Λίγες και μία νύχτες
Την
άνοιξη του 1909, ο έκπτωτος σουλτάνος Αβδούλ Χαµίτ ο Β΄ εξορίζεται στη
Θεσσαλονίκη και µένει έγκλειστος σε µια εντυπωσιακή έπαυλη. Εκεί,
σύµφωνα µε το µυθιστόρηµα, θα διηγείται για λίγες νύχτες σ’ ένα µικρό
κορίτσι τη ζωή του. Ένα εντεκάχρονο όµως αγόρι κρυφακούει… Εβδοµήντα
χρόνια μετά, θα υπάρχει ακόµη µια νύχτα, µάλλον µια ζωή ολόκληρη σε µία
µόνο νύχτα. Άλλωστε στον 20ό αιώνα αργούσε συχνά να ξηµερώσει.
Το Λίγες και µία νύχτες, µε άξονα την ερωτική ιστορία που φωλιάζει στην
καρδιά της αφήγησης, εξιστορεί µια περιπέτεια για το κυνήγι του πλούτου
και την αναζήτηση της ευτυχίας. Το βιβλίο αναπλάθει µια µαγευτική
συνοικία έξω από τα τείχη της Θεσσαλονίκης, αυτή των Εξοχών, που έσβησε
για πάντα. Είναι ακόµη µια γραφή για τα σπίτια, φτωχικά και πλούσια, για
το µέσα και το έξω τους, για τους τοίχους και τα έπιπλα όπου υφαίνονται
οι ανάσες ζώντων και τεθνεώτων. Το Λίγες και µία νύχτες εµπεριέχει
ακόµη κατά κάποιον τρόπο τον σχολιασµό του, διερωτάται πίσω από την
κουίντα για τα άγονα χωράφια της γραφής, τα εργαστήριά της, τις αστοχίες
και τα πάθη της, είναι µε άλλα λόγια το κοίταγµα του ίδιου του
µυθιστορήµατος στον καθρέφτη. Πέρα όµως και πάνω απ’ όλα είναι ένα
βιβλίο για την ανήκεστο βλάβη της ύπαρξης, αυτήν που προκάλεσε ο πιο
δηµεγέρτης αιώνας, ο εικοστός.
Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλμοσίνο
Το
µυθιστόρηµα Σκηνές από τον βίο του Ματίας Αλµοσίνο είναι η ανοιχτή
παλάµη ενός χεριού που ακουµπάει στον χάρτη της Ευρώπης του 17ου αιώνα,
ενώ κάθε δάχτυλο της αφήγησης, δείχνει και διαφορετικό σηµείο του
ορίζοντα – η Αγγλία του Νεύτωνα και της Βασιλικής Εταιρείας, το
ανεξίθρησκο Άµστερνταµ των εµπόρων, η παγωµένη Πετρούπολη του τσάρου
µεταρρυθµιστή, η Βενετία της µάσκας... Ο καρπός του χεριού αγγίζει την οθωµανική απεραντοσύνη, τη Θεσσαλονίκη, την Κωνσταντινούπολη και τον Χάνδακα, τα όρια της Ευρώπης.
Ο Ματίας Αλµοσίνο, κρυπτοεβραίος στη Βασιλεία της Ελβετίας, διασχίζει
από τρυφερή ηλικία τη Respublica Christiana, τη χριστιανική επικράτεια,
ορφανός µε τον τρόπο του Ντίκενς και δέσµιος της θεοκρατικής
καταδυνάστευσης της εποχής του. Χτίζει την ενηλικίωσή του µέσα από
περιπέτειες, καθώς αλλάζει µάσκες θρησκευτικής και φυλετικής ταυτότητας,
διχασµένος σχεδόν ως το τέλος από το µέγα διακύβευµα που εγκαινιάζει ο
αιώνας του: τη γέννηση του επιστηµονικού λόγου και την ανάφλεξη του
ορθολογισµού απέναντι στη νοσταλγία του θαύµατος και στις πιο ακραίες
µεσσιανικές προσδοκίες. Ο Σπινόζα κι απέναντί του οι πιο µισαλλόδοξες
συγκρούσεις, ο Ντεκάρτ και ο Σαµπετάι Σεβί, το σύµπαν µε τα µάτια της
νέας επιστήµης ως µια καλοκουρδισµένη µηχανή και αντίκρυ της η αναµονή
του τέλους του κόσµου στα 1666 µ.Χ.
Οι τόποι των ταξιδιών
αλλάζουν ραγδαία σε µια πλούσια σκηνογραφία: µια διάβαση στις Άλπεις, η
Βενετία της παροικίας των Εβραίων και των Γραικών, η Θεσσαλονίκη του
Σαµπετάι Σεβί, η Πάντοβα και το φηµισµένο της πανεπιστήµιο, το Τζάντε, η
πτώση του Χάνδακα, η Κωνσταντινούπολη των θαυµάτων, το Λονδίνο της νέας
επιστήµης, τόποι της Γερµανίας, οι ρουµανικές χώρες των ορθόδοξων
ηγεµόνων, η επικράτεια του Μεγάλου Πέτρου µε τις στέπες και τα
ξεχειλισµένα ποτάµια και, τέλος, ένα όρος που το είπανε Άγιο.
Το µυθιστόρηµα εξιστορεί τη ζωή ενός προικισµένου ανθρώπου, γιατρού και
πολυπράγµονα στοχαστή, που δρασκελίζει χώρες, γλώσσες, πολιτισµούς, που
περιπλανιέται σε ανθρώπους και ιδέες. Ένα βιβλίο για την ιστορία της
ιατρικής και της Ευρώπης, ένα χρονικό της νοσταλγίας του Θεού και της
συνάντησης των θρησκειών, ένα οδοιπορικό στη µελαγχολία, στην αναζήτηση
της φιλοσοφικής καταφυγής στον άλλο άνθρωπο και στο πρόσωπό του.
Όλα είναι σκηνές από τη διάρκεια µιας ζωής – σκηνές µόνο, γιατί ακόµη
και το µυθιστόρηµα αδυνατεί να αναπαραστήσει τον ανθρώπινο βίο στην
ολότητά του.
Ανεμώλια
Τα
Ανεμώλια είναι ένα βιβλίο για την αντρική φιλία και τη φυγή. Μια παρέα
φίλων από παιδιά δραπετεύει μ’ ένα ιστιοπλοϊκό στην αρχή του καλοκαιριού
αφήνοντας πίσω για πάντα όλη την προηγούμενη ζωή τους. Μέσα από τις
περιπέτειες του ταξιδιού, το πικρό χιούμορ, τα απρόοπτα και την
παλινδρομική μνήμη του αφηγητή αναδύεται ο πρόσφατος νεοελληνικός
μηδενισμός και η δίνη στην οποία έχει πέσει η χώρα τα τελευταία τριάντα χρόνια.
Ανεμώλια στη γλώσσα του Ομήρου είναι τα λόγια του ανέμου, τα μάταια, τα
ανώφελα. Σ’ αυτό το μυθιστόρημα που το διατρέχει μια συνεχής συνομιλία
με τον ομηρικό κόσμο, ανεμώλια είναι η διαφυγή από τον κόσμο της
αρσενικής απελπισίας, η απόδραση από την ασφυκτική καθημερινότητα αλλά
και η δίψα για την αναζήτηση της νεότητας κι εκείνης της ομορφιάς που
καταλύει τον χρόνο.
Φράουστ
Μια
παρέα, μια πόλη, οι συγγραφείς της. Ένα κομμάτι αιωνιότητας εισχωρεί
στη ζωή και στο σώμα του νεαρού συγγραφέα. Ο ανυπέρβλητος Φάουστ, το
σύμβολο της ευρωπαϊκής ψυχής, μετενσαρκώνεται και η αυλαία του θρύλου
του ανοίγει ξανά, αυτή τη φορά στις συνοικίες των μεγαλουπόλεων και στα
νησιά της Ελλάδας. Ο νεαρός συγγραφέας-Φάουστ θα πάρει τον δρόμο της
ανθρωποθυσίας κρατώντας στην αγκαλιά του τα εικονίσματα
της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Το ταξίδι, η μοναξιά, ο ίλιγγος της
παρωδίας, τα μεγάλα βιβλία που έχουν στοιχειώσει και σαν αρχαίοι
υποκριτές υποδύονται τους ανθρώπους αλλά και τους θεούς. Και πάντα
μπροστά το ταξίδι και ξοπίσω του οι συγγραφείς, απλά κτερίσματα στον
τάφο του Οδυσσέα.
Το «Φράουστ» είναι το πρώτο μυθιστόρημα του
συγγραφέα, που επανεκδίδεται είκοσι χρόνια ύστερα από τη συγγραφή του.
Πρόκειται για μία ακόμη εκδοχή του φαουστικού μύθου και της μεταμφίεσης
του Κακού καθώς αυτό τρυπώνει από τις χαραμάδες στα εργαστήρια των
βιβλίων. Η θεματική του, που χαρτογραφεί την αγωνία της γραφής και την
αναπαράσταση ενός κόσμου που ακούει τους τριγμούς του, καθιστά το έργο
διαχρονικό, αφού το πρόπλασμα κάθε καλλιτεχνικής δημιουργίας παραμένει
για πάντα ανοχύρωτο.
Η αηδονόπιτα
Η Αηδονόπιτα είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα περιπέτειας, πρωταρχικά όμως είναι ένα βιβλίο για τον έρωτα και την ελευθερία.
Η περιήγηση ενός Αμερικανού φιλέλληνα στον κόσμο της Ελληνικής
Επανάστασης του 1821 είναι η αφορμή για να ανασυσταθεί στα μάτια του
αναγνώστη ο ελληνικός κόσμος του πρώιμου 19ου αιώνα, ο κόσμος του
εμπορίου στα λιμάνια και στις ευρωπαϊκές παροικίες, ο κόσμος των
γραμμάτων της Εσπερίας, η ελληνική φιλοκαλία και παράδοση, αλλά και ο βρόντος των όπλων του ξεσηκωμού.
Ο Γκάμπριελ Θάκερεϊ Λίντον, σπουδαστής της αρχαίας ελληνικής
φιλολογίας, ύστερα από έναν πικρό και ατελέσφορο έρωτα αποφασίζει να
περάσει τον ωκεανό συνεπαρμένος από το πνεύμα των ταξιδιών του Μπάιρον.
Περνώντας από τα πιο βασικά μεσογειακά λιμάνια και καθώς αναζητά τους
χάρτινους Έλληνες των βιβλίων του, η ρότα του ταξιδιού φέρνει τον νεαρό
Αμερικανό στη Νάξο και από εκεί στη Θεσσαλονίκη την εποχή που η πόλη
δοκιμάζεται σκληρά από έναν πολύμηνο κύκλο αίματος και τρομοκρατίας. Από
εκεί μια καινούρια περιπλάνηση ξεκινά, στεριανή αυτήν τη φορά, στα
λημέρια του Ολύμπου, στον Θεσσαλικό κάμπο, στον Ασπροπόταμο, στα
αρματολίκια της Ρούμελης ως και στο έγκλειστο Μεσολόγγι. Περνούν έτσι
πέντε χρόνια δράσης, στοχασμού αλλά και ενός τυραννικού έρωτα, που,
εκτός από τη κύρια αφήγηση, περιγράφονται και μέσα από τις σελίδες ενός
ημερολογίου, το οποίο και καταλήγει σημαντικό στα επόμενα χρόνια. Στις
σελίδες του περνούν και καταγράφονται με το άρωμα του ρομαντισμού ο
Μπάιρον, ο Ανώνυμος ο Έλληνας, συγγραφέας της Ελληνικής Νομαρχίας,
γνωστοί αρματολοί, οι υπερασπιστές του Μεσολογγίου, πιο πολύ όμως
καταγράφεται μια εσωτερική ζωή, ένας φιλοσοφικός σπαραγμός για την
ανθρώπινη μοίρα και την αναζήτηση του Θεού.
Η «αηδονόπιτα» ήταν
μια φράση των Ελλήνων εκείνης της εποχής που δήλωνε το ανέφικτο, το
άπιαστο ιδανικό της ομορφιάς, τη ραχοκοκαλιά των ονείρων και τη σχέση
τους με το αδύναμο του ανθρώπου. Το μυθιστόρημα χρησιμοποιεί αυτήν τη
λέξη όχι ως χλεύη κατά του οράματος αλλά πιο πολύ ως υπόσχεση στην
ανθρώπινη μοίρα πως δικαιούται ένα κομμάτι στην ελπίδα.
Στη σκιά της πεταλούδας
Το
βιβλίο αυτό είναι ένα ιστορικό μυθιστόρημα του ευρύτερου
βορειοελλαδικού χώρου μέσα από το χρονικό δύο οικογενειών που απλώνεται
σε τρεις ολόκληρες γενιές. Από την Ανατολική Ρωμυλία και την
Αδριανούπολη στα τέλη του 19ου αιώνα και από τα καμένα χωριά των
φυλετικών ανταγωνισμών στη Μακεδονία της ίδιας εποχής, έως τη σημερινή
Θεσσαλονίκη, οι πόλεμοι, η προσφυγιά, ο ιδρώτας και τα πάθη τόσων χρόνων
έρχονται και στραγγίζουν στη συνάντηση ενός άντρα και μιας γυναίκας
έναν τριήμερο καύσωνα του Αυγούστου κάτω από περίεργες συνθήκες. Είναι
ακόμη ένα μυθιστόρημα-έπος του αγώνα της καθημερινής ζωής, καθώς και μια
ελεγεία των «αποτυχημένων», του έρωτα και του χρόνου που περνά. Πιο
πολύ όμως είναι το εκτενές μυθιστόρημα της Θεσσαλονίκης. Τα κτίρια, οι
δρόμοι, τα στέκια, οι γωνιές της, οι εξοχές της, τα περίχωρα, το δέρμα
της ολόκληρο, με το αποτύπωμα ενός ολόκληρου αιώνα. «Ήθελα να γράψω ένα
βιβλίο για τους “αποτυχημένους”. Επέλεξα να το κάνω με τη μορφή ενός
ιδιότυπου ιστορικού μυθιστορήματος, όπου μέσα από το κατακλυσμιαίο
πέρασμα της ιστορίας σε ολόκληρο τον εικοστό αιώνα θα προσπαθούσα να
αναστήσω στα μάτια του αναγνώστη το πανάρχαιο δράμα, τη συνάντηση του
ανθρώπου με την προσωπική του αποτυχία και πτώση». Ισίδωρος Ζουργός
Η ψίχα εκείνου του καλοκαιριού
Πόσο
κρατάει ένα καλοκαίρι; Γιατί εκείνο ειδικά το καλοκαίρι φαινόταν
ατελείωτο; Γιατί τα δάχτυλα του εντεκάχρονου Νικόλα πίεζαν την ψίχα και
την έκαναν ζυμάρι; Ίσως γιατί ένας πόλεμος φυσούσε από μακριά και έσερνε
μαζί του κι έναν άλλο φόβο, αυτόν της ενηλικίωσης. Όλα αυτά μέσα σε
παρέες όμοιες συμμορίες, με αρχηγούς επικούς, που τρεχοβολούσαν στα
καλντερίμια του χωριού και φόβιζαν τα τζιτζίκια. Τα
ξύλα, οι σαΐτες, τα τόξα, ένα κουρεμένο κεφάλι, ένα όμορφο φουστάνι, ο
έρωτας: μνημεία του καλοκαιριού και μιας εποχής ανεξίτηλης. Τότε που,
ενώ τα κουκουνάρια έσκαζαν τα μεσημέρια απ' τη ζέστη σαν χειροβομβίδες,
τα ραδιόφωνα παιάνιζαν εμβατήρια. Πάντα στο ξεψύχισμα του Αυγούστου
έπιαναν τα πρωτοβρόχια. Ήταν το καλοκαίρι του 1974...
Αποσπάσματα από το βιβλίο του ωκεανού
Τα
Αποσπάσματα από το βιβλίο του ωκεανού είναι ένα μυθιστόρημα που φωτίζει
με μαγικό τρόπο τη Μεσόγειο θάλασσα, την ιστορία της και, κυρίως, τους
αρχετυπικούς της μύθους.
Ένα βράδυ, ύστερα από μια δυνατή καταιγίδα,
σ' ένα μικρό νησί του Αιγαίου, κάποιος άγνωστός διηγείται αποσπάσματα
ενός βιβλίου που δε γράφτηκε ποτέ. Μιλά για ένα ιστιοφόρο που ξεκίνησε
από τη Σύρα το τελευταίο καλοκαίρι του 19ου αιώνα
με προορισμό την Κωνσταντινούπολη. Πάνω σ' αυτό, ένας γέρος Ανατολίτης
παραμυθάς αφηγείται κάθε βράδυ στους συνταξιδιώτες του τους δικούς του
μύθους για το Αρχιπέλαγος: ιστορίες πλαισιωμένες από μυθικά όντα της
λαϊκής παράδοσης, δράκους, νάνους, ξωθιές, βρικόλακες, μοίρες, σε τόπους
ιστορικούς αλλά και στα παλάτια του κάτω κόσμου, σε στοιχειωμένους
ανεμόμυλους, σε ξεροπήγαδα, σε ελαιώνες με ξωτικά. Οι αφηγήσεις αυτές
βουτούν τα χέρια τους σε δυο λεκάνες, μπλέκοντας τον παγανισμό και τις
ιερές αφηγήσεις της Μεσογείου με την ιστορία και το σμίξιμο των
πολιτισμών της.
Ένα μυθιστόρημα για τους ταξιδιώτες και τους
ναυαγούς του ωκεανού της Ιστορίας, μια εν πλω αλληγορία της υπαρκτικής
μοναξιάς. Σημαία αυτού του καραβιού είναι η νοσταλγία για το παντοτινά
χαμένο γήτεμα των παραμυθιών αλλά και μια ελεγεία για τη στέγνια των
νέων χρόνων.
"Ο Ζουργός έγραψε ένα μυθιστόρημα που δείχνει να
αγνοεί το επίκαιρο σήμερα και να στρέφεται προς το διαχρονικό χτες· ένα
χτες βουτηγμένο στη δυναμική της παράδοσης και την υπαινικτικότητα του
θρύλου".
Μάνος Κοντολέων, περ. Εντευκτήριο
"Με τα Αποσπάσματα από το βιβλίο του ωκεανού ο Ισίδωρος Ζουργός κάνει ένα βήμα προς την πλευρά των κρίσιμων νοουμένων".
Γιώργος Βέης, εφ. Ελευθεροτυπία