Πέμπτη 9 Μαΐου 2019

110 χρόνια από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου




Βιογραφικό:

Ο Γιάννης Ρίτσος (1909-1990) γεννήθηκε στη Μονεμβασιά και είχε τρία μεγαλύτερα αδέλφια, τα οποία πρωταγωνιστούν στα έργα του. Καταγόταν από εύπορη οικογένεια, η οποία θα καταστραφεί οικονομικά στη δεκαετία του 1920. Το 1921 πεθαίνουν ο αδερφός του Μίμης και η μητέρα του. Το 1924 δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα στη Διάπλαση των Παίδων, με το ψευδώνυμο Ιδανικόν Όραμα. Λόγω της οικονομικής καταστροφής του πατέρα του, φεύγει μαζί με την αδελφή του Λούλα για την Αθήνα, όπου θα κάνει διάφορες δουλειές για να επιβιώσει, όπως δακτυλογράφος, διορθωτής, ηθοποιός, χορευτής, κ.ά. Το 1926 αρρωσταίνει από φυματίωση. Στη συνέχεια, θα νοσηλευτεί πολλές φορές, Αθήνα, Χανιά, και στη διάρκεια της Κατοχής θα είναι, λόγω της ασθένειάς του, κατάκοιτος. Η προσχώρησή του στο μαρξισμό μάλιστα σχετίζεται άμεσα με την ασθένειά του, αφού από το 1927 ως το 1930 νοσηλεύεται στο νοσοκομείο Σωτηρία, όπου γνωρίζει και μαρξιστές διανοούμενους της εποχής και τη Μαρία Πολυδούρη. Τη διετία 1927-1928, σαράντα νεορομαντικά του ποιήματα, που κινούνται στο κλίμα μελαγχολίας και νοσταλγίας του μεσοπολέμου, δημοσιεύονται στο Λογοτεχνικό παράρτημα της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας. Τα ποιήματα αυτά ανήκουν σε συλλογές που δεν θα εκδοθούν ποτέ - Στο παλιό μας σπίτι, Δάκρυα και χαμόγελα. Τον Οκτώβρη του 1931 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του καλλιτεχνικού τμήματος της Εργατικής Λέσχης, όπου σκηνοθέτησε και συμμετείχε σε παραστάσεις. Είναι μια από τις καλύτερες περιόδους της ζωής του, αφού τόσο η υγεία όσο και τα οικονομικά του βελτιώνονται σημαντικά, με τη βοήθεια της αδελφής του Λούλας, που είχε στο μεταξύ παντρευτεί και φύγει για την Αμερική.

Ο Γιάννης Ρίτσος συνεργάζεται με περιοδικά και εφημερίδες της Αριστεράς και δουλεύει αρχικά στο εμπορικό θέατρο, ενώ στη συνέχεια πηγαίνει στο Εθνικό Θέατρο και στη Λυρική Σκηνή, όπου δουλεύει από τα τέλη της δεκαετίας του '30 μέχρι και την Κατοχή.

Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Τρακτέρ, εκδόθηκε από τον Γκοβόστη το 1934. Την ίδια χρονιά προσχωρεί στο ΚΚΕ. Στην Κατοχή, παρότι κατάκοιτος, δραστηριοποιήθηκε στον μορφωτικό τομέα του ΕΑΜ και, στα Δεκεμβριανά, κάηκε σχεδόν ολόκληρο το αρχείο του, που είχε δοθεί προς φύλαξη. Το 1948 εξορίστηκε λόγω της αριστερής δράσης του στο Κοντοπούλι της Λήμνου, τον επόμενο χρόνο στη Μακρόνησο, το 1950-1951 στον Άη-Στράτη. Το 1952 επέστρεψε στην Αθήνα και πολιτεύτηκε στην ΕΔΑ. Επισκεπτόταν συχνά τις χώρες του υπαρκτού σοσιαλισμού και ασχολούνταν ενεργά με την προβολή της λογοτεχνίας τους στην Ελλάδα. Το 1964 συμμετείχε στις βουλευτικές εκλογές με την ΕΔΑ. Μετά το πραξικόπημα το 1967 εξορίστηκε ξανά, αυτή τη φορά στη Γυάρο και τη Λέρο και το 1968 στη Σάμο, όπου τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό στο σπίτι της γυναίκας του για λόγους υγείας. Το 1970 βρέθηκε για λίγο στην Αθήνα, για να πάρει διαβατήριο. Λόγω όμως της άρνησή του να συμβιβαστεί με το καθεστώς του Παπαδόπουλου, δεν του χορηγήθηκε το διαβατήριο για το Λονδίνο, όπου θα πήγαινε προσκεκλημένος σε παγκόσμιο συνέδριο ποίησης, και έτσι επέστρεψε στη Σάμο, καθώς δεν είχε αρθεί ο κατ' οίκον περιορισμός. Το 1973 συμμετείχε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.

Μετά την πτώση της δικτατορίας και τη μεταπολίτευση έζησε κυρίως στην Αθήνα και τιμήθηκε για το έργο του από την Ελλάδα και άλλες χώρες του κόσμου με πολλές διακρίσεις: το Μέγα Διεθνές Βραβείο Ποίησης της Biennale του Knokke-Le-Zout 1972, το Διεθνές Βραβείο Δημητρώφ 1975, το Μέγα Γαλλικό Βραβείο Ποίησης Alfred de Vigny, το Βραβείο Λένιν 1977, το Διεθνές Βραβείο του Παγκοσμίου Συμβουλίου Ειρήνης 1979, το βραβείο Ποιητή Διεθνούς Ειρήνης του ΟΗΕ, το Χρυσό Μετάλλιο του Δήμου Αθηναίων 1987, το Μετάλλιο Ειρήνης Γρηγόρη Λαμπράκη 1989, τον Μεγάλο Αστέρα της Φιλίας των Λαών ΓΛΔ, το μετάλλιο Ζολιό-Κιουρί 1990. Το 1986 προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και της Ακαδημίας Λογοτεχνών και Επιστημών Mainz της ΟΔΓ, και ανακηρύχτηκε επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Θεσσαλονίκης 1975, Μπέρμιγχαμ 1978, Karl Marx της Λειψίας 1984, της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου της Αθήνας 1987.

Τα ποιήματα που έγραψε στο διάστημα 1987-1989 εκδόθηκαν μετά το θάνατό του, με τον τίτλο Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα. Πέθανε το Νοέμβρη του 1990 και η σορός του ενταφιάστηκε στη γενέτειρά του. Άφησε πίσω του πενήντα ανέκδοτες συλλογές. Συνδυάζοντας τις μεγάλες αφηγήσεις με τα ολιγόστιχα ποιήματα, τις ευρείες συνθέσεις σχετικά με μεγάλες στιγμές της Ιστορίας με τους μονολόγους ή τα μικρά ποιήματα για την ανθρώπινη μοίρα και τη λειτουργία της τέχνης, ο Ρίτσος κάλυψε πραγματικά ολόκληρο το πεδίο της ανθρώπινης δραστηριότητας και αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές όλων των εποχών.

Τα έργα του κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Κέδρος.

Επισκεφθείτε και την επίσημη ιστοσελίδα για τον ποιητή και το έργο του: http://yannisritsos.gr/







Αποσπάσματα του έργου του
. Ι .
Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου,
πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου.
Πώς κλείσαν τα ματάκια σου και δε θωρείς που κλαίω
και δε σαλεύεις, δε γρικάς τα που πικρά σου λέω;
. VI .
Μέρα Μαγιού μού μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω,
άνοιξη, γιε, που αγάπαγες κι ανέβαινες απάνω
Στο λιακωτό και κοίταζες και δίχως να χορταίνεις
άρμεγες με τα μάτια σου το φως της οικουμένης
. VII .
Βασίλεψες, αστέρι μου, βασίλεψε όλη η πλάση,
κι ο ήλιος, κουβάρι ολόμαυρο, το φέγγος του έχει μάσει.
Κόσμος περνά και με σκουντά, στρατός και με πατάει
κι εμέ το μάτι ουδέ γυρνά κι ουδέ σε παρατάει.
Τώρα οι σημαίες σε ντύσανε. Παιδί μου, εσύ, κοιμήσου,
κι εγώ τραβάω στ’ αδέρφια σου και παίρνω τη φωνή σου.
. XX .
Γλυκέ μου, εσύ δε χάθηκες, μέσα στις φλέβες μου είσαι.
Γιε μου, στις φλέβες ολουνών, έμπα βαθιά και ζήσε.
Δες, πλάγι μας περνούν πολλοί, περνούν καβαλαραίοι, –
όλοι στητοί και δυνατοί και σαν κι εσένα ωραίοι.
Ανάμεσά τους, γιόκα μου, θωρώ σε αναστημένο, –
το θώρι σου στο θώρι τους μυριοζωγραφισμένο.
Γιε μου, στ’ αδέρφια σου τραβώ και σμίγω την οργή μου,
σου πήρα το ντουφέκι σου˙ κοιμήσου, εσύ πουλί μου.
Επιτάφιος, Αθήνα 1936, Κέδρος, 1979
 
 
 
Μαύρο, κατάμαυρο τοπίο με σφιγμένα δόντια,
κόκκινο, κατακόκκινο τοπίο με σφιγμένη γροθιά,
μαύρη και κόκκινη καρδιά πηγμένη στο αίμα της
κι ένας κόκκινος ήλιος πηγμένος μες στο αίμα του.
Πέτρινος χρόνος, Μακρόνησος, Αύγουστος και Σεπτέμβριος 1949, Κέδρος, 1957 
 
 
 
Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα,
μονάχος στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ’ρθω μαζί σου.
Η σονάτα του σεληνόφωτος, Αθήνα, Ιούνιος 1956, Κέδρος, 1956
 
 
 
Κοιμήσου.
Να μεγαλώσεις γρήγορα.
Έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι,
κ’ έχεις δυο πεδιλάκια μόνο από ουρανό.
Κοιμήσου.
Κοιμήσου.
Να μεγαλώσεις γρήγορα.
Είναι πικρή - πικρή η ζωή μας, κοριτσάκι,
και πρέπει να τη σιάξουμε
γλυκειά - γλυκειά τη ζωή σου.
Γιατί δεν είναι κοριτσάκι,
να μάθεις μόνο
εκείνο που είσαι
εκείνο που έχεις γίνει,
είναι να γίνεις
ό,τι σου λέει
κι ο ρόδινος καρπός που πέφτει
κ’ η μακρινή σελήνη
στον κοντινό καθρέφτη.

Άλλη χαρά
δεν είναι πιο μεγάλη
απ’ τη χαρά που δίνεις.
Να το θυμάσαι κοριτσάκι.
Πρέπει να φυλαχτούμε, κοριτσάκι.

Οι άνθρωποι είναι λυπημένοι –
δε συχωρνάνε τη χαρά μας.
Πρέπει να θυμηθούμε, κοριτσάκι –
οι άνθρωποι είναι κουρασμένοι.
Πρέπει να πάρουμε στα χέρια μας
τα πικρά τους χέρια
τα γονατισμένα χέρια τους. …

ΠΟΥ γύριζες, κοριτσάκι, πριν έρθεις;
Εκεί που σμίγει η αγάπη της μητέρας
και του πατέρα,
εκεί που σμίγει η αγάπη των ανθρώπων
είναι η πατρίδα σου.
Πρωινό άστρο, Αθήνα, Σεπτέμβρης 1955, Κέδρος, 1955
 
 
 
Πολύ αγαπιέται αυτός ο τόπος
με υπομονή και περηφάνια.
Ο τοίχος μέσα στον καθρέφτη, στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων, Παρθένι, Λέρος, 1971, Κέδρος, 1974 
 
 
 
Με την ελπίδα μιας στιγμής, μας χρέωσαν όλο το μέλλον
Μονόχορδα, Καρλόβασι, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 1979, Κέδρος, 1980 
 
 
 
Όταν η γνώση επιστρέφει στην αθωότητα – τι βουβή νίκη.
Οχτώ οχτάστιχα για τον Μιρό, Αθήνα, 20 Ιανουαρίου 1973, «Ποιήματα Τόμος ΙΑ΄», Κέδρος, 1993 
 
 
 
Το ξέρεις – ψιθύρισε – εκείνο
που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου.
Γραφή τυφλού, Αθήνα, 28 Σεπτεμβρίου 1972-11 Ιανουαρίου 1973, Κέδρος, 1979 
 
 
 
Αν δεν ήξερα πως εσύ θα μ’ ακούσεις μια μέρα
δε θα ’χα πια τι να πω, δε θα μπορούσα να μιλήσω…
Τώρα που τίποτα δεν έχεις να πεις, που τίποτα δεν έχεις
να δείξεις, να υποδείξεις, να υπερασπιστείς˙ τώρα
που χάθηκαν τα πάντα (κι όχι μόνο για σένα), τώρα ακριβώς
μπορείς να μιλήσεις…
Θυρωρείο, Αθήνα, 15 Μαρτίου-21 Μαΐου, Κέδρος, 1976 
 
 
 
 …
Μαθαίναμε να ξεχνάμε. Τι να κάναμε; Παρηγοριόμασταν.
Τι φελάει ο θυμός; Ο χρόνος – είπε – δεν κάνει χατίρια.
Και ποιος του ζήτησε; – είπε ο άλλος˙ – ας είν’ καλά ο θάνατος.
αν τους δεις κάποτε μια νύχτα με πανσέληνο απ’ το πλάι
μπροστά σ’ έναν τοίχο ασβεστωμένο ή έξω απ’ τα κάγκελα του
ποτισμένου κήπου
θαρρείς κι είναι έγκυοι απ’ την ίδια τους συγγνώμη
και ψάχνουν τόπο να γεννήσουν
αυτοί οι παράνομοι του κόσμου
αυτοί που ξεκρεμάνε τα σκοινιά απ’ τα δέντρα
αυτοί που μιλάνε από μακριά με τα δελφίνια
αυτοί με μια συνοδεία από αόρατα, παραπλανητικά τριζόνια
οι γλυκομίλητοι με τα σκουριασμένα πριόνια
οι μονοσάνδαλοι με τις πυγολαμπίδες
εκεί που φτιάχνουν τα μεγάλα φέρετρα για να χωρούν και τα φτερά σου.
Δεν κάνεις τίποτα με τις αιτήσεις, με τις παρακλήσεις – είπε –
μήτε με το κλεισμένο στόμα˙ τίποτα, τίποτα˙
να ξεχνάς το μόχθο του μεροκάματου
είναι να ξεχνάς την ιστορία, τη μάνα σου, τους πεθαμένους
είναι να ξεχνάς αυτό που λέμε δικαιοσύνη˙
τ’ άλλα – σιωπές, μεταμφιέσεις, πούπουλα, φτερούγες – κουραφέξαλα˙
Γκραγκάντα, Αθήνα, Καρλόβασι, Ιούνιος-Αύγουστος 1972, Κέδρος, 1973 
 
 
 
Αλήθεια, τι πήρες; τι έδωσες; Δεν έχεις καιρό να λογαριάσεις.
Την πρώτη και την τελευταία σου λέξη
την είπαν ο έρωτας και η επανάσταση.
Όλη σου τη σιωπή την είπε η ποίηση.
Τα αρνητικά της σιωπής, Καρλόβασι, 29 Ιουνίου-30 Ιουλίου 1987, «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα», Κέδρος, 1991
 
 
 
 …
Πέρασε πια ό καιρός των ανταγωνισμών˙ στερέψανε οι επιθυμίες˙
ίσως μπορούμε τώρα να κοιτάξουμε μαζί το ίδιο σημείο της ματαιότητας
όπου, θαρρώ, πραγματοποιούνται οι μόνες σωστές συναντήσεις – έστω αδιάφορες,
μα πάντα πραϋντικές – η νέα κοινότητά μας, έρημη, ήσυχη, άδεια,
χωρίς μετακινήσεις κι αντιθέσεις, – ν’ αναδεύουμε μόνο τη στάχτη στο τζάκι,
φτιάχνοντας πότε πότε με τη στάχτη ψηλόλιγνες, ωραίες τεφροδόχες,
ή, καθισμένοι κατάχαμα, να χτυπάμε το χώμα με άηχες παλάμες.
Α, ναι, πόσες ανόητες μάχες, ηρωισμοί, φιλοδοξίες, υπεροψίες,
θυσίες και ήττες και ήττες, κι άλλες μάχες, για πράγματα που κιόλας
ήταν από άλλους αποφασισμένα, όταν λείπαμε εμείς.
Και οι άνθρωποι, αθώοι, να χώνουν τις φουρκέτες των μαλλιών μες στα μάτια τους, να χτυπούν το κεφάλι
στον πανύψηλο τοίχο, γνωρίζοντας βέβαια πως ο τοίχος δεν πέφτει
ούτε ραγίζει καν, να δουν τουλάχιστον μεσ’ από μια χαραμάδα
λίγο γαλάζιο ασκίαστο απ’ το χρόνο και τη σκιά τους. Ωστόσο – ποιος ξέρει –
ίσως εκεί που κάποιος αντιστέκεται χωρίς ελπίδα, ίσως εκεί να αρχίζει
η ανθρώπινη ιστορία, που λέμε, κι η ομορφιά του ανθρώπου
ανάμεσα σε σκουριασμένα σίδερα και κόκαλα ταύρων και αλόγων,
ανάμεσα σε πανάρχαιους τρίποδες όπου καίγεται ακόμα λίγη δάφνη
κι ο καπνός ανεβαίνει ξεφτώντας στο λιόγερμα σα χρυσόμαλλο δέρας.
Ελένη, Καρλόβασι, Σάμος, Μάιος-Αύγουστος 1970, Κέδρος, 1972 
 
 
 
Μητέρα
ο ουρανός γκρεμίστηκε
στα δάκρυα των αθώων.
Το εμβατήριο του ωκεανού, 1939-1940, «Ποιήματα Τόμος Α΄», Κέδρος, 1961 
 
 
 
. VIII .
Τόσο βαθύς κι ωραίος
τόσο μεγάλος έγινα
απ’ την αγάπη σου
που δε δύνεσαι πια
να μ’ αγκαλιάσεις.
Εαρινή συμφωνία, Αθήνα, Σανατόριο της Πάρνηθας, 1937-1938, Κέδρος, 1986 
 
 
 
Ο Αλέκος είπε:
«Σκέψου η ζωή να τραβάει το δρόμο της, και συ να λείπεις,
νάρχονται οι Άνοιξες με πολλά διάπλατα παράθυρα, και συ να λείπεις,
νάρχονται τα κορίτσια στα παγκάκια του κήπου με χρωματιστά φορέματα,
και συ να λείπεις,
οι νέοι να κολυμπάνε το μεσημέρι, και συ να λείπεις,
ένα ανθισμένο δέντρο να σκύβει στο νερό,
πολλές σημαίες ν’ ανεμίζουν στα μπαλκόνια,
ν’ ανεβαίνει μια παρέλαση στην οδό Σταδίου,
χιλιάδες κόσμος κρατώντας στα χέρια του κόκκινες σημαίες,
κρατώντας επί τέλους τα όνειρά του μέσα στα χέρια του,
να λένε δυνατά τη λέξη σύντροφος, και συ να λείπεις,
ύστερα ένα κλειδί να στρίβει – η κάμαρα νάναι σκοτεινή
δυο στόματα να φιλιούνται στον ίσκιο, και συ να λείπεις,
σκέψου δυο χέρια να σφίγγονται, και σένανε να σου λείπουν τα χέρια,
δυο κορμιά να παίρνονται, και συ να κοιμάσαι κάτου απ’ το χώμα,
και τα κουμπιά του σακακιού σου ν’ αντέχουν πιότερο από σένα
κάτου απ’ το χώμα,
κι η σφαίρα η σφηνωμένη στην καρδιά σου να μη λιώνει,
όταν η καρδιά σου, που τόσο αγάπησε τον κόσμο, θάχει λιώσει».

Τότε ο Πέτρος πήρε το λόγο
κι είπε με τη βαθειά του τη φωνή:
«Να λείπεις – δεν είναι τίποτα να λείπεις˙
αν έχεις λείψει για ό,τι πρέπει,
θάσαι για πάντα μέσα σ’ όλα εκείνα
που γι’ αυτά έχεις λείψει,
θάσαι για πάντα
μέσα σ’ όλο τον κόσμο».
Οι γειτονιές του κόσμου, Μακρόνησος, Άι-Στράτης 1949-1951, Κέδρος, 1957
 
 
 
ΤΗ ΡΩΜΙΟΣΥΝΗ ΜΗΝ ΤΗΝ ΚΛΑΙΣ

Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, – εκεί που πάει να σκύψει
με το σουγιά στο κόκαλο, με το λουρί στο σβέρκο,

Να τη, πετιέται αποξαρχής κι αντρειεύει και θεριεύει
και καμακώνει το θεριό με το καμάκι του ήλιου.

Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας, στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων Παρθένι, Λέρος, 16 Σεπτεμβρίου 1968, Κέδρος, 1973
 
 
 
(Από τη σειρά πρώτη)
Τούτο το φως
το μόνο
πάνω ψηλά στο βουνό,
το ανέβασαν οι σκοτωμένοι.
Δεν το θυμάσαι;
Αυτά που χάθηκαν
αυτά που δεν ήρθαν
μην τα κλαις.
Αυτά που τα ’χες
και δεν τα ’δωσες
κλάφ’ τα.
Οι λέξεις έχουν κι άλλο φλούδι
παρά μέσα
όπως τα μύδγαλα
κι η υπομονή.
(Από τη σειρά τρίτη)
Το ποίημα είναι
τ’ αρνητικό της σιωπής.
Ω ανήμπορο ποίημα
ανήμπορο ανήμπορο
ατελέσφορο.
Οι νεκροί
δεν ανασταίνονται.
Υπάρχουν.
Χάρτινα Α΄, Καρλόβασι, Οκτώβριος-Νοέμβριος 1970, Χάρτινα Γ΄, Αθήνα, Κάλαμος, Ιούνιος-Μάιος 1974, Χάρτινα, Κέδρος, 1974 
 
 
 
αγνοί παλιοί μαρξιστές κι οι νεότεροι με τα μακριά μαλλιά τους
σπουδαστικές ζυμώσεις όνειρα καυγάδες συνδικάτα φιλίες
ένιωθα πράγματι ελεύθερος κι όμορφος
ανακατεύοντας έτσι ζητωκραυγές γιασεμιά και στραγάλια
μην έχοντας να δώσω λόγο σε κανέναν μπάσταρδο
αν και είχε αυτοκτονήσει ό Μαγιακόβσκη
και το τεράστιο παντελόνι του κρεμότανε στο σύννεφο χιλιοσκισμένο απ’ τα νύχια των σκυλιών του
με δυο μάτια πλατιά σαν δυο παγωμένους αιώνες
Το τερατώδες αριστούργημα, Κάλαμος 1977, Κέδρος, 1978 
 
 
 
Ούτε απόψε πανσέληνος.
Ένα κομμάτι λείπει.
Το φιλί σου.
Γυμνό σώμα, Αθήνα, Κάλαμος, Σπάρτη, 24 Σεπτεμβρίου-24 Δεκεμβρίου 1980, «Τα ερωτικά», Κέδρος, 1981 
 
 
 
ΟΙ ΤΑΦΟΙ ΤΩΝ ΠΡΟΓΟΝΩΝ ΜΑΣ
Έπρεπε να φυλάμε τους νεκρούς μας και τη δύναμή τους, μήπως καμιάν ώρα
οι αντίπαλοί μας τους ξεθάψουν και τους πάρουν μαζί τους.
Και, τότε,
χωρίς τη δική τους προστασία, διπλά θα κινδυνεύαμε.
Πώς πια θα ζούσαμε
χωρίς τα σπίτια, τα έπιπλά μας, τα χωράφια μας, χωρίς, προπάντων,
τους τάφους των προγόνων μας, πολεμιστών ή σοφών; Ας θυμηθούμε
πώς οι Σπαρτιάτες κλέψανε τα οστά του Ορέστη από την Τεγέα. Θα ’πρεπε
ποτέ οι εχθροί μας να μην ξέρουν πού τους έχουμε θαμμένους. Όμως,
πώς θα μπορούσαμε ποτέ να ξέρουμε ποιοι ’ναι οι εχθροί μας
ή πότε κι από πού θα εμφανιστούν; Όχι, λοιπόν, μεγαλόπρεπα μνήματα,
όχι φανταχτερά στολίδια – αυτά κινούν την προσοχή και το φθόνο. Οι νεκροί μας
δεν τα ’χουν διόλου ανάγκη, – ολιγαρκείς, σεμνοί κι αμίλητοι τώρα,
αδιαφορούν για το υδρομέλι, τ’ αναθήματα, τις μάταιες δόξες. Κάλλιο
μια σκέτη πέτρα και μια γλάστρα γεράνια, μυστικό σημάδι,
ή και καθόλου. Σαν πιο σίγουρο, ναν τους κρατούμε εντός μας, αν μπορούμε,
κι ακόμη πιο καλά μήτε κι εμείς να μη γνωρίζουμε πού κείνται.
Έτσι που γίνανε τα πράματα στα χρόνια μας – ποιος ξέρει –
μπορεί και οι ίδιοι εμείς ναν τους ξεθάβαμε, ναν τους πετούσαμε μια μέρα.
Έτσι που ξέπεσαν οι ανθρώποι, οι ιδέες, οι λέξεις, μήτε πια που νοιαζόμαστε
για παλιές ή για πρόσφατες δόξες, για βιογραφίες του Αριστείδη˙ κι αν κανένας
κάνει καμιά φορά να θυμηθεί τους Τριακοσίους ή τους Διακοσίους, μεμιάς οι άλλοι
τον σταματούν με περιφρόνηση, ή σκεπτικισμό τουλάχιστον. Μα κάποιες ώρες σαν και τούτες,
που ξανοίγει ο καιρός, – μια Κυριακή, σε μια καρέκλα, κάτω απ’ τους ευκάλυπτους,
μέσα σε τούτο το αδυσώπητο φως, – μια μυστική νοσταλγία μάς κυριεύει
για τις παλιές λαμπρότητες – κι ας τις λέμε φτηνές.
Ο ΗΡΑΚΛΗΣ ΚΙ ΕΜΕΙΣ
Mεγάλος και τρανός σου λένε, τέκνο Θεού, κι ένα σωρό δασκάλοι από πάνω: –
ο γερο-Λίνος, γιός του Απόλλωνα ναν του μαθαίνει γράμματα˙ ο Εύρυτος
την τέχνη του τοξότη˙ ο Εύμολπος, γιός του Φιλάμμωνα,
τραγούδι και λύρα˙ και, το πιο σπουδαίο απ’ όλα, ο γιός του Ερμή, ο Αρπάλυκος,
που τα παχιά, τα τρομερά του φρύδια πιάναν το μισό του κούτελο,
του ’μαθε για καλά την τέχνη των Αργείων: – την τρικλοποδιά˙ – με τούτην
κερδίζονται τα πιο πολλά, στην πυγμαχία, στην πάλη και στα Γράμματα ακόμα.
Όμως εμείς, τέκνα θνητών, δίχως δασκάλους, με δικιά μας μόνο θέληση,
μ’ επιμονή κι επιλογή και βάσανα, γίναμε αυτό που γίναμε.
Καθόλου δε νιώθουμε πιο κάτου, μήτε χαμηλώνουμε τα μάτια.
Μόνες περγαμηνές μας: τρείς λέξεις: Μακρόνησος, Γυάρος και Λέρος.
Κι αν αδέξιοι μια μέρα σας φανούν οι στίχοι μας, θυμηθείτε μονάχα πως γραφτήκαν
κάτω απ’ τη μύτη των φρουρών και με τη λόγχη πάντα στο πλευρό μας.
Κι ούτε χρειάζονται δικαιολογίες, – πάρτε τους γυμνούς, έτσι όπως είναι, –
πιότερα ο Θουκυδίδης ο στεγνός θα σας πει απ’ τον περίτεχνο τον Ξενοφώντα.
Επαναλήψεις Β΄, στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων, Παρθένι, Λέρος, 17 Μαρτίου-29 Οκτωβρίου 1968, Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα, Κέδρος, 1972 
 
 
 
. Ι .
Αυτά τα δέντρα δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό,
αυτές οι πέτρες δε βολεύονται κάτου απ’ τα ξένα βήματα,
αυτά τα πρόσωπα δε βολεύονται παρά μόνο στον ήλιο,
αυτές οι καρδιές δε βολεύονται παρά μόνο στο δίκιο.
Όταν σφίγγουν το χέρι ο ήλιος είναι βέβαιος για τον κόσμο,
όταν χαμογελάνε ένα μικρό χελιδόνι φεύγει μεσ’ απ’ τ’ άγρια γένια τους,
όταν κοιμούνται δώδεκα άστρα πέφτουν απ’ τις άδειες τσέπες τους,
όταν σκοτώνονται η ζωή τραβάει την ανηφόρα με σημαίες και με ταμπούρλα.
. IV .
Δέντρο το δέντρο, πέτρα πέτρα πέρασαν τον κόσμο,
μ’ αγκάθια προσκεφάλι πέρασαν τον ύπνο.
Φέρναν τη ζωή στα δυο στεγνά τους χέρια σαν ποτάμι.
Σε κάθε βήμα κέρδιζαν μια οργιά ουρανό – για να τον δώσουν.
Πάνου στα καραούλια πέτρωναν σαν τα καψαλιασμένα δέντρα,
κι όταν χορεύαν στην πλατεία, μέσα στα σπίτια τρέμαν τα ταβάνια
και κουδουνίζανε τα γυαλικά στα ράφια.
Με τόσα φύλλα να σου γνέφει ο ήλιος καλημέρα,
με τόσα φλάμπουρα να λάμπει ο ουρανός,
και τούτοι μες στα σίδερα και κείνοι μες στο χώμα.
Σώπα, όπου να ’ναι θα σημάνουν οι καμπάνες.
Αυτό το χώμα είναι δικό τους και δικό μας.
Κάτου απ’ το χώμα, μες στα σταυρωμένα χέρια τους
κρατάνε της καμπάνας το σκοινί, – προσμένουνε την ώρα, δεν κοιμούνται, δεν πεθαίνουν,
προσμένουν να σημάνουν την ανάσταση. Τούτο το χώμα είναι δικό τους και δικό μας – δεν μπορεί κανείς να μας το πάρει.
Ρωμιοσύνη, Αθήνα, 1945-1947, Κέδρος, 1961 
 
 
 
. III .
Κυρά των Αμπελιών, πώς να κρατήσουμε στους ώμους μας τόσο ουρανό
πώς να κρατήσουμε τόση σιωπή μ’ όλα τα μυστικά των δέντρων;
. XVI .
Μιλιά. Μιλιά. Διπλές τριπλές αμπάρες φράξανε τ’ αμπέλια μας.
Κλείσε το στόμα σου, Κυρά, κλείσε και το παράθυρο του Αποσπερίτη.
Κάτω απ’ τη μαύρη σου ποδιά σφίξε τα δώδεκα κλειδιά της νύχτας.
Έξω απ’ την πόρτα μας περνάν οι σιδερόφραχτοι σιδεροφράζοντας τα στάχυα.
Η Κυρά των Αμπελιών, Αθήνα, 1945-1947, Κέδρος, 1975 
 
 
 
Τότε τα κόκαλα των Ελλήνων, των Ενετών, των Φράγκων, των Τούρκων, των Ελλήνων,
θαμμένα κάτω από ολόκληρα βουνά χρόνια και χώματα, αρθρώνονται
έξω από τις πρασινισμένες πανοπλίες τους, και τα σάπια τους ρούχα –
γυμνά σώματα, ευαίσθητα, ακέρια,
στέρεα κι ερωτικά, μέσα στην πρώτη γνωριμία των αισθήσεων,
όχι εχθρικά το ’να στ’ άλλο, όχι αντίπαλα,
με μόνο τους όπλο την αρχαία επιθυμία τους το αίμα μας, τη μνήμη μας.
Τα χέρια των αντρών φαρδαίνουν,
ο αντίχειρας γίνεται ένα μεγάλο γεφύρι πάνω απ’ τους αιώνες,
τα βουνά είναι σα γόνιμα στήθια γυναίκας, λεία κι αγέρωχα,
ογκωμένα απ’ το γάλα.
Και τα ιερά ανθρώπινα εργαλεία
κρέμονται στα καρφιά του σπιτιού ή στα εργαστήρια
ήσυχα, σοβαρά, ανεξίθρησκα,
σάμπως να μην υπήρξε χωρισμός και χάσμα κι απουσία και στέρηση.
Όταν έρχεται ο ξένος, Αθήνα, Φεβρουάριος 1958, Κέδρος, 1958 
 
 
 
ΚΑΤΩ ΑΠ’ ΤΗ ΛΗΘΗ
Το μόνο απτό που απόμεινε από κείνον, ήταν το σακάκι του.
Το κρέμασαν εκεί, στη μεγάλη ντουλάπα. Ξεχάστηκε,
στριμώχτηκε στο βάθος, απ’ τα δικά μας ρούχα, θερινά, χειμωνιάτικα,   
κάθε χρόνο καινούργια, για τις καινούργιες ανάγκες μας.
Ώσπου,   
μια μέρα, μας χτύπησε στο μάτι, – μπορεί κι απ’ το περίεργο
χρώμα του,
μπορεί κι απ’ την κοψιά της παλιάς μόδας. Πάνω στα κουμπιά του,
έμεναν τρία κυκλικά, ομοιόμορφα τοπία:
ο τοίχος της εκτέλεσης με τέσσερις τρύπες, κι ολόγυρα η τύψη μας.
Μαρτυρίες Α΄, περιλαμβάνονται ποιήματα της περιόδου 1957-1963, «Μαρτυρίες», Κέδρος, 1963 
 
 
 
Ανέτοιμος, ναι˙ – δεν το μπορώ˙ μου λείπει η αναλογία
εκείνη η απαραίτητη με το τοπίο, την ώρα, με τα πράγματα
και με τα γεγονότα˙ – όχι λιγοψυχία, – ανέτοιμος
μπροστά στο κατώφλι της πράξης, ολότελα ξένος
μπροστά στον προορισμό που οι άλλοι μού έταξαν. Πώς γίνεται
οι άλλοι να ορίζουν λίγο λίγο τη μοίρα μας, να μας την επιβάλλουν
κι εμείς να το δεχόμαστε; Πώς γίνεται μ’ ελάχιστα νήματα
κάποιων δικών μας στιγμών να μας υφαίνουν
ολόκληρο το χρόνο μας, τραχύ και σκοτεινόν, ριγμένον
σαν καλύπτρα απ’ το κεφάλι ως τα πόδια μας, σκεπάζοντας
ολόκληρο το πρόσωπό μας και τα χέρια μας, όπου αποθέσανε
ένα άγνωστο μαχαίρι – ολότελα άγνωστο – και να φωτίζει
με τη σκληρή του λάμψη ένα τοπίο, όχι δικό μας, –
αυτό το γνωρίζω: όχι δικό μας. Και πώς γίνεται
να το αποδέχεται η δική μας μοίρα, ν’ αποσύρεται
και να κοιτάει σαν ξένη εμάς τους ίδιους και την ξένη μοίρα μας,
μουγκή, αυστηρή, παραιτημένη, αμέτοχη,
ούτε με το ύφος καν μιας μεγαλοψυχίας ή στωικότητας,
χωρίς τουλάχιστο να εξαφανίζεται, χωρίς να πεθαίνει,
να μείνουμε έρμαιο έστω μιας αλλότριας μοίρας,
αλλά μιας μόνον – όχι δίβουλοι και μοιρασμένοι. Να την, που μένει
εκεί, σαν νυσταγμένη˙ – το ’να της μάτι κλειστό και τ' άλλο διεσταλμένο,
αφήνοντάς μας να τη βλέπουμε που μας παρατηρεί και διακρίνει
το αιώνιο μας ταλάντευμα, χωρίς επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία.
Έχω κι εγώ μια δική μου ζωή και πρέπει να τη ζήσω. Όχι εκδίκηση˙ –
τί θα μπορούσε ν’ αφαιρέσει απ’ το θάνατο, ένας θάνατος ακόμη
και μάλιστα βίαιος; – στη ζωή τί να προσθέσει; Πέρασαν τα χρόνια.
Δε νιώθω μίσος πια˙ – ξέχασα μήπως; κουράστηκα; Δεν ξέρω.
Ορέστης, Βουκουρέστι, Αθήνα, Σάμος, Μυκήνες, Ιούνιος 1962-Ιούλιος 1966, Κέδρος, 1981 
 
 
 
ΤΑ ΣΤΟΙΧΕΙΩΔΗ
Αδέξια, με χοντρή βελόνα, με χοντρή κλωστή,
ράβει τα κουμπιά στο σακάκι του. Μιλάει μονάχος:
Έφαγες το ψωμί σου; κοιμήθηκες ήσυχα;
μπόρεσες να μιλήσεις; ν’ απλώσεις το χέρι σου;
θυμήθηκες να κοιτάξεις απ’ το παράθυρο;
χαμογέλασες στο χτύπημα της πόρτας;
Αν είναι ο θάνατος πάντοτε – δεύτερος είναι.
Η ελευθερία πάντοτε είναι πρώτη.
Διάδρομος και σκάλα, Αθήνα, Δελφοί, Αράχωβα, Πειραιάς, Σάμο, Ιανουάριος-Ιούνιος 1970, Κέδρος, 1973 
 
 
 
Ένας άνθρωπος μόνος χαμογελάει μέσα στο σκοτάδι,
ίσως γιατί μπορεί να διακρίνει μέσα στο σκοτάδι,
ίσως γιατί μπορεί να διακρίνει το σκοτάδι.
Άσε τις εξηγήσεις – τι ωφελούν; – το αντίθετο μάλιστα, πιότερο
περιπλέκουν τα πράγματα, – αφού άλλωστε γνωρίζεις ότι η ποίηση
γυμνή, σεμνή, κι αγέρωχη, δεν είναι
παρά η εξαίσια πράξη του ανεξήγητου.
Νύξεις, Καρλόβασι, Σάμος, Μάιος-Οκτώβριος 1970, Αθήνα, Φεβρουάριος 1971, «Ποιήματα Τόμος Δ΄», Κέδρος, 1975 
 
 
 
Η ΑΛΛΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ
Υπάρχουν πολλές διασταυρούμενες μοναξιές – λέει – πάνω και κάτω
κι άλλες ανάμεσα˙ αλλιώτικες ή όμοιες, αναγκαστικές, επιβλημένες
ή σαν επιλεγμένες, σαν ελεύθερες – διασταυρούμενες πάντα.
Όμως, βαθιά, στο κέντρο, υπάρχει μόνον η μια μοναξιά – λέει˙
μια κούφια πολιτεία, σχεδόν σφαιρική, χωρίς καθόλου
πολύχρωμες ηλεκτρικές ρεκλάμες, καταστήματα, μοτοσικλέτες,
μ’ ένα λευκό, κενό, ομιχλώδες φως, διακοπτόμενο
από σπινθήρες αγνώστων σηματοδοτήσεων. Σ’ αυτή την πόλη
κατοικούν από χρόνια οι ποιητές. Βαδίζουν άηχα με σταυρωμένα χέρια,
θυμούνται αόριστα, λησμονημένα γεγονότα, λέξεις, τοπία,
ετούτοι οι παρηγορητές του κόσμου, οι πάντα απαρηγόρητοι, κυνηγημένοι
απ’ τα σκυλιά, τους ανθρώπους, τους σκόρους, τα ποντίκια, τ’ αστέρια,
κυνηγημένοι κι απ’ τις ίδιες τους τις ειπωμένες ή ανείπωτες λέξεις.
ΙΣΤΟΡΙΑ
Τα σχέδια δεν χρησίμευαν σε τίποτα – κάθε τόσο ανατρέπονταν,
όπως εκείνο το λεωφορείο στην εξοχή, – οι πιότεροι σκοτώθηκαν,
τους άλλους τους κουβάλησαν στο πιο κοντινό νοσοκομείο˙
ένας τροχός κύλησε κάτου˙ τον βρήκε ένα παιδί˙ σκάρωσε πρόχειρα ένα
χειραμάξι˙
γυρίζει τώρα στο προάστιο˙ πουλάει πορτοκάλια˙ τα πορτοκάλια λάμπουν,
ένας σωρός ασήμαντοι ήλιοι. Τόσο απλά περνάμε. Τόσο απλά μιλάμε, ξεχνάμε, συνηθίζουμε. Τόσο απλά μας ξεχνάνε.
Χειρονομίες, Καρλόβασι, Σεπτέμβριος 1969-Μάιος 1970, Κέδρος, 1972 
 
 
 
Τα ποιήματα που έζησα στο σώμα σου σωπαίνοντας,
θα μου ζητήσουν, κάποτε, όταν φύγεις, τη φωνή τους.
Όμως εγώ δε θα ’χω πια φωνή να τα μιλήσω. Γιατί εσύ συνήθιζες πάντα
να περπατάς γυμνόποδη στις κάμαρες, κι υστέρα μαζευόσουν στο κρεβάτι
ένα κουβάρι πούπουλα, μετάξι κι άγρια φλόγα. Σταύρωνες τα χέρια σου
γύρω στα γόνατά σου, αφήνοντας προκλητικά προτεταμένα
τα σκονισμένα σου ρόδινα πέλματα. Να με θυμάσαι – μου ’λεγες – έτσι˙
έτσι να με θυμάσαι με τα λερωμένα πόδια μου˙ με τα μαλλιά μου
ριγμένα στα μάτια μου – γιατί έτσι βαθύτερα σε βλέπω. Λοιπόν,
πώς να ’χω πια τη φωνή. Ποτέ της η Ποίηση δεν περπάτησε έτσι
κάτω από τις πάλλευκες ανθισμένες μηλιές κανενός Παραδείσου.
Σάρκινος λόγος, Αθήνα, 15-18 Φεβρουαρίου 1981, «Τα ερωτικά», Κέδρος, 1981 
 
 
 
Ίσως εμείς οι δυο που γνωρίσαμε ότι καμιά παρηγοριά δεν υπάρχει στον κόσμο,
ίσως, γι’ αυτό ακριβώς, εμείς οι δύο (έστω και χώρια ο καθένας)
να κατορθώσουμε και πάλι να παρηγορήσουμε κι ίσως να παρηγορηθούμε.
Η επιστροφή της Ιφιγένειας, Αθήνα, Σάμος, Νοέμβριος 1971-Αύγουστος 1972, Κέδρος, 1972
 
 
 
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Ζωή, – ένα τραύμα στην ανυπαρξία.
Πέτρες, στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων, Παρθένι, Λέρος, 15 Μαΐου-21 Οκτωβρίου 1968, Πέτρες, Επαναλήψεις, Κιγκλίδωμα, Κέδρος, 1972 
 
 
 
ΣΙΩΠΗΛΟΣ ΧΩΡΙΣΜΟΣ
Ξεκρέμασε τη ζακέτα της δίχως να κλάψει κι έφυγε –
σα να ξεκρέμασε το φεγγάρι απ’ τον καλοκαιριάτικο ουρανό.

Αυτός δεν πίστευε. Περίμενε την ίδια νύχτα,
την άλλη μέρα και την άλλη. Περίμενε.

Σαν κλείσαν δυό βδομάδες, με το γύρισμα του φεγγαριού,
το ’ξερε πως δε θα ’ρθει. Μοναχά ο καθρέφτης
έμεινε να θυμάται σαν παράθυρο ανοιχτό
σ’ έναν ουρανό χωρίς φεγγάρι.
Γιατί είχε πάρει μαζί της τη ζακέτα της.
Σημειώσεις στα περιθώρια του χρόνου, 1938-1941, «Ποιήματα Τόμος Α΄», Κέδρος, 1961
 
 
 
. I .
Ό,τι έφυγε, ριζώνει εδώ, στην ίδια θέση, λυπημένο, αμίλητο
όπως ένα μεγάλο βάζο του σπιτιού, που πουλήθηκε κάποτε σε δύσκολες ώρες,
και στη γωνιά της κάμαρας, εκεί που στέκονταν το βάζο,
απομένει το κενό πυκνωμένο στο ίδιο σχήμα τού βάζου, αμετάθετο,
ν’ αστράφτει διάφανο στην αντηλιά, όταν ανοίγουν πότε πότε τα παράθυρα,
και μέσα στο ίδιο βάζο, που ’χει αλλάξει την ουσία του
με ίδια κι ισόποσην ουσία απ’ το κρύσταλλο του άδειου,
μένει και πάλι το ίδιο εκείνο κούφωμα, λίγο πιο οδυνηρά ηχητικό μονάχα.
. II .
Δε φεύγουν τα νεκρά παιδιά. Μένουν στο σπίτι
κι έχουν μια ξεχωριστή προτίμηση να παίζουν στον κλεισμένο διάδρομο
και κάθε μέρα μεγαλώνουν μέσα στην καρδιά μας, τόσο
που ο πόνος κάτω απ’ τα πλευρά μας, δεν είναι πια απ’ τη στέρηση
μα από την αύξηση. Κι αν κάποτε οι γυναίκες βγάζουν μια κραυγή στον ύπνο τους,
είναι που τα κοιλοπονάνε πάλι.
. IX .
Ζει η απουσία λοιπόν, μαζί μας ή και μόνη της, τη ζωή της,
χειρονομεί αδιόρατα, σωπαίνει, φθείρεται, γερνάει
σαν ύπαρξη σωστή, με το βουβό χαμόγελο που ρυτιδώνει λίγο λίγο
το στόμα και τα μάτια, με το χρόνο το δικό μας μετρημένη,
χάνοντας χρώματα, πληθαίνοντας τη σκιά της –
ζει και γερνάει μαζί μας και χάνεται μαζί μας, κι απομένει σε ό,τι αφήνουμε.
Και πρέπει να προσέχουμε την κάθε κίνηση και σκέψη μας και λέξη
γιατί, για ό,τι γίνεται κείνο που λείπει,
φέρουμε τώρα, εμείς μονάχα, ακέρια την ευθύνη.
Σχήμα της απουσίας, Αθήνα, Φεβρουάριος-Μάρτης 1958 
 
 
 
ΥΣΤΑΤΗ ΩΡΑ
Ένα άρωμα έμενε στην κάμαρά του, ίσως μονάχα
απ’ την ανάμνηση, μπορεί κι απ’ το παράθυρο
μισάνοιχτο στην εαρινή βραδιά. Ξεχώρισε
τα πράγματα που θά ’παιρνε μαζί του. Σκέπασε
μ’ ένα σεντόνι τον μεγάλο καθρέφτη. Κι ακόμη
στα δάχτυλά του εκείνη η αφή ευμελών σωμάτων
κι η αφή, η μοναχική, της πένας του – όχι αντίθεση·
υπέρτατη ένωση της ποιήσεως. Δεν ήθελε
να απατήσει κανέναν. Πλησίαζε το τέλος. Ρώτησε
ακόμη μια φορά: «Ευγνωμοσύνη τάχα, ή θέληση
ευγνωμοσύνης;» Κάτω απ’ το κρεβάτι του πρόβαιναν
γεροντικές οι παντόφλες του. Δε θέλησε
να τις σκεπάσει – (ω, βέβαια, άλλοτε). Μονάχα,
σαν έβαλε το κλειδάκι στην τσέπη του γιλέκου του,
κάθισε πάνω στη βαλίτσα του, καταμεσής της κάμαρας,
ολομόναχος, κι άρχισε να κλαίει, γνωρίζοντας,
πρώτη φορά με τόση ακρίβεια, την αθωότητά του.
12 ποιήματα για τον Καβάφη, Αθήνα, Φθινόπωρο 1963, Κέδρος, 1963 
 
 
 
Όλα ξεχάστηκαν πριν ειπωθούν.
Κι η σιωπή δεν είναι καταφύγιο.
Ημερολόγια εξορίας, Στρατόπεδο συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων Κοντοπούλι Λήμνου, 1948-1949, Κέδρος, 1975 
 
 
 
Αν φύγετε, πείτε, παρακαλώ, στο θείο μας να μην ανησυχεί για μας. Καλά τα περνάμε.
Κι ο θάνατος είναι μαλακός σαν ένα στρώμα που το συνηθίσαμε
από μαλλί, μπαμπάκι, πούπουλο ή άχυρο· – το στρώμα
έχει πάρει το σχήμα του κορμιού μας, βολικό, – ένας ολότελα δικός μας θάνατος –
αυτός τουλάχιστο δε μας απατά κι ούτε μας αποφεύγει – είναι βέβαιος,
βέβαιοι κι εμείς για κείνον – η αυστηρή κι εξαίσια βεβαιότητα.
Το νεκρό σπίτι, Αθήνα, Σεπτέμβρης 1959, Κέδρος, 1962 
 
 
 
Και να, αδελφέ μου, που μάθαμε να κουβεντιάζουμε
ήσυχα ήσυχα κι απλά.
Καταλαβαινόμαστε τώρα – δε χρειάζονται περισσότερα.
Κι αύριο λέω θα γίνουμε ακόμα πιο απλοί
θα βρούμε αυτά τα λόγια που παίρνουν το ίδιο βάρος
σ’ όλες τις καρδιές, σ’ όλα τα χείλη
έτσι να λέμε πια τα σύκα: σύκα, και τη σκάφη: σκάφη,
κι έτσι που να χαμογελάνε οι άλλοι και να λένε:
«τέτοια ποιήματα σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα». Αυτό θέλουμε κι εμείς.
Γιατί εμείς, δεν τραγουδάμε για να ξεχωρίσουμε, αδελφέ μου,
απ’ τον κόσμο
εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο.
Καπνισμένο τσουκάλι, Κοντοπούλι Λήμνου, Φεβρουάριος 1949, Κέδρος, 1974 
 
 
 
ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ
Αποχαιρετιστήρια χρώματα των δειλινών. Καιρός να ετοιμάσεις
τις τρεις βαλίτσες – τα βιβλία, τα χαρτιά, τα πουκάμισα –
και μην ξεχάσεις εκείνο το ρόδινο φόρεμα που τόσο σου πήγαινε
παρ’ ότι το χειμώνα δε θα το φορέσεις. Εγώ,
τις λίγες μέρες που μας μένουν ακόμη, θα ξανακοιτάξω
τους στίχους που έγραψα Ιούλιο κι Αύγουστο
αν και φοβάμαι πως τίποτα δεν πρόσθεσα, μάλλον
πως έχω αφαιρέσει πολλά, καθώς ανάμεσα τους διαφαίνεται
η σκοτεινή υποψία πως αυτό το καλοκαίρι
με τα τζιτζίκια του, τα δέντρα του, τη θάλασσά του,
με τα σφυρίγματα των πλοίων του στα ένδοξα λιογέρματα,
με τις βαρκάδες του στο φεγγαρόφωτο κάτω απ' τα μπαλκονάκια
και με την υποκριτική ευσπλαχνία του, θα ‘ναι το τελευταίο.
Καρλόβασι, 3.ΙΧ.89
Σφυρίγματα πλοίων, «Αργά, πολύ αργά μέσα στη νύχτα», Κέδρος, 1991 
 
 
 
ΑΝΑΓΚΑΙΑ ΕΞΗΓΗΣΗ
Είναι ορισμένοι στίχοι – κάποτε ολόκληρα ποιήματα –
που μήτε εγώ δεν ξέρω τι σημαίνουν. Αυτό που δεν ξέρω
ακόμη με κρατάει. Κι εσύ έχεις δίκιο να ρωτάς. Μη με ρωτάς.
Δεν ξέρω σου λέω.
Δύο παράλληλα φώτα
απ’ το ίδιο κέντρο. Ο ήχος του νερού
που πέφτει, το χειμώνα, απ’ το ξεχειλισμένο λούκι
ή ο ήχος μιας σταγόνας καθώς πέφτει
από ’να τριαντάφυλλο στον ποτισμένο κήπο
αργά αργά ένα ανοιξιάτικο απόβραδο
σαν το λυγμό του πουλιού. Δεν ξέρω
τι σημαίνει αυτός ο ήχος˙ ωστόσο εγώ τον παραδέχομαι.
Τ’ άλλα που ξέρω σ’ τα εξηγώ. Δεν το αμελώ.
Όμως κι αυτά προσθέτουν στη ζωή μας. Κοιτούσα,
όπως κοιμότανε, το γόνατό της να γωνιάζει το σεντόνι –
Δεν ήταν μόνο ο έρωτας. Αυτή η γωνία
ήταν η κορυφογραμμή της τρυφερότητας, και το άρωμα
του σεντονιού, της πάστρας και της άνοιξης συμπλήρωναν
εκείνο το ανεξήγητο που ζήτησα, άσκοπα και πάλι, να σ’ το
εξηγήσω.
Ασκήσεις, περιλαμβάνονται ποιήματα της περιόδου 1950-1960
 
 
 
 
 
Άνθρωποι του πνεύματος γράφουν για τον Γιάννη Ρίτσο


Ο μεγάλος αταξινόμητος Γιάννης Ρίτσος. Του Γιάννη Δούκα
Πώς θα μπορούσε κανείς να μιλήσει για έναν ποιητή, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, να αναμετρηθεί με το εύρος και την εμβέλεια του έργου του και, κυρίως, να το αποδώσει στο σήμερα, χωρίς όμως να το παραχαράξει; Αν υπάρχει απάντηση, μόνον ο ίδιος ο ποιητής μπορεί να μας τη δώσει, με τη διαρκή του ταλάντωση από το πολιτικό στο προσωπικό, από τη συμμετοχή στην παρατήρηση, από την αδιαμεσολάβητη στράτευση στον αναστοχασμό της δημιουργίας.

Η ποιητική του, νομίζω, αναπτυσσόταν στο πέρασμα του χρόνου σαν τις διακλαδώσεις ενός δέντρου. Και τα κλαδιά αυτά, καθώς μεγάλωναν, απέκλιναν το ένα από το άλλο και ξεμάκραιναν, παραμένοντας ωστόσο αναπόσπαστα τμήματα του ίδιου συνόλου, συγκοινωνούντα, με τις ίδιες ζωτικές ουσίες να τα διατρέχουν, όπως το αίμα στις φλέβες του σώματος.

Και ο μεγάλος αταξινόμητος Γιάννης Ρίτσος, όπως μας αποκαλύπτεται και στο πρόσφατο υστερόγραφο του έργου του, το ανέκδοτο Υπερώον που δημοσιεύτηκε πέρυσι, «απλησίαστος, άτρωτος, ανέγγιχτος», ήταν ένας ποιητής που συνομιλούσε αδιάκοπα με την πραγματικότητα, αδιάφθορος μάρτυρας του καιρού του, στρατευμένος σε υψηλούς σκοπούς, αλλά και με αδιαπραγμάτευτα τα ιδιωτικά του ιερά. Ζούσε μέσα στην εποχή του, κάνοντας, ωστόσο, πάντοτε δυο βήματα πίσω, πέρα και πάνω από αυτήν, για να τη δει καθαρότερα και για να την εκφράσει.

Ο Γιάννης Δούκας είναι ποιητής. Έργα του: "Ο κόσμος όπως ήρθα και τον βρήκα" (Κέδρος, 2001), "Στα μέσα σύνορα" (Πόλις, 2011), "Το σύνδρομο Σταντάλ" (Πόλις, 2013).




Γιάννης Ρίτσος: Ο μείζων λυρικός του 20ού αιώνα. Του Δημήτρη Κοσμόπουλου
Η ποιητική υπόσταση του Ρίτσου είναι ποταμική. Το λυρικό αίτημα και η κοινωνική πράξη του αλληλοτροφοδοτούνται. Στον Ρίτσο η πολυγραφία συστήνει με τον καιρό, μιαν οντολογία της γραφής. Μιλώ για την εκπεφρασμένη πεποίθησή του ότι ο ποιητής «είναι εντολοδόχος του κόσμου», του ανθρώπου και των πραγμάτων. «Τούτο τον πλούτο –λέει-/διαρκώς τον μοιράζεις/διαρκώς πληθαίνει». Τονίζει στο Ρόπτρο (1978), και στην Γκραγκάντα (1972), πιο πριν, ο αφηγητής-ποιητικό υποκείμενο: «δαγκώνει τις λέξεις, /φτύνει τις λέξεις, τις μαζεύει από κάτω μαζί με το χώμα, /τις βάζει στην παλάμη του, τις ψάχνει με το δάχτυλό του, φτιάχνει κασέλες, κηροπήγια, μια λάμπα θυέλλης[…]».

Εκκινώντας απ' αυτή την εντολή-ευλογία, ο ποιητής ασκείται στην διάνοιξη του εύρους εκείνου, που θα χωρέσει τον άνθρωπο, την ιστορία του και τον κόσμο, με σκοπό να αγγίξει και να νιώσει το μυστήριο της ύπαρξης. Σ' αυτήν την προοπτική ενσωματώνεται η παλαμική παρακαταθήκη της φωνητικής έρρυθμης έκρηξης μαζί με το άλγος και την υπαρκτική βάσανο του Ρίτσου. Η γραφή εκτεινόμενη στην καθολικότητα της ύπαρξης, όμως, δεν μπορεί να δεσμεύεται από την οιανδήποτε αισθητική ιδιοτέλεια κι από υστεροβουλίες ποιητικού καθωσπρεπισμού. Υπάρχει στον ποιητή μια καταναγκαστική βιωματική συνθήκη: Ο άνθρωπος και ο κόσμος του οφείλουν να ειπωθούν μεταφρασμένοι ποιητικά –αυτή είναι η δημιουργική επιταγή του Ρίτσου. Ακόμα και η απουσία και ο θάνατος του ανθρώπου. Αυτό, είτε μπορεί να γίνει μέσα σε μία λέξη, την Μπορχεσιανή λέξη που ενσαρκώνει όλο το άρρητο, (την «λέξη την λυπητερή» του Καρυωτάκη), είτε με την μεθυστικά παρακρουστική ανάπτυξη του ποιητικού λόγου· τόσο ώστε να περικλείσει την σιωπή και το μυστήριο - κι εδώ δεν χωρεί καμμιά ένσταση του κατά φύσιν. Μ' άλλα λόγια καταργείται ασκητικά κάθε επιθυμία ποιητικής ιδιοκτησίας. Αυτό πετυχαίνει η εκστατική γραφή του Ρίτσου και από άλλο δρόμο, συναντά την μεταφυσική του καίριου και του στιγμιαίου, δηλαδή την μεταφυσική της ποιητικής αποκάλυψης – του πλατωνικού «εξαίφνης». Εκείνη, υπό το καθεστώς της οποίας, ποιητές όπως ο Δ.Π. Παπαδίτσας εξομολογούνταν: «το χέρι γράφει ό,τι προφταίνει».

Η συστηματική ανάγνωση της ποίησης του Ρίτσου μας οδηγεί σ' αυτήν την διήκουσα σταθερά μιας μεταφυσικής της γραφής. Από την έμμετρη περίοδο μέχρι τα μακρά ποιήματα των μονολόγων και τα μικρά ποιήματα του «κρουστού και περιεκτικού λόγου», ακόμα μέχρι τις στιχηρές στιγμές των επικαιρικών χαιρετηστηρίων: σε χαρμόλυπη έκσταση –πάντα ο Ρίτσος είναι σαν να ρωτά «ποιός κομματιάζει την ψυχή του Θεού/και την χαρά μας»-σε αέναη αναμέτρηση μ’ όλες τις μορφές, ώστε η ενότητα των πάντων να επιτευχθεί. Μέσα από την λεκτική τους νοηματοδότηση και ανάπλαση.

Ο Ρίτσος, θα έλεγε κάποιος, δεν προλαβαίνει να εκφραστεί κριτικά. Μυθολογεί και τις κριτικές του απόψεις ενσωματώνοντάς τες στα πολύστιχα ποιητικά του συνθέματα. Αργότερα πολύ, συγκεντρώνει στον τόμο Μελετήματα τις προσεκτικές και λελογισμένες κριτικές του καταθέσεις και μαζί μ' αυτές τα κείμενα για τις μεταφράσεις των ποιητών που αγάπησε και προτίμησε. Είναι χαρακτηριστικό το πώς μένει εκτός κάθε διαμάχης από εκείνες που ταλάνισαν την προπολεμική, κυρίως όμως την μεταπολεμική αριστερά, διαμάχες που είχαν να κάνουν με ζητήματα κεφαλαιώδη για την αριστερή ιδεολογική αγκύλωση: Η σχέση Τέχνης – Κοινωνίας, η σχέση βάσης – εποικοδομήματος, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός και η αυτονομία ή μη του καλλιτεχνικού έργου. Για όλα ετούτα ο Ρίτσος απαντά απολύτως ξέχωρα και μοναχικά, είτε στα Μελετήματα (π.χ.» […] Η ποίηση, στο βαθμό που είναι τέτοια, μας λέει πολύ περισσότερα απ' όσα μπορούμε να πούμε εμείς γι' αυτήν») είτε στην στοχαστική διερώτηση για την ποίηση, την τέχνη γενικότερα και τα όριά της, όπως φανερώνεται στα ποιήματά του. Του οφείλουμε για την διδαχή της αυτοανανεούμενης λυρικής έκφρασης. Για το ποιητικό όραμα της μέγιστης δυνατής αλληλοπεριχώρησης του ποιητικού λόγου με την ίδια την ζωή.

Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος είναι ποιητής. Έργα του: Ποίηση: 'Λατομείο' (Κέδρος, 2002), 'Του νεκρού αδελφού' (Κέδρος, 2003), 'Πουλιά της νύχτας' (Κέδρος, 2005), 'Ανάστασις του Ανδρέα Ταρκόφσκι' (Ερατώ, 2008), 'Βραχύ χρονικό' (Κέδρος, 2009), 'Κρούσμα' (Κέδρος, 2011). Δοκίμια: 'Τα όρια της φωνής' (Κέδρος, 2006), 'Η πτήση του ιπτάμενου' (Ίνδικτος, 2007), 'Ο απόκρημνος λυρισμός' (Ερατώ, 2011).




«Γι' αυτό ακριβώς πιστεύω στην αθανασία». Της Αγγελικής Κώττη
Η «πίστη», μια λέξη που στις μέρες μας έχει κακοπάθει και συχνά ακυρώνεται, ήταν από τις αγαπημένες του Γιάννη Ρίτσου. Παρά τις δραματικές δυσκολίες που συνάντησε στη ζωή του, παρέμενε πιστός στην ίδια την Ποίηση, σε ιδέες (και κυρίως στην ιδεολογία του, παρότι θα είχε πολλά να ωφεληθεί αν την αποκήρυσσε), σε ανθρώπους. Και στον «Κέδρο». Στον εκδοτικό οίκο της Νανάς Καλλιανέση, «μάνας, φίλης, συντρόφου» όπως έλεγε ο ίδιος, και εκείνων που ανέλαβαν κατόπιν να συνεχίσουν την πορεία του. Όταν κάποτε τον είχα ρωτήσει γιατί, απάντησε λακωνικά: «η πίστη είναι σπουδαία αρετή».
Άνθρωπος που αφοσιωνόταν μέχρι θανάτου, αγάπησε εξαρχής την Νανά Καλλιανέση που μόλις είχε γυρίσει από την εξορία -όπως κι ο ίδιος- έστησε, στη δεκαετία του ’50, με τον σύζυγό της Νίκο τον εκδοτικό οίκο. Η αμοιβαία εκτίμηση και συντροφικότητα που τους συνέδεε, την αναγόρευσε σε ένα από τα σημαντικά πρόσωπα της ζωής του. Κι αλήθεια, η Νανά τού πρόσφερε τα πάντα, θέτοντας σε κίνδυνο ακόμα και την ελευθερία της - που εν τέλει την έχασε. Μεσούσης της χούντας, ο Δημήτρης Βαλασκαντζής μπαίνοντας στο σπίτι της Φαλίτσας Γεωργιάδου-Ρίτσου από το παράθυρο, ή ως πελάτης (εκείνη ήταν γιατρός) έπαιρνε τα χειρόγραφα του εξόριστου (τυπικά σε κατ' οίκον περιορισμό) ποιητή. Τα έστελνε στην Νανά, μέσα σε κουτιά-αμπαλάζ ουίσκι και εκείνη τα διοχέτευε στην ομάδα της Αμαλίας Φλέμινγκ. Η Μαρία Δεληβοριά και άλλες γενναίες γυναίκες, τα έβγαζαν κρυφά στο εξωτερικό, όπου και μεταφράζονταν για να χρησιμοποιηθούν ως πίεση εναντίον του στρατιωτικού καθεστώτος και υπέρ της απελευθέρωσης των δεσμωτών και του ίδιου του Ρίτσου.
Όλοι οι εμπλεκόμενοι στο παράνομο όσο και σημαντικό κύκλωμα, που δεν μίλησαν ποτέ γι’ αυτό, -μονάχα κατά τύχη μάθαμε κάποια ονόματα- έκαναν τα πάντα αθόρυβα, αν και με κίνδυνο της ζωής τους. Τον μεγαλύτερο κίνδυνο διέτρεχε η Νανά Καλλιανέση. Και το πλήρωσε με την κράτηση και τον βασανισμό της. Όμως έτσι, πιστεύω, ότι αντιλαμβανόταν και η ίδια, όπως και ο ποιητής, την έννοια «πίστη». Με κινδύνους και ανιδιοτέλεια.

Η Αγγελική Κώττη είναι δημοσιογράφος. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος στο πολιτιστικό τμήμα της εφημερίδας "Ριζοσπάστης" και της εφημερίδας "Έθνος". Είναι επιμελήτρια του αρχείου αυτογράφων έργων Γιάννη Ρίτσου, το οποίο είναι κατατεθειμένο στα Ιστορικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη. Συμμετείχε στο συλλογικό έργο 'Ο ποιητής και ο πολίτης Γιάννης Ρίτσος' (Κέδρος, 2008).
 
 
 

H «Τέταρτη διάσταση» του Γιάννη Ρίτσου και μερικές από τις συνισταμένες της. Του Γιώργου Μαρκόπουλου
Με την έκδοση της Τέταρτης διάστασης, φαίνεται σαν ο ίδιος ο Γιάννης Ρίτσος, να είχε μεριμνήσει εγκαίρως και με θαυμαστή αυτογνωσία μάλιστα, για να πραΰνει τους φόβους και τις επιφυλάξεις μας εκείνες που ενεθάρρυνε ο επικαιρικός χαρακτήρας ενός μεγάλου μέρους του έργου του· νομιμοποιώντας έτσι τρόπον τινά και τις περισσότερες, από τις σε όλους μας, γνωστές του εκείνες προσφυγές σε μια πληθωρική «επεξηγηματικότητα» και από τις σε όλους μας (επίσης), γνωστές του εκείνες (αυτάρεσκες), «επαναλήψεις», που συχνά, υπονόμευαν την αυστηρότητα της πράξης και του λόγου.

Αλλά τι είναι η Τέταρτη διάσταση, και ποιες είναι εκείνες οι συνισταμένες που ουσιαστικά την ορίζουν; Θα έλεγα πως αυτή δεν είναι τίποτα άλλο, πέρα από το αμάλγαμα της ποίησης αυτού του πολυσυζητημένου σύγχρονου δημιουργού, και πως οι συνιστάμενες της δεν είναι άλλες, από εκείνα τα διαχρονικά στοιχεία που ανέκαθεν, μέσα στους αιώνες τώρα, στηρίζουν την τέχνη και την τροφοδοτούν με μια ανυπέρβλητη προπάντων, και πάνω απ' όλα, ειλικρίνεια.

Έτσι μέσα σε ολόκληρη τη συλλογή, εύκολα κανείς μπορεί να διακρίνει την πρόθεση του ποιητή, να βασιστεί πάνω στο κλασικό πια δίπτυχο «φθορά-θάνατος», το οποίο χορδίζει ένας τόνος τραγικός, έτσι όπως αυτός υποκινείται από τη γεννετήσια ερημιά μας, από τις βαθύτερες ανάγκες μας, τις ανασφάλειές μας, και τις εσώτερες αγωνιώδεις κραυγές μας.

[…] Ο Γιάννης Ρίτσος, είναι ένας ποιητής που η σημαντικότερη πλευρά του έργου του, παρέμενε και παραμένει ακόμη μη κατακτημένη, και πως μόνο όταν θα σκύψουμε με μεγάλη προσοχή πάνω από τις συνθέσεις του εν λόγω βιβλίου, θα μπορέσουμε να ισχυρισθούμε ότι επιτύχαμε κάτι τέτοιο. Γιατί νομίζω ότι μέσα σε αυτό ακριβώς το βιβλίο, κρύβονται και οι πραγματικές επιδόσεις του εκείνες, που ήσαν προορισμένες να συνδράμουν ευλαβικά τις ενδόμυχες αγωνίες ενός κόσμου που πίσω από τη φωτογένεια (και αυτή σε ορισμένες περιπτώσεις) της επιφάνειας, τον περίμενε αργότερα το σκοτεινό τέλος του, αμείλικτο, βαρύ και αναπόφευκτο. Αυτός άλλωστε πιστεύω ότι είναι και ο πραγματικός κόσμος του. Ένα κόσμος βασανισμένων από την ίδια την ψυχή τους και την ύπαρξή τους, πυρπολημένων, αδύναμων, αφάνταστα μοναχικών και ανυπεράσπιστων μπροστά στο μοιραίο, ανθρώπων.

Το πλήρες κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΛΙ-ΤΡΟΧΟΣ (Πάτρα, τεύχος 4-5, Χειμώνας 1994-1995).

Ο Γιώργος Μαρκόπουλος είναι ποιητής. Έχει κυκλοφορήσει επτά ποιητικές συλλογές, μία με πεζά, δύο τόμους με κείμενά του για το έργο άλλων ποιητών, δυο μονογραφίες (για το ποδόσφαιρο στην ελληνική ποίηση και για το έργο του Τάσου Λειβαδίτη), ενώ έχει επιμεληθεί βιβλία γύρω από την ποίηση. Πιο πρόσφατη έκδοση: "Ποιήματα 1968-2010 (Επιλογή)".
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου