Χ.Ρ.: Είναι πολλοί, μα έχω αδυναμία στον Καζαντζάκη, τον Θέμελη, τον Ζιλμπέρ Σινουέ, τη Μαίρη Κόντζογλου.
Ερώτηση 2η: Ποιο είναι το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε;
Χ.Ρ.: Ήμουν στο δημοτικό και ήταν ο «Μάγκας» της Πηνελόπης Δέλτα.
Ερώτηση 3η: Τι σημαίνει η συγγραφή για εσάς;
Χ.Ρ.: Είναι η συντροφιά μου. Ζω μια παράλληλη ζωή, μ’ αυτήν της πραγματικότητας.
Ερώτηση 4η: Ποια είναι η πηγή έμπνευσή σας;
Χ.Ρ.: Τα πάντα γύρω μου. Οι άνθρωποι και τα βιώματά τους, η ιστορία, ένα παλιό αντικείμενο.
Ερώτηση 5η: Τι σας «ώθησε» να ξεκινήσετε τη συγγραφή;
Χ.Ρ.: Για πολλά χρόνια, έγραφα ιστορίες που ήταν αντίθετες απ’ ό,τι με στεναχωρούσε. Δηλαδή, αν περνούσα από κάποια δυσάρεστη κατάσταση, καθόμουν και έγραφα μιαν άλλη εκδοχή, πολύ πιο ελπιδοφόρα. Και δεν το έκανα μόνο σε δικές μου «υποθέσεις», μα και σε φίλων. Όταν σταμάτησα να ασχολούμαι με τη δουλειά μου και είχα περισσότερο χρόνο, αποφάσισα να ασχοληθώ σοβαρά. Ξαναγεννήθηκα!
Ερώτηση 6η: Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας «Ντουλμπέρα»;
Χ.Ρ.: Δεν μπορώ να το κάνω αυτό γιατί δεν θα μπορέσω, όσο και αν το θέλω, να είμαι αντικειμενική. Επιθυμία μου είναι να το χαρακτηρίζουν οι αναγνώστες. Η «Ντουλμπέρα» είναι το τρίτο μου παιδί και η πρώτη ας πω «επίσημη» συγγραφική προσπάθεια. Όσα και να γράψω, πάντα θα είναι ξεχωριστή για μένα.
Ερώτηση 7η: Στο βιβλίο σας χρησιμοποιείτε και λίγη βλάχικη διάλεκτο. Θεωρείτε την ντοπιολαλιά αναπόσπαστο κομμάτι της ελληνικής περιφέρειας;
Χ.Ρ.: Υπάρχει μέσα στην παράδοσή μας. Αν και δεν της δώσαμε τη σημασία που της αρμόζει. Σε κάθε τόπο, από την μιαν άκρη της Ελλάδας ως την άλλη, υπάρχουν διαφορετικές ντοπιολαλιές που όμως τείνουν να εξαφανιστούν. Μην πάω μακριά, ούτε και εγώ γνωρίζω τα βλάχικα, αν και απ’ τη μεριά του πατέρα μου είμαι Βλάχα.
Ερώτηση 8η: Πώς αισθανθήκατε όταν κρατήσατε το δικό σας «παιδί» στα χέρια για πρώτη φορά;
Χ.Ρ.: Πρώτα πρέπει να σας πω ότι ήταν τεράστια η χαρά μου, όταν με δέχθηκε το ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, που πάντα θεωρούσα εξαιρετικό εκδοτικό οίκο και ήταν πρώτος στις προτιμήσεις μου όταν αγόραζα βιβλία. Ήταν μεγάλη τιμή για μένα που άρεσε το μυθιστόρημά μου στην επιμελήτρια κυρία Ελένη Μπούρα. Μετά, όταν εκδόθηκε, αισθάνθηκα…, τι να σας πω; Το «υπέροχα» είναι λίγο! Βρισκόμουν στο ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, στον χώρο του βιβλιοπωλείου, όταν το κράτησα για πρώτη φορά στα χέρια μου. Ήθελα να αγκαλιάσω όλους όσοι ήταν εκείνη τη στιγμή στον χώρο! Μοναδική στιγμή! Πήρα τα πρώτα δύο και τα έδωσα στα παιδιά μου. Χαμογελούσα και δάκρυζα.
Ερώτηση 9η: Μία «ντουλμπέρα», η Αορίκα, είναι ο κεντρικός χαρακτήρας του βιβλίου σας. Τι σημαίνει αυτή η γυναίκα για εσάς;
Χ.Ρ.: Πολλά! Σημαίνει τρόπος ζωής. Έχει δύναμη ψυχής, ήθος, ευαισθησίες, ξέρει να αγαπάει, να προστατεύει. Είναι φιλεύσπλαχνη, δημιουργική.
Ερώτηση 10η: Στο βιβλίο σας μας δίνετε στοιχεία λαογραφικής παράδοσης, ακόμα και στη σκηνή του γάμου με τη νύφη να φορά την τοπική φορεσιά. Πόσο σημαντικά είναι τα ήθη και τα έθιμα για εσάς;
Χ.Ρ.: Πιστεύω ότι η παράδοση δεν πρέπει να σβήσει. Είναι αυτή που μας συνδέει με το παρελθόν και μας κρατάει ενωμένους στο παρόν και το μέλλον. Αν δεν διασώσουμε την παράδοσή μας, θα χαθούν οι ρίζες μας.
Ερώτηση 11η: Ο Πέτρος, ο σύζυγος της Αορίκα, δηλώνει πως δεν πιστεύει στον Θεό. Ποια είναι η γνώμη σας για τον Θεό ή τη Μοίρα;
Χ.Ρ.: Αυτά τα περί «μοίρας» και «γραφτό», δεν τα δέχομαι. Και η λέξη «μοίρα» δεν μου αρέσει. Μου βγάζει κάτι μίζερο. Ο κάθε άνθρωπος ορίζει τη ζωή του σύμφωνα με τις πράξεις του. Και για να το πω ακόμα πιο απλά, όπως το έλεγε η γιαγιά μου, «κάθε αρνί απ’ το ποδάρι του κρέμεται» και «ό,τι σπείρεις θα θερίσεις». Για τον Θεό τώρα, μακάρι να υπάρχει και χαίρομαι όσους έχουν βαθιά πίστη στον όποιο Θεό τους.
Ερώτηση 12η: Πόσο δυσκολευτήκατε για να συγκεντρώσετε τα τόσα ιστορικά στοιχεία που συμπεριλάβατε στο βιβλίο σας;
Χ.Ρ.: Αρκετά έως πολύ, γιατί ήθελα να βάλω μέσα στην πλοκή ιστορικά στοιχεία, αλλά με τέτοιο τρόπο ώστε να μην κουράσω τον αναγνώστη και να συνδέονται ομαλά με τη ροή της πλοκής. Έτσι, υπήρξαν φορές, που για να κάνω αναφορά σε κάποιο ιστορικό γεγονός, μέσα σε πέντε δέκα γραμμές, έχω περάσει μια βδομάδα διαβάζοντας ιστορία, ώστε να συμπτύξω την ουσία σε μια μικρή παράγραφο. Επίσης, έπρεπε να είμαι βέβαιη ότι σε όσα ιστορικά γεγονότα αναφερόμουν δεν είχα λάθη.
Ερώτηση 13η: Η Αορίκα μαθαίνει να ζει με τις απώλειες. Τελικά το χρήμα δεν είναι τίποτα μπροστά στον άνθρωπο. Γιατί όμως στη σύγχρονη εποχή που ζούμε ο υπερκαταναλωτισμός είναι το Άλφα και το Ωμέγα στις ζωές των ανθρώπων;
Χ.Ρ.: Γιατί μας έχει παρασύρει η ύλη που πλασάρεται έντεχνα και δεν ασχολούμαστε όσο θα έπρεπε με τις πραγματικές ανάγκες της ψυχής. Για να καταφέρει όμως κανείς να προσπεράσει την επιφάνεια και να φτάσει στις πραγματικές αξίες της ζωής, πρέπει πρώτα να τα «βρει» με τον εαυτό του. Μακρύς και δύσκολος δρόμος, που δεν τερματίζει ποτέ. Το σίγουρο είναι ότι τα χρήματα δεν μπορούν να σου δώσουν την «ψυχική ανάταση» που μπορεί να σου δώσει ο «πνευματικός πλούτος» που ενισχύει τον «ψυχικό πλούτο». Μπορεί να σου προσφέρει παροδική χαρά η απόκτηση κάποιου άψυχου πράγματος, ρούχου, κοσμήματος, αυτοκινήτου, σπιτιού και ό,τι άλλου σχετικού, και μετά, να ξεφουσκώσει και να σε κάνει πιο δυστυχή από πριν.
Ερώτηση 14η: Παλιότερα ο πυλώνας της ζωής των ανθρώπων ήταν ο πολιτισμός και η κληρονομιά μας. Βλέπουμε τον τελευταίο καιρό μια νέα μόδα να κατακτά τη νεολαία, αναφέρομαι στο παιχνίδι Pokemon Go. Γιατί όλο και περισσότεροι νέοι θεωρείτε πως φεύγουν από το διάβασμα και την πνευματική καλλιέργεια της ψυχής και αναλώνουν το μυαλό τους παίζοντας ένα παιχνίδι;
Χ.Ρ.: Παλιότερα δεν είχε μπει στη ζωή μας η τεχνολογία. Αυτήν θεωρώ αιτία του κακού, με εξαίρεση την πολύτιμη προσφορά της στην ιατρική. Τα παιδιά μας είναι παιδιά της τεχνολογίας. Τα παραμύθια τα έβλεπαν σε βιντεοκασέτες, έτοιμη μασημένη τροφή, και έχαναν την ευκαιρία να φανταστούν τους ήρωες. Μετά ήρθαν τα ηλεκτρονικά παιχνίδια που τα έπαιζαν για ώρες και έχαναν το παιχνίδι στη γειτονιά. Πάει το κρυφτό, το κυνηγητό, τα μήλα. Τα πήρε ο σούπερ Μάριο. Στη συνέχεια, αφού τερμάτιζαν τα levels, ήθελαν κάτι πιο δύσκολο και περίεργο. Και πάει λέγοντας, μέχρι που φτάσανε και φτάσαμε να κυνηγάμε σαν τους τρελούς pokemon στο σούπερ μάρκετ, στην αγορά, στην παραλία, στα μπαράκια, σε δρόμους και γειτονιές. Πολύ με φοβίζει αυτή η μανία με το Pokemon Go! Εύχομαι να μη φτάσουμε να δούμε κάποιο παιχνίδι με το οποίο να κυνηγάνε να σκοτώσουν πραγματικούς ανθρώπους! Δυστυχώς, χάσανε την επαφή με το βιβλίο. Προτιμούν να είναι καθηλωμένοι στον καναπέ, βλέποντας «Game of Thrones» ή κάποια άλλη σειρά της αμερικάνικης κουλτούρας, παρά να διαβάσουν ένα μυθιστόρημα, και παράλληλα, να κυνηγάνε pokemon για να ξεμουδιάσουν.
Ερώτηση 15η: Για ποιο λόγο πιστεύετε πως πρέπει οι αναγνώστες να διαβάσουν το βιβλίο σας;
Χ.Ρ.: Αν θέλουν να γυρίσουν στο παρελθόν και να ταξιδέψουν σ’ αυτό, πιστεύω ότι η «Ντουλμπέρα» θα τους ανοίξει την πόρτα.
Ερώτηση 16η: Τι θα θέλατε να πείτε στους αναγνώστες σας;
Χ.Ρ.: Θα είναι μεγάλη χαρά για μένα να τους αρέσει, να το απολαύσουν, να μην τους κουράσει και να περάσουν κάποιες ώρες όμορφες, παρέα με την «Ντουλμπέρα» μου.
Ερώτηση 17η: Θα θέλατε να μας πείτε μερικά λόγια για το επόμενό σας συγγραφικό βήμα;
Χ.Ρ.: Ήδη έχω τελειώσει το δεύτερο μυθιστόρημα και ελπίζω να βγει σύντομα. Έχει να κάνει με την πορεία πέντε ανθρώπων (τρεις άντρες, δύο γυναίκες), απ’ το 1896 μέχρι το 1946. Η ιστορία διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη, την Αθήνα, τη Νάουσα, την Έδεσσα και τη Ζάκυνθο. Έρωτες, μίση, πάθη, αγώνες επιβίωσης, που εξελίσσονται σε διάφορες περιόδους σημαντικές για την Ελλάδα. Μακεδονικός αγώνας, Αθήνα του 1910, Πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, δεκαετίες Μεσοπολέμου, Δεύτερος Παγκόσμιος πόλεμος. Τώρα ξεκίνησα το τρίτο μου, που είναι συνέχεια του δεύτερου.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη που μου παραχωρήσατε! Εύχομαι κάθε επιτυχία και καλοτάξιδα όλα τα βιβλία σας!!!
Βασιλική Διαμάντη
Και εγώ σας ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο που μου διαθέσατε. Να είστε καλά και να περνάτε καλά!!!
Χριστίνα Ρούσσου
Η Χριστίνα Ρούσσου γεννήθηκε τα Χριστούγεννα του 1964 στη Νάουσα Ημαθίας. Τελείωσε οικονομικά σε ιδιωτική σχολή, έκανε σπουδές στο πιάνο, στη ζωγραφική και στο τμήμα Ευρωπαϊκού Πολιτισμού στο ΕΑΠ. Έχει κάνει τρεις ατομικές εκθέσεις ζωγραφικής, εκπομπές στο ραδιόφωνο και για μεγάλο χρονικό διάστημα ασχολήθηκε με τη χρυσοχοΐα επαγγελματικά. Συμμετέχει στην ερασιτεχνική θεατρική ομάδα «Επί Σκηνής» στη Νάουσα και σε συλλόγους σχετικούς με την παράδοση και τους χορούς της. Ζει στη Νάουσα και τη Θεσσαλονίκη.
Η Ντουλμπέρα είναι το πρώτο της μυθιστόρημα, το οποίο εκδόθηκε το 2015 από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Ντουλμπέρα
«Και
έφτασα τώρα στα τελευταία της ζωής μου να νοσταλγώ, να θυμάμαι, να
θυμώνω, να λυπάμαι και να εξακολουθώ να ζω. Η πλάτη μου γεμάτη απ' το
φορτίο που κουβαλάει χρόνια. Δεν ξέρω πώς θα ήμουν με λιγότερο βάρος
στην πλάτη μου. Λένε πως σου έρχονται τόσα όσα μπορείς να σηκώσεις. Και
ποιος το κρίνει αυτό;»
Μέσα απ’ τα ημερολόγια της Αορίκας Ζιώππα-Κωνσταντίνου ξεδιπλώνεται η πολυτάραχη ιστορία δύο οικογενειών απ’ τις αρχές του 19ου μέχρι το ξημέρωμα του 21ου αιώνα. Η Αορίκα, η ντουλμπέρα, όπως την αποκαλούσαν στα βλάχικα, μια γυναίκα έξυπνη, όμορφη και δυναμική, κατορθώνει να επιβληθεί και να κατακτήσει τον σεβασμό και την αποδοχή του ανδροκρατούμενου κόσμου του εμπορίου. Η κοσμοπολίτικη διαδρομή της ξετυλίγεται με σταθμούς τη Νέβεσκα (Νυμφαίο Φλώρινας), τη Βιέννη, την Αλεξάνδρεια και την πολυεθνική Θεσσαλονίκη, σημεία όπου ανθούν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των Βλάχων, ενώ ο έρωτας, δυνατός, καθοριστικός, πολλές φορές παράνομος ή απαγορευμένος, είναι πάντοτε παρών.
Μέσα απ’ τα ημερολόγια της Αορίκας Ζιώππα-Κωνσταντίνου ξεδιπλώνεται η πολυτάραχη ιστορία δύο οικογενειών απ’ τις αρχές του 19ου μέχρι το ξημέρωμα του 21ου αιώνα. Η Αορίκα, η ντουλμπέρα, όπως την αποκαλούσαν στα βλάχικα, μια γυναίκα έξυπνη, όμορφη και δυναμική, κατορθώνει να επιβληθεί και να κατακτήσει τον σεβασμό και την αποδοχή του ανδροκρατούμενου κόσμου του εμπορίου. Η κοσμοπολίτικη διαδρομή της ξετυλίγεται με σταθμούς τη Νέβεσκα (Νυμφαίο Φλώρινας), τη Βιέννη, την Αλεξάνδρεια και την πολυεθνική Θεσσαλονίκη, σημεία όπου ανθούν οι επιχειρηματικές δραστηριότητες των Βλάχων, ενώ ο έρωτας, δυνατός, καθοριστικός, πολλές φορές παράνομος ή απαγορευμένος, είναι πάντοτε παρών.