Ερώτηση 1η: Ποιος/α είναι ο/η αγαπημένος/η σας συγγραφέας;
Α.Σ.: Δεν μπορώ να ξεχωρίσω μόνο έναν ή μία. Οι συγγραφείς που με επηρέασαν ως άνθρωπο και έχουν μία εξέχουσα θέση στο διανοητικό μου σύμπαν είναι πάρα πολλοί. Αν θα έπρεπε να τους αναφέρω όλους, θα γέμιζα πολλές σελίδες και πάλι θα υπήρχε ο κίνδυνος να ξεχάσω κάποιους από αυτούς. Γι’ αυτό, θα μου επιτρέψετε να μην απαντήσω στην ερώτησή σας.
Ερώτηση 2η: Ποιο είναι το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε;
Α.Σ.: Δεν είμαι βέβαιη. Πιθανότατα το «Χωρίς οικογένεια» του Malot ή το «Με οικογένεια» του ιδίου ή ενδεχομένως το «Ψηλά βουνά» του Παπαντωνίου. Αυτά τουλάχιστον, ήταν ανάμεσα στα πρώτα μου αναγνώσματα που με σημάδεψαν. Θυμάμαι ακόμη με ακρίβεια, μετά από τόσα χρόνια, μια φράση από τα Ψηλά βουνά που νοηματοδότησε τη ζωή μου: «Μη φοβάσαι τη νύχτα, μη σε τρομάζουν οι ίσκιοι. Όποιος κάνει εκείνο που πρέπει, δεν έχει να φοβηθεί κανέναν».
Ερώτηση 3η: Τι σας ώθησε να ξεκινήσετε τη συγγραφή;
Α.Σ.: Η αλήθεια είναι πως, δεν ξέρω πότε ακριβώς άνθισε μέσα μου αυτή η επιθυμία. Το να φτιάχνω ιστορίες ήταν κάτι αναπόφευκτο και συνδεδεμένο με τις φυσικές καταβολές και τα βιώματά μου. Βλέπετε, η γιαγιά, αλλά και η μητέρα μου διηγούνταν πολύ όμορφες ιστορίες και έτσι θέλησα κι εγώ να καταθέσω τις δικές μου, σε ένα πλαίσιο συνεισφοράς, αλλά και ανταγωνισμού. Θυμάμαι ξεκάθαρα ότι κάπου στην ηλικία των οκτώ, σκαρφίστηκα το πρώτο μου παραμύθι και το διηγήθηκα στη γιαγιά μου, προσπαθώντας μάταια να την εντυπωσιάσω και ίσως να την ξεπεράσω. Φυσικά, δεν τα κατάφερα. Με κοίταξε, και απλώς χαμογέλασε. Τότε, μιας και επιζητούσα πιο ενθουσιώδες κοινό, απευθύνθηκα στις φίλες μου που γοητεύτηκαν και παράλληλα τρόμαξαν με την ιστορία μου για τις κακιές νεράιδες. Οπότε, εισέπραξα την πρώτη μου επιβεβαίωση. Αργότερα, στην εφηβεία μου, εκτός από μικρά διηγήματα άρχισα να πειραματίζομαι στην ποίηση και να προσπαθώ να διαχειριστώ ένα μυθιστόρημα που ξεκίνησα γύρω στα δεκατρία μου. Υπό αυτή τη έννοια, γράφω από παιδί, ωστόσο τόλμησα να στείλω ένα από τα έργα μου προς αξιολόγηση και έκδοση σε ώριμη ηλικία –όταν αισθάνθηκα πως ξέρω πού βαδίζω.
Ερώτηση 4η: Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας “Μαύρα Λιβάδια”;
Α.Σ.: Σε μια πρώτη ανάγνωση είναι ένα επικό μυθιστόρημα φαντασίας με στοιχεία πολεμικής λογοτεχνίας, εμπνευσμένο από το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη «Θανάσης Βάγιας, ο βρικόλακας» και το Έπος του Διγενή Ακρίτα. Για μένα όμως, είναι μια ιστορία αλληγορίας, ένα σχόλιο για τον πόλεμο, την επανάσταση και τις σχέσεις των ανθρώπων σε πιεστικές καταστάσεις
μεγάλης κρίσης ή κατάφωρης αδικίας. Και από την άλλη, με ενδιέφερε να μιλήσω για τον έρωτα, τη φιλία, την ενότητα, την οικογένεια και να ψηλαφίσω τη βιωματική μας πίστη στην αξία της ανθρώπινης ύπαρξης και στην εν δυνάμει ικανότητά μας να διατηρούμε την ψυχή μας εν μέσω του πανικού και του τρόμου.
Ερώτηση 5η: Ο τίτλος του βιβλίου σας εκπέμπει κάτι το σκοτεινό. Γιατί δώσατε αυτόν τον τίτλο στην ιστορία σας;
Α.Σ.: Το μαύρο ως χρώμα βρίσκεται σε αντίθεση με το πράσινο, που μας έρχεται στο μυαλό όταν ακούμε τη λέξη «λιβάδια». Όμως, το περιβάλλον στο οποίο εξελίσσεται η ιστορία είναι δυστοπικό. Πρόκειται για έναν κόσμο που οι πολλοί θυσιάζουν τη νιότη και ενδεχομένως τη ζωή τους στον βωμό της σωτηρίας των ανθρώπων, την ώρα που οι λίγοι, οι κρατούντες πλουτίζουν εις βάρος τους. Ένας τέτοιος κόσμος δεν μπορεί να μην είναι σκοτεινός και δυσοίωνος. Όπως αντιλαμβάνεστε λοιπόν, η επιλογή του τίτλου εξυπηρετεί την αλληγορία των μηνυμάτων του περιεχομένου. Μιας και μ’ αυτό το μυθιστόρημα επιχείρησα να υποβάλλω μερικά από τα πιο «καυτά» ερωτήματα που μας απασχολούν: Τις συνεχιζόμενες απόπειρες της εξουσίας να χαλιναγωγήσει την ελεύθερη συνείδηση των πολιτών, αλλά και την τάση της σύγχρονης κοινωνίας να συντηρεί τα «κακώς κείμενα», περιστέλλοντας σε δραματικό βαθμό την από καιρό υπονομευμένη και διαταραγμένη ταυτότητά της.
Επιπλέον, πριν αρχίσω να γράφω το βιβλίο, είχα διαβάσει ένα εκλαϊκευμένο άρθρο αστροφυσικής που μου έκανε εντύπωση και μου έδωσε την έμπνευση για το όνομα. Έλεγε ότι, οι εξωπλανήτες βρίσκονται σε συστήματα με δύο άστρα. Έτσι, αν υπήρχαν λιβάδια, για να μπορέσουν να απορροφήσουν το φως σε πολλά μήκη κύματος θα έπρεπε να έχουν πολύ σκούρο χρώμα.
Ερώτηση 6η: Η Αλεξάνδρα θα αναγκαστεί να εγκαταλείψει το σπίτι της για να εκπληρώσει κάτι που οφείλει η οικογένειά της. Πείτε μας λίγα λόγια για τον κεντρικό χαρακτήρα του πονήματός σας.
Α.Σ.: Η Αλεξάνδρα, η δεκαεννιάχρονη αφηγήτρια της ιστορίας είναι μια φοιτήτρια και παιδί αγροτών που ξαφνικά ανακαλύπτει ότι, η οικογένειά της είναι δέσμια ενός αρχαίου όρκου που δόθηκε από χιλιάδες οικογένειες στρατιωτών και κατοίκων του Βυζαντίου πριν εννιά αιώνες -την εποχή του Αλέξιου Α΄ του Κομνηνού. Ενός όρκου που επιβάλει σε χιλιάδες οικογένειες να στέλνουν ένα τους παιδί σε μια εικοσαετή στρατιωτική θητεία στα Μαύρα Λιβάδια. Έναν τόπο - σύνορο που φυλάσσεται από Ακρίτες που προστατεύουν την ανθρωπότητα από μια πιθανή εισβολή. Όταν αντιλαμβάνεται ότι, εκείνος που έρχονται να πάρουν οι στρατολόγοι είναι ο μικρός και άρρωστος αδερφός της, ζητάει και παίρνει τη θέση του. Έτσι, καταλήγει σ’ έναν άγνωστο πλανήτη και σε μια άκρως στρατοκρατική και απολυταρχική κοινωνία που είναι δομημένη αυστηρά γύρω από το στράτευμα. Εκεί, έρχεται αντιμέτωπη με τη σκληρή στρατιωτική εκπαίδευση, με ίντριγκες,
συνωμοσίες και κρυμμένες απειλές την ώρα που τεράστιοι κίνδυνοι ελλοχεύουν έξω από το οχυρό των ανθρώπων.
Ο κεντρικός χαρακτήρας λοιπόν, ξεκινά να αναπτύσσεται στο βιβλίο ως ένα νέο κορίτσι που κάνει όνειρα και αγωνίζεται για το μέλλον του, όπως όλοι οι νέοι της εποχής μας. Ωστόσο, μ’ αυτά που αντιμετωπίζει πληγώνεται, τρομάζει και φτάνει στο σημείο να αμφισβητήσει όλα όσα μέχρι τώρα γνώριζε και θεωρούσε κοινώς παραδεκτά. Για να μπορέσει να επιβιώσει, αλλάζει. Σκληραίνει, κλείνεται στον εαυτό της, γίνεται επιφυλακτική και για να προστατευτεί προτάσσει τον θυμό που τον μεταλλάσει σταδιακά σε μένος. Ένα όμως, από τα πρώτα πράγματα που καταφέρνουν να σπάσουν αυτό το σκληρό «κέλυφος» του χαρακτήρα που έχει δημιουργήσει, είναι η φιλία και η συμπαράσταση που της χαρίζουν τα κορίτσια του λόχου της. Οι κοπέλες που μοιράζονται μαζί της την ίδια μοίρα. Και τα επόμενα ρήγματα στη σκληρότητα της Αλεξάνδρας τα επιφέρουν ο έρωτας, αλλά και η αίσθηση ότι ανήκει σε μια δεμένη κοινότητα που «γνωρίζει τι συμβαίνει», σε ένα «όλον» που κατέχει την αλήθεια.
Ερώτηση 7η: Όπως συμβαίνει με πολλές οικογένειες, τα παιδιά δεν ακολουθούν πάντα το όνειρό τους και “αναγκάζοντας” τα να σπουδάζουν κάτι που δεν τους ταιριάζει και δεν αγαπούν. Πιστεύετε ότι αυτό οφείλεται σε πιέσεις των γονιών ή σε κάποιον άλλον παράγοντα;
Α.Σ.: Ενδεχομένως, κάποιες φορές να οφείλεται στην καθοδήγηση των γονιών. Ωστόσο, θεωρώ πως οφείλεται κυρίως στη χρόνια οικονομική ύφεση που αντιμετωπίζει η χώρα μας και οδηγεί τα παιδιά μας να συμβιβάζονται ποικιλοτρόπως.
Ερώτηση 8η: Καλό και κακό. Βλέπουμε ότι η ιεραρχία, όπου και αν υπάρχει, να ενεργεί με γνώμονα το συμφέρον της και όχι το κοινό καλό. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Α.Σ.: Γιατί είναι ίδιο, γνώρισμα της ανθρωπότητας. Όταν οι αρχέγονες κοινωνίες παρήγαγαν μόνο όσα χρειάζονταν για να επιβιώσουν, πιθανότατα δε συνέβαινε. Εντούτοις, μόλις εμφανίστηκε στην παραγωγή το επιπλέον, το περίσσευμα, δηλαδή η «υπεραξία», ήρθε κι «αυτός» που ο Μαρξ σκιαγράφησε ως «διαχρονικό καταχραστή». Εκείνος που κινείται με μόνο γνώμονα το προσωπικό του κέρδος, και δεν ενδιαφέρεται για τους υπόλοιπους.
Ερώτηση 9η: Ο έρωτας αλλάζει τόσο την Αλεξάνδρα όσο και τον Μετέ. Το ίδιο έχει συμβεί και στη δική σας ζωή;
Α.Σ.: Ο έρωτας, πράγματι μας αλλάζει. Άλλοτε προς το καλύτερο και άλλοτε προς το χειρότερο. Εντούτοις πιστεύω πως, επειδή η επιρροή του έρωτα δρα σαρωτικά, θα πρέπει να προσπαθούμε να διατηρήσουμε τον εαυτό μας, τα πιστεύω μας και την ψυχή μας ακέραια και αλώβητα έναντι αυτών των αλλαγών. Οι ήρωές μου αλλάζουν, αλλά δε χάνουν τον εαυτό τους, τον τρόπο που αυτό-
ορίζονται. Το ίδιο ελπίζω πως συνέβη και σε εμένα, αλλά θα μπορώ να απαντήσω σ’ αυτό το ερώτημα με σιγουριά μόνο προς το τέλος της ζωής μου.
Ερώτηση 10η: Στο βιβλίο σας μας λέτε ότι εμπνευστήκατε από το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη “Βρικόλακας” και το έπος του Διγενή Ακρίτα. Θα θέλατε να μας πείτε ποια στοιχεία αυτών των δύο σας ενέπνευσαν;
Α.Σ.: Θα ξεκινήσω πρώτα από το έπος του Διγενή. Η κοινωνία που έχτισα σ’ αυτό το μυθιστόρημα, είναι κοινωνία Ακριτών που φυλάνε τα σύνορα των ανθρώπων από εισβολές. Η στρατιωτική τους δομή βέβαια, μοιάζει με τη σύγχρονη, αλλά τα όπλα που χρησιμοποιούνται από τους Ακρίτες είναι κυρίως αρχαία και η ομοψυχία και η γενναιότητα που τους διακρίνει, έχουν σαφείς αναφορές στα ιδανικά που πρεσβεύει το έπος. Από την άλλη, η ανάγνωση που έκανα στο ποίημα του Βαλαωρίτη δεν «έβλεπε» τον Θανάση Βάγια μόνο ως ένα απεχθές τέρας. Εξάλλου, η ιστορική του παρουσία είναι διφορούμενη, μιας και κάποιοι τον θεωρούν προδότη και άλλοι ήρωα. Εγώ τον φαντάστηκα και τον αναδημιούργησα, ως ένα βασανισμένο τέρας που ωστόσο κατάφερε να διατηρήσει την αυτοσυνείδηση και την ανθρωπιά του.
Ερώτηση 11η: Φιλία, οικογένεια, πίστη και δυναμισμός είναι μερικές από τις αρετές που διακρίνει τους ήρωές σας. Εσείς τι ερμηνεία δίνετε στο καθένα για τη θέση που κατέχουν στη ζωή σας;
Α.Σ.: Σε όλα τα σπουδαία που αναφέρετε, θα μου επιτρέψετε να προσθέσω και τα ιδανικά. Όλα μαζί: Φιλία, οικογένεια, πίστη, ιδανικά και δυναμισμός είναι τα βασικά συστατικά που μας καθιστούν ανθρώπους. Αποτελούν τον τόπο που εδράζεται η «ανθρωπιά» μας.
Ερώτηση 12η: Τι θα θέλατε να πείτε στους αναγνώστες σας;
Α.Σ.: Στους αναγνώστες μου ή γενικά στους «υποψιασμένους» αναγνώστες της φανταστικής λογοτεχνίας θα ήθελα να απευθύνω μόνο ένα μότο που ενστερνίζομαι: Φώτισε το σκοτάδι σου, πριν σου επιβληθεί η νύχτα.
Ωστόσο, θα ήθελα να μου επιτρέψετε να απευθυνθώ και σε εκείνους τους ανθρώπους που στέκονται διστακτικοί έναντι της λογοτεχνίας του φανταστικού, θεωρώντας την «παραλογοτεχνία». Σ’ αυτούς, θα ήθελα να πω πολλά, αλλά θα τα συνοψίσω στα εξής:
Η μυθοπλασία είναι γνώρισμα όλης της λογοτεχνίας. Παρ’ όλα αυτά, η φανταστική λογοτεχνία ακόμη ξενίζει. Τι είναι αυτό όμως που κάνει κάποιους να ενθουσιάζονται και άλλους να την απαξιώνουν, δίχως να τη διαβάσουν; Δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο παρά το υπερβολικό και το ανορθολογικό της στοιχείο. Το αρχέτυπο του τέρατος που συμβολίζει το απόλυτο κακό, και ως αντίβαρο η αρχετυπική μορφή του καλού. Ωστόσο, αυτό που παραβλέπεται από όσους αμφισβητούν τη φανταστική λογοτεχνία είναι πως τα υπερβολικά και μη ορθολογικά στοιχεία της δεν είναι τίποτα άλλο από συμβολισμούς και αλληγορίες. Η φανταστική λογοτεχνία διηγείται την ιστορία διαφορετικά, ενισχύοντας την υπερβολή για να τονίσει τις ιδιαίτερες πτυχές της. Εντούτοις, οι ανθρώπινες σχέσεις που περιγράφονται σ’ αυτή, θα ακολουθήσουν τους ίδιους, γνωστούς δρόμους με αυτούς του πραγματικού κόσμου που βιώνουμε. Όπου κι αν τοποθετήσουμε λοιπόν, την αφετηρία της λογοτεχνίας του φανταστικού, είτε στην ομηρική αρχαιότητα, ή στην ελληνιστική περίοδο, ή ίσως στις αλληγορικές αφηγήσεις του Μεσαίωνα και στο γοτθικό μυθιστόρημα, το κλίμα στα σύγχρονα έργα της, υπαγορεύει ένας έντονος και ιδιαίτερα ανήσυχος κοινωνικοπολιτικός προβληματισμός.
Ερώτηση 13η: Θα θέλατε να μας πείτε μερικά λόγια για το επόμενο συγγραφικό βήμα σας;
Α.Σ.: Στις αρχές του 2019 θα κυκλοφορήσει η συλλογή «Ο γυρισμός του Ορέστη» που γράψαμε με τον συγγραφέα και καλό μου φίλο Γιώργο Γιώτσα. Πρόκειται για εφτά αλληγορικές ιστορίες φαντασίας και τρόμου που περιστρέφονται γύρω από τους ελληνικούς μύθους και τις δοξασίες για τους βρικόλακες. Η αρχική έμπνευση για κάθε μία από αυτές στηρίζεται σε σύντομες διηγήσεις που κατέγραψε στις αρχές του 20ου αιώνα ο Νικόλαος Πολίτης στο έργο του «Παραδόσεις», αλλά και άλλοι ξένοι λαογράφοι και μελετητές. Επιπλέον, η τελευταία νουβέλα που γράψαμε από κοινού με τον Γιώργο -και που έδωσε τον τίτλο στη συλλογή- βασίστηκε πάνω σε μία διήγηση φίλης που μας μετέφερε μια παραδοσιακή δοξασία του νομού Πιερίας.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη που μου παραχωρήσατε! Εύχομαι κάθε επιτυχία και καλοτάξιδα τα βιβλία σας!!!
Η Αγνή Σιούλα γεννήθηκε στην Κοζάνη και μεγάλωσε ακούγοντας δημώδη αλλά και αυτοσχέδια παραμύθια απ’ τη γιαγιά και τη μητέρα της. Απ’ την παιδική της ηλικία υπήρξε φανατική αναγνώστρια και σύντομα άρχισε να γράφει και η ίδια. Σπούδασε βιβλιοθηκονομία και έχει μεταπτυχιακό δίπλωμα στη Διοίκηση. Κατοικεί με την οικογένειά της σε ένα μικρό χωριό του νομού Σερρών και εργάζεται σε βιβλιοθήκη. Της αρέσουν τα ταξίδια, οι ταινίες, οι σειρές φαντασίας και συνεχίζει να λατρεύει το διάβασμα. Το πρώτο της μυθιστόρημα «Έρχονται με την ομίχλη» εκδόθηκε το 2013, ενώ το 2017 συμμετείχε στη συλλογή διηγημάτων φαντασίας «Ιστορίες της γιαγιάς Ιτιάς».
(2017) Μαύρα λιβάδια, Λυκόφως
(2013) Έρχονται με την ομίχλη, Εκδόσεις Πατάκη
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2017) Ιστορίες της γιαγιάς ιτιάς, Εκδόσεις Πηγή
Η Αλεξάνδρα Βάγια είναι μια δεκαεννιάχρονη φοιτήτρια που κάνει όνειρα και σχεδιάζει το μέλλον της. Μέχρι που ανακαλύπτει ότι ο μικρός της αδερφός είναι δέσμιος ενός όρκου αίματος. Για να τον σώσει, αποφασίζει να καταταγεί στη θέση του.
Εννιά αιώνες πριν, χιλιάδες οικογένειες έδωσαν έναν Όρκο Αίματος, δεσμεύοντας ένα παιδί κάθε δεύτερης γενιάς, σε μια εικοσαετή θητεία στα Μαύρα Λιβάδια. Εκεί που ο θάνατος ελλοχεύει
και θα μας επισκεφτεί, αν οι ακρίτες δε θυσιάσουν τα νιάτα τους και ενίοτε τη ζωή τους στη φύλαξη των συνόρων!
"Μαύρα Λιβάδια", ένα μυθιστόρημα επικής φαντασίας, εμπνευσμένο απ' το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη "Βρικόλακας" και το έπος του Διγενή Ακρίτα.
Μέσα στο όνειρο ο Κωνσταντίνος καλεί την αδελφή του. Το κάλεσμά του θυμίζει τραγούδι. Αλλά είναι προειδοποίηση... Τα δυο αδέρφια είναι μέρος ενός σχεδίου που τους υπερβαίνει.
Από μικρή η Αρετή βασανιζόταν από τρομακτικά οράματα. Στα δώδεκά της, έχοντας χάσει πατέρα και αδερφό, καταφεύγει με τη μητέρα της στο σπίτι της γιαγιάς σ' ένα μικρό χωριό της παραμεθορίου. Στα δεκάξι της φαίνεται να έχει ορθοποδίσει, και τότε αρχίζουν τα καλέσματα του αδερφού, που την προειδοποιεί γι' αυτό που έρχεται...
Αρχικά αντιμετωπίζει το όνειρο ως αποκύημα της φαντασίας της. Όταν όμως ερωτεύεται τον Βλαδίμηρο, η ευτυχία της μοιάζει θνησιγενής· γιατί οι εφιάλτες που την κατέτρυχαν μικρή εισβάλλουν ταυτόχρονα με τον έρωτα στη ζωή της.
Έπειτα ο αγαπημένος της εξαφανίζεται κι αυτή αποφασίζει πως πρέπει να αγνοήσει τον πόνο της απόρριψης και να αντιμετωπίσει με όλες της τις δυνάμεις αυτούς που παραμονεύουν στο σκοτάδι κι έρχονται με την ομίχλη...