Τίτλος Βιβλίου: Έκπτωτη Θεά, Μεταμόρφωση - Αναγέννηση (Προδημοσίευση αποσπάσματος)
Συγγραφέας:Βαρβάρα Σεργίου
Εκδόσεις:Maradel Books
Κατηγορία: Ελληνική λογοτεχνία - Φαντασίας
Σελίδες: 489
Φιλολογική Επιμέλεια: Ρία Ροροπούλου
Εξώφυλλο: MAKETASTUDIO
Δημιουργία βίντεο: Σοφία Μαραντίδου
ISBN: 978-618-84017-6-1
Ημερομηνία Έκδοσης: Απρίλιος 2019
Θα ήθελα να
ευχαριστήσω τις εκδόσεις MARADEL BOOKS για την εμπιστοσύνη που έδειξαν στο
blog "Βιβλιομανία - Βιβλιολατρεία" και δέχθηκαν να παραχωρήσουν ένα
απόσπασμα από το υπό έκδοση βιβλίο της κας Βαρβάρας Σεργίου, το οποίο εύχομαι να κατακτήσει και να κερδίσει τους αναγνώστες
του και να φτάσει ψηλά! Απολαύστε, λοιπόν, ένα κομμάτι του πονήματος
της!
Απόσπασμα Βιβλίου:
Κεφάλαιο 1
ΣΑΜΜΑΝΗ
Τα δυνατά του χέρια είχαν ακινητοποιήσει το κορμί μου πλάι στο δικό του. Ήταν η τελευταία φορά που θα με άγγιζε. Το επιβεβαίωνε και η του ανάσα που έβγαινε βαριά από το στήθος του. Τα χέρια του είχαν αποκτήσει ένα περίεργο χρώμα, κράμα κόκκινου και γκρίζου. Μύριζαν τόσο απαίσια που ένιωθα να ζαλίζομαι από την αηδία. Ήταν αίμα, αναμειγμένο με σκουριά του σπαθιού του. Το δικό μου αίμα. Ήμουν θνητή. Αιμορραγούσα.
Αιώνες τώρα ο Βικά πολεμούσε ακούραστος. Ήταν πάντοτε σταθερός, βράχος στο πλάι μου. Μάχονταν για να σώσει εμένα, να γλιτώσει την ανθρωπότητα από τον αφανισμό. Κι εγώ το μόνο που ήθελα εγώ ήταν να τον κρατήσω ασφαλή από το κακό. Να τον κλείσω για πάντα στην καρδιά μου.
«Βικά», ψέλλισα και σαν αδύναμο μουρμουρητό βγήκε η φωνή μου από το μικρό μου στόμα. Ήθελα να μάθω τι συνέβη. Έπρεπε να βρω τη δύναμη να τον κοιτάξω στα μάτια, για να δω τι στους Θεούς γινόταν.
Κλεισμένοι στη Σπηλιά του Φωτός, κρυβόμασταν από τους δαίμονες. Κυρίως, όμως, κρυβόμασταν από τον Ταβαέτ.
Για πρώτη φορά ένιωθα τον τρόμο να καταβάλλει κάθε κύτταρο του σώματος μου. Δε γνώριζα πως να αντιδράσω. Ούτε ήθελα να χάσω τον Βικά. Ήταν η ζωή μου, τα πάντα για μένα. Δεν μπορούσα να τον αφήσω στο έλεος τους. Έπρεπε να τον βοηθήσω να τους ξεφύγει.
«Μην κλαις, μικρή μου νεράιδα», τον άκουσα να μου μιλά ψιθυριστά.
Βγήκα από τον λήθαργο μου, για να νιώσω την παρουσία του ίσως για τελευταία φορά. Βρισκόταν πλάι μου τον ένιωθα ένα με τον ίδιο μου τον εαυτό… Ακούμπησα τα χλωμά μου χέρια στο πρόσωπο του. Δημιούργησα εικόνες με το μυαλό μου και τις μοιράστηκα μαζί του. Τον άφησα να δει πως είχαμε επάνω μας φτερά και μαζί πετούσαμε στους αιθέρες ελεύθεροι!
Μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν είχα καταλάβει ότι καυτά δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλα μου και στη συνέχεια έπεφταν πάνω στα χέρια του. Έμοιαζαν με μικρές σταγόνες ζωής, μικρά πολύτιμα κρύσταλλα, που μέσα τους κούρνιαζαν οι αναμνήσεις μου, όλη μου η ύπαρξη. Μαζί τους και τα αισθήματα του αγγέλου που με συντρόφευε. Ήταν ο μοναδικός από τους αγγέλους που με στήριξε σε αυτήν τη μάχη, την οποία έδινα για τη σωτηρία του κόσμου μου.
«Πες μου...», τον παρακάλεσα διστακτικά, σαν να μη γνώριζα το τέλος. Ήθελα να το ακούσω από το στόμα του, για να πιστέψω ότι είχαμε χάσει τον πόλεμο.
«Αγάπη μου...», είπε και νόμισα πως άκουσα έναν λυγμό να πηγάζει από μέσα του. «Οι δυνάμεις σου, αγάπη μου, χάθηκαν. Ο Ταβαέτ τώρα είναι παντοδύναμος».
Τον κοίταζα έντονα και προσπαθούσα να κρατήσω την εικόνα του στο μυαλό μου.
«Αυτό σημαίνει ότι... Εγώ... Βικά… Μη μ’ εγκαταλείπεις... Σε ικετεύω, μην αφήσεις ποτέ...»
Ακούμπησε τα χέρια του απαλά πάνω στο στόμα μου και το σφράγισε, όσο η γλώσσα και τα δόντια μου προσπαθούσαν να δώσουν νόημα στις κραυγές μου. Ήταν σαν να έβαζε το χέρι του μέσα σε κυψέλη και σμήνος από αμέτρητες μέλισσες να του επιτίθεται με ορμή.
Το σώμα του κυριεύτηκε από άγρια απελπισία και ο πανικός τον έκανε να τρέμει. Δεν ήθελε να πιστέψει ούτε και ο ίδιος το τέλος που απειλητικά πλησίαζε. Τοποθέτησε το ένα του χέρι στο στόμα και το άλλο στο λαιμό μου και, σφίγγοντας με πάντοτε απαλά, μου έκλεψε τα λόγια. Με άφησε να κουρνιάσω στην αγκαλιά του αβοήθητη, μισολιπόθυμη και όταν κατέβασε με δυσκολία το χέρι του, βρήκε και πάλι την ψυχραιμία του. Μπορούσα να διακρίνω την υγρασία να συγκεντρώνεται και να καλύπτει τα στεγνά, σκοτεινά του μάτια. Τον κοιτούσα, αλλά για πρώτη φορά δεν μπορούσα να τον διαπεράσω. Ένιωθα πως φοβόταν για μένα.
«Δε θ’ αφήσω ποτέ να σου συμβεί κάτι κακό, μικρή μου Θεά. Είσαι τα πάντα για μένα. Η παρηγοριά της αθανασίας μου, το νόημα της ύπαρξης μου. Δε θα σε αφήσω ποτέ να χαθείς».
Έσκυψε και μου χάρισε το φιλί του. Ήταν τόσο μεθυστικό που ένιωσα να παραλύω και να πέφτω σαν πούπουλο στα χέρια του. Υπνωτισμένη από την παρουσία του, κοιτώντας τον στα μάτια, κατάλαβα τον θυμό και τη θλίψη που τον στοίχειωναν.
Με ακούμπησε κουλουριασμένη πάνω στις πέτρες, στο μέρος όπου τόσες φορές είχε γίνει η κρυψώνα του έρωτα μας. Ένιωσα την υγρασία των αγριολούλουδων που φύτρωναν ανάμεσα τους και γίνονταν μεταξένια σκεπάσματα για τα ενωμένα κορμιά μας.
«Ξεκουράσου, καρδιά μου», είπε ο Βικά γλυκά και ξέσπασε.
Το τελευταίο πράγμα που ένιωσα, ήταν τη γη να σείεται, καθώς άφηνα την τελευταία μου ανάσα!
ΒΙΚΑ
Παρακολουθούσα θολά το Είναι της να εγκαταλείπει στήθος της, αφήνοντας το κορμί της λίγο πιο ελαφρύ. Κοιτούσα την ίδια μου την ψυχή, το κορμί που φιλούσα, το σώμα που πέθαινε και ανασταινόταν για εμένα στην αγκαλιά μου, να βρίσκεται μπροστά μου άψυχο, δίχως αναπνοή· Παρατηρούσα τις πέτρες και τα λουλούδια να αγκαλιάζουν την ακίνητη μορφή.
Τόσο καιρό δεν είχα προσέξει την αθλιότητα αυτού του τόπου, που αντλούσε από εκείνη την ομορφιά του. Όλη η φύση μύριζε υπέροχα· το νερό, τα βράχια και τα λουλούδια, που κτητικά, λες και είχαν ένστικτο επιβίωσης, προσπαθούσαν να κυριαρχήσουν στο έδαφος. Προσπαθούσαν να πνίξουν τις τραχιές πέτρες και να ζώσουν τα κορμιά τους, να νιώσουν και αυτά με τη σειρά τους τη ζεστασιά και τον χυμό από τους πόρους των Θεών.
Διερωτήθηκα αν μπορούσε ακόμη να διαβάσει τις σκέψεις μου. Αν με έβλεπε που έκλαιγα με πνιγμένους λυγμούς! Έσκυψα και με τα μεγάλα μου χέρια σκέπασα το
πρόσωπο μου. Δεν ήθελα να με βλέπει. Τα νύχια στα μακριά μου δάκτυλα άρχισαν να το γδέρνουν, ώσπου το ξέσκισαν. Είχε παραμορφωθεί, όπως και η ψυχή μου, από το μαρτύριο της απώλειας.
Εγώ, ο αδίστακτος Βικά, έκλαιγα τώρα σπαραχτικά. Έκλαιγα για τη Σαμμανή, για όλα όσα έχασα, για όσα ποτέ δε θα αποκτούσα. Έκλαιγα για τους συμπαραστάτες μας. Τώρα πλέον θα έμεναν μόνοι χωρίς προστάτες να τους παρακινήσουν, χωρίς εμάς τους δύο μαζί να τους βοηθούν ακούραστα.
Με τον θάνατο της γνώριζα πως και ο δικός μου πλησίαζε. Χωρίς αυτήν, δεν είχα σημασία. Ξάπλωσα δίπλα της και ήθελα να ξέρω αν ένιωθε τη ζεστασιά του κορμιού μου πλάι στο άψυχο σώμα της.
«Το μόνο που θέλω είναι να είμαι μαζί σου», της ψιθύριζα ξανά και ξανά. «Μαζί σου, για πάντα!»
Ήθελα να αποκοιμηθώ και, όπως το λυκόφως φανερώνει την απόκρυφη δύναμη του, έτσι ήθελα η Σαμμανή να με αγκαλιάσει και να χαθούμε μαζί. Ο λόγος για να συνεχίσω να παλεύω στη μάχη δεν υπήρχε. Ήξερα πως πια δεν μου είχε απομείνει κανένας σκοπός στη ζωή.
Ζήλευα όσους είχα διαπεράσει με τη λεπίδα του σπαθιού μου. Όσους τους είχα αφαιρέσει τη ζωή στιγμιαία, χωρίς να τους δώσω ευκαιρία να νιώσουν το μέταλλο να ξεσκίζει την ασήμαντη σάρκα τους, χωρίς την πολυτέλεια του πόνου. Αρκούσε μια λαβή από το πυρωμένο σπαθί μου και στιγμιαία βρίσκονταν αντιμέτωποι με τον θάνατο που τους χάριζα.
ΣΑΜΜΑΝΗ
O Bικά ούρλιαζε, σπάραζε, έκαιγαν τα σωθικά του. Ο πόνος διαπερνούσε κάθε χιλιοστό του κορμιού του. Τόσο έντονη ήταν η αίσθηση του μαρτυρίου του, που τον έκανε να αισθάνεται τόσο ζωντανός· υπερβολικά ζωντανός χωρίς εμένα. Το μόνο που ήθελα ήταν να ξυπνήσω. Προσπαθούσα απεγνωσμένα να ανοίξω τα μάτια μου, για να τον αγκαλιάσω και να μπορέσω να τον παρηγορήσω. Ένιωθα την ψυχή του να φλέγεται μέσα από τα χάδια του. Σαν τις τρυφερές και τόσο ζεστές αγκαλιές, που μας ένωναν.
Ένιωθα την υπέρλαμπρη ψυχή του. Βρισκόταν δίπλα μου, είχε περάσει το χέρι του κάτω από τα μακριά, κατάμαυρα μαλλιά μου. Ανασήκωσε το κεφάλι μου και το έφερε στην αγκαλιά του. Το πρόσωπο μου παρέμενε παγωμένο. Ανέκφραστο. Ακίνητο. Με φίλησε στο μέτωπο και στα μαλλιά. Κατέβηκε στο λαιμό μου. Χάιδεψε με τα χείλη του τα σβησμένα μου μάτια.
«Πως είναι δυνατόν;» ψιθύρισε στο αυτί μου.
Άφησε με τα χέρια του ίχνη από πηχτό αίμα στο πρόσωπο μου. Έσκυψε και με φίλησε ξανά στο μέτωπο, σφραγίζοντας τα μάτια μου απαλά με τα ακροδάχτυλα του.
«Αγάπη μου, δε θα δεις ξανά τη δυστυχία στον κόσμο».
Άγγιξε προσεκτικά και απαλά το στόμα μου. Τα ροδοκόκκινα, ζουμερά χείλη κάτω από τα δάκτυλα του, ήταν σχεδόν μισάνοιχτα. Έμοιαζαν ακόμη να αποζητούν το στόμα του, σαν διψασμένη πηγή για να καθαρίσει τη ψυχή μου. Ο ίδιος ποθούσε το
νεκρό φιλί μου. Πλησίασε το πικρό του στόμα στο δικό μου και πήρε τη γεύση μου. Γεύτηκε με τη γλώσσα του τα χείλη μου κι έγλειψε έπειτα τα δικά του.
«Γλυκιά, όπως πάντοτε, αγάπη μου! Είσαι ζεστή. Υπάρχει, λοιπόν, ακόμα χρόνος».
Γονάτισε άτσαλα σαν μαριονέτα δίπλα στο άψυχο κορμί μου. Είχε ένα στραβό, προσποιητό χαμόγελο στα σαρκώδη χείλη του, καθώς το κορμί του έπεφτε με δύναμη στην κοιλιά μου, κάνοντας το άψυχο σώμα μου να κουνηθεί.
Το σκουριασμένο του σπαθί είχε διαπεράσει την καρδιά του. Θα πέθαινε για δεύτερη φορά, αλλά τώρα δε θα ένιωθε τον αβάστακτο πόνο στην καρδιά του.
«Βικά... Όχι, όχι, όχι!» ούρλιαζε η ψυχή μου παρατηρώντας τον από ψηλά.
Δεν ήταν πράξη αυτοκτονίας. Όχι, δεν ήταν αυτόχειρας. Δε θα μπορούσε να είναι τόσο αχάριστος και να καταπατήσει τα πιστεύω του! Το μόνο που πραγματικά είχε ανάγκη ήταν να δώσει τέλος στο αφόρητο μαρτύριο του. Εχθρός του ήταν το ίδιο του το σώμα. Είχε επιτέλους σκοτώσει τον πόνο που ένιωθε.
Η τελευταία του πνοή βγήκε παράξενα από το στραβό του χαμόγελο. Δεν ακούστηκε ως επιθανάτιος ρόγχος, αλλά έμοιαζε με αναστεναγμό ανακούφισης. Τα μάτια του παρέμεναν πάντοτε καρφωμένα πάνω στο σώμα μου, θέλοντας να πάρει μαζί του στον αιώνιο ύπνο την αψεγάδιαστη και παγωμένη μορφή μου. Ήθελε να την κρατήσει μαζί του ως μια πηγή φωτός, μέσα στο αστείρευτο σκοτάδι της καρδιάς. Αυτός, όπως κι εγώ, δε θα έπαυε να υπάρχει, θα μεταμορφωνόταν σε κάτι άλλο και μαζί του θα ταξίδευα για πάντα. Έπρεπε να διατηρηθεί η μαγεία του Σαμανισμού στον επίγειο κόσμο! Της δικής μου θρησκείας, της Σαμμανή!
Το ξυπνητήρι ήχησε στις έξι ακριβώς. Ο Έκτορας, μούσκεμα στον ιδρώτα, ξύπνησε αλαφιασμένος. Ένιωθε πολύ κουρασμένος, σαν να πάλευε στην πραγματικότητα και όχι στο περίεργο όνειρο του. Η μορφή της κοπέλας στο όνειρο του τον στοίχειωνε.
Σαμμανή... Σαμμανή... ψιθύριζε συνεχώς από μέσα του. Δεν ήθελε να το ξεχάσει.
Υπόθεση Βιβλίου:
Ο πόλεμος έχει πάντα απώλειες ανεξαρτήτως αν συμβαίνει στη Γη ή στα ουράνια. Η Θεά Σαμμανή πεθαίνει και αναγεννιέται στη Γη ως Λίζα και ο Στρατηγός της Βικά ως Έκτορας. Το πεπρωμένο τους θέλει να είναι μαζί μα αυτό, μέχρι να μπει ανάμεσα τους ο Λευτέρης.
Έρωτες, πάθη και προδοσία οδηγούν τη Σαμμανή σε δεύτερη αναγέννηση με το σώμα – ξενιστή της Αριάδνης. Το νέο της πεπρωμένο όμως ακούει στο όνομα Δημήτρης και δεν είναι ο Βικά.
Θα καταφέρει η Σαμμανή να νικήσει το κακό που πλησιάζει; Υπάρχει ηττημένος στον Έρωτα και την Αγάπη;
Ως θνητοί καλούνται να αντιμετωπίσουν τα καθημερινά πάθη τους.
Ένας καινούργιος έρωτας, μια καταστροφική εμμονή, θα γκρεμίσει την αμόλυντη γέφυρα ένωσης των δύο τους και τότε η προδοσία δεν αργεί να έρθει. Οι περιπέτειες των ηρώων καλύπτονται από ένα απαλό πέπλο μυστηρίου και ένα βαρύ υφαντό μυστικισμού. Όλα αυτά περιπλέκονται με τα σύγχρονα θέματα που αναδύονται μέσα από τις σελίδες του πρώτου βιβλίου της σειράς Έκπτωτης Θεάς – Μεταμόρφωση-Αναγέννηση.
Ένα καταιγιστικό βιβλίο που ισορροπεί μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας. Υπάρχουν σωστές και λάθος επιλογές ή όλα είναι μοιραία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου