα γήινο και καθημερινό, με κοινωνικοψυχαναλυτικές προεκτάσεις, ανάλογα με την ανάγνωση που θα επιλέξει να κάνει ο καθένας.


Ερώτηση 8η: Έχετε εκδώσει παιδικά βιβλία, ποιητικές συλλογές και νουβέλα. Ποιο λογοτεχνικό είδος σας αρέσει περισσότερο και γιατί; Επίσης, ποιο από αυτά, κατά την προσωπική σας άποψη, είναι το πιο δύσκολο;

Ρ.Φ.: Ακούγεται ίσως υπεκφυγή, αλλά δεν μπορώ να ιεραρχήσω τις αγάπες μου. Η ποίηση είναι συχνά ο τρόπος μου να απαντώ σε εκείνα που με φοβίζουν, με θυμώνουν, με συγκινούν, με τρομάζουν. Ο ποιητικός λόγος είναι το σωσίβιο και η αντίστασή μου στα κακώς κείμενα και στα ισχυρά ερεθίσματα, τα οποία η ζωή -εκ των έσω ή από το περιβάλλον- συνεχώς μας δίνει. Η συγγραφή των βιβλίων για παιδιά είναι η μέγιστη χαρά, η τακτική επιστροφή στο περιβόλι της παιδικότητας, που έτσι μοιάζει να μην είναι οριστικά χαμένη. Κανένας δεν κέρδισε το στοίχημα της αιώνιας νεότητας, αλλά δεν υπάρχει τίποτα πιο μαγικό για μένα από την επανασύνδεση με το παιδί μέσα μας, που μη νομίζετε, όσο και να το καταπιέζουμε, διεκδικεί την ύπαρξή του στην ενήλικη ζωή μας. Γράφοντας για παιδιά, συντηρώ κι ενισχύω αυτούς τους δεσμούς, θυμάμαι πώς είναι να παίζεις και να γελάς σαν να μην υπάρχει αύριο, που συνηθίζουν να λένε και τα λίγο μεγαλύτερα παιδιά. Η συγγραφή πεζών για ενήλικες είναι το μεγάλο στοίχημα για μένα, γιατί ενώ με συγκινεί, θεωρώ πως έχω αργήσει να εμπλακώ όσο ουσιαστικά θέλω. Επίσης δεν μπορώ να αξιολογήσω ποιο είδος είναι πιο απαιτητικό, γιατί το καθένα έχει τις ιδιαιτερότητές του. Πρέπει να τριφτείς και να ζυμωθείς με τα πλαίσια που υπάρχουν και τα δικά σου όρια, κάποτε ακόμα και να τα υπερβείς για να πετύχεις μέρος των στόχων σου και κυρίως για να εξελίσσεσαι. Σίγουρα τα κείμενα μεγαλύτερης έκτασης, είτε για παιδιά είτε για ενήλικες, και η ανάγκη προηγούμενης έρευνας σε οποιοδήποτε επίπεδο απαιτούν περισσότερο χρόνο.


Ερώτηση 9η: Τι θα θέλατε να πείτε στους αναγνώστες σας;

Ρ.Φ.: Στα παιδιά αναγνώστες μου θα έλεγα να μην ξεχνούν πως η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων είναι ένα πολύτιμο δώρο και η απόλαυση που μας προσφέρει κερδίζεται πόντο πόντο ή για την ακρίβεια βιβλίο βιβλίο. Κάθε νέο βιβλίο που διαβάζουμε μας κάνει πιο ανοιχτούς και συνάμα πιο έμπειρους και απαιτητικούς. Είναι μια αργή διαδικασία μύησης και συμβουλεύω να εμπιστευτούν τον χρόνο και τη μαγεία της ανάγνωσης, μέχρι να γίνουν αληθινοί και συστηματικοί αναγνώστες και τότε πια δεν θα μπορούν να τη στερηθούν. Στους γονείς θα έλεγα να δοκιμάσουν να διαβάζουν βιβλία στα παιδιά τους, έξω από το πλαίσιο κάθε υποχρεωτικότητας, σμίγοντας και συμφιλιώνοντας το διάβασμα με το παιχνίδι. Παιχνίδια ρόλων, διαφορετικές φωνές κατά την ανάγνωση, μορφασμοί και χειρονομίες, ακόμα και αστεία σχόλια ή ερωτήσεις δικά τους θα ιντριγκάρουν το παιδί μέσα από τη δεξιότητα που έχει ήδη κατακτήσει -το παιχνίδι- και θα βάλουν τις βάσεις για τη δημιουργία του μελλοντικού αναγνώστη. Σε όλους τους αναγνώστες μου θα έλεγα να είναι ανοιχτοί στα διάφορα λογοτεχνικά είδη και να μη διστάζουν να πειραματίζονται, γιατί όλα τα είδη μπορούν να κεντρίσουν τη σκέψη τους, να τους πλουτίσουν με ιδέες και εικόνες και να τους ψυχαγωγήσουν. Υπάρχουν άνθρωποι που χωρίς να έχουν διαβάσει ποτέ τους ποίηση, όχι τουλάχιστον μετά τα σχολικά τους εγχειρίδια, δάκρυσαν στο άκουσμα ενός ποιήματος ή βρήκαν σε ένα ποίημα κάτι από τον εαυτό τους. Και σίγουρα όλοι όσοι διαβάσαμε ιστορίες σε μικρά παιδιά θυμόμαστε κάποιες φορές τον εαυτό μας να στέκεται έκπληκτος ή γοητευμένος στο άκουσμά τους.


Ερώτηση 10η: Θα θέλατε να μας πείτε μερικά λόγια για το επόμενο συγγραφικό σας βήμα;

Ρ.Φ.: Τι να σας πω τώρα; Νομίζω πως αυτή είναι η πιο δύσκολη ερώτηση, γιατί έχω διάφορα πράγματα σε εξέλιξη, όχι όμως ολοκληρωμένα. Το σίγουρο είναι πως έχω ανοιχτεί σε όλα τα μέτωπα, συνεχίζω να γράφω παιδικά, ποίηση και πεζά, γιατί για μένα δεν είναι ξεχωριστοί κόσμοι αλλά κομμάτια του ίδιου κόσμου, του δικού μου, που θέλω να μοιράζομαι με τους αναγνώστες μου. Περιμένω την έκδοση ενός ακόμα παιδικού βιβλίου από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ και σύντομα θα βγει και μια διασκευή μου, ενός πολυαγαπημένου κλασικού παραμυθιού, από τη σειρά «Μικρές Καληνύχτες». Έχω ολοκληρώσει μια συλλογή με διηγήματα, μια νέα ποιητική συλλογή ασφυκτιά μέσα στο συρτάρι μου και γράφω ένα μυθιστόρημα για μεγάλους αναγνώστες. Αυτά! Σας ευχαριστώ κι εγώ πολύ για τη συνέντευξη και τις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις σας. Να είστε καλά!


Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη που μου παραχωρήσατε! Εύχομαι κάθε επιτυχία και καλοτάξιδο το βιβλίο σας!!!





Η Ρία Φελεκίδου σπούδασε Νομική στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Δημοσιογραφία στο Εργαστήριο Επαγγελματικής Δημοσιογραφίας στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του Μεταπτυχιακού ετήσιου Προγράμματος Παιδαγωγικής Κατάρτισης της ΑΣΠΑΙΤΕ και πτυχιούχος του Μεταπτυχιακού Δημιουργικής Γραφής στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας. Εργάστηκε ως δικηγόρος και δημοσιογράφος στη Λάρισα και στη Θεσσαλονίκη. Σήμερα δουλεύει ως εκπαιδευτικός στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση σε σχολεία και διοικητικές θέσεις, ενώ υπήρξε μέλος της Ομάδας Διαχείρισης, Συντονισμού και Παρακολούθησης της Εκπαίδευσης Προσφύγων του Υπουργείου Παιδείας. Έχει εκδώσει οκτώ παιδικά βιβλία, μία νουβέλα και τρεις ποιητικές συλλογές.





Ο βασιλιάς Ναι Ναι
Ένας βασιλιάς που μόνο «ναι» απαντάει και ποτέ χατίρι δε χαλάει! Τη μια τη βασιλική κορόνα του χαρίζει και την άλλη παρέα με τον κηπουρό του ποτίζει και σκαλίζει. «Βασιλιά μου, θέλω εκείνο, βασιλιά μου, θέλω το άλλο!» Όλοι οι υπηκόοι για απάντηση παίρνουν ένα «ναι» μεγάλο! Με τόσα «ναι» στο πιάτο, το βασίλειο έγινε άνω κάτω. Πώς να μπει μια τάξη; Θα μάθει άραγε ο βασιλιάς να λέει και κανένα «όχι»;