Πέμπτη 15 Μαρτίου 2018

Συζητώντας με τη Βάγια Παπαποστόλου

Ερώτηση 1η: Ποιος/α είναι ο/η αγαπημένος/η σας συγγραφέας;

Β.Π.: Δεν έχω αγαπημένο συγγραφέα. Μπορεί το Χ βιβλίο κάποιου να με συγκλόνισε ενώ το Ψ βιβλίο του να με άφησε αδιάφορη. Ή μπορεί πριν κάποια χρόνια να με γοήτευε το συγγραφικό έργο κάποιου και σήμερα να μην με γοητεύει πια ή το αντίστροφο.


Ερώτηση 2η: Ποιο είναι το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε;

Β.Π.: Για να είμαι ειλικρινής, δεν θυμάμαι ποιο ήταν το πρώτο. Κάποια από τα πρώτα ήταν της Maria Gripe. “Ούγκο και Ζοζεφίνα” και “Ο παπαγάλος σταθμάρχης”. Μου άρεσαν τόσο οι ιστορίες όσο και η εικονογράφηση, τα εξώφυλλα, οι λευκές σελίδες στην αρχή και στο τέλος στις οποίες έγραφα ή ζωγράφιζα και με κυνηγούσε η μαμά μου! Σαν μικρό παιδί, το βιβλίο φυσικά και δεν το αντιμετώπιζα μόνο ως συγγραφικό έργο. Ήταν ένα σύνολο πραγμάτων. Ένα αντικείμενο με συγκεκριμένο βάρος, μυρωδιά, χρώμα, υφή. Ήταν πολλά παραπάνω από αυτό που είχε να διηγηθεί ο συγγραφέας.


Ερώτηση 3η: Τι σας ώθησε να ξεκινήσετε τη συγγραφή;

Β.Π.: Ανά διαστήματα έχω ασχοληθεί με διάφορα αντικείμενα που αφορούν τόσο τις τέχνες όσο και εντελώς άσχετα με αυτές, προκειμένου να εκφράσω αυτά που υπάρχουν κάθε φορά μέσα μου. Μια ιδέα, μια αντίρρηση, ένα φόβο, ένα περίεργο σχήμα, μια αίσθηση...Επειδή είμαι εκνευριστικά ανήσυχος άνθρωπος και πλήττω εύκολα, η συγγραφή είναι μια διαδικασία που δεν με αφήνει να βαρεθώ. Γράφοντας, μπορώ να τα κάνω όλα. Ή σχεδόν όλα. Να εκθειάσω, να ερωτευτώ, να απορρίψω, να φωνάξω, να είμαι αυστηρή, δεκτική, αποφασιστική ή δειλή μέσω των ηρώων μου και των καταστάσεων μέσα στις οποίες επιλέγω να τους τοποθετήσω. Μπορώ να γίνομαι κάθε φορά αυτό που έχω αποφασίσει ή που δεν μπορώ να αποφύγω, ή που θα ήθελα να είμαι αλλά δεν είμαι... Πολλά. Αυτά απαντούν στο τι με γοητεύει στην συγγραφή. Σχετικά με τη ερώτηση σας, στη συγγραφή με ώθησε ό,τι με είχε ωθήσει παλιότερα στη μουσική, τη στιχουργική, το θέατρο. Πολύ απλά, η ανάγκη μου να εκφραστώ και να επικοινωνήσω.


Ερώτηση 4η: Πώς θα χαρακτηρίζατε το βιβλίο σας “Πολυαγαπημένη μου Άννα”;

Β.Π.: Το “Πολυαγαπημένη μου Άννα” το έκρινα καθώς το δούλευα λέξη-λέξη. Το έχτιζα και το έπλαθα σύμφωνα με αυτό στο οποίο στόχευα. Είναι το αποτέλεσμα της απόφασης μου να“κοιτάξω” κάποια πράγματα με τα μάτια δυο νέων ανθρώπων του σήμερα, έχοντας μια σχετική εμπειρία μιας και έχω υπάρξει κι εγώ νέα, με τη διαφορά πως δεν υπήρξα ποτέ νέα του σήμερα. Από τη στιγμή που ένα βιβλίο αφεθεί στα χέρια του αναγνώστη, αυτός είναι που θα το κρίνει και θα το χαρακτηρίσει. Η δική μου δουλειά τελείωσε στο τελευταίο κεφάλαιο.


Ερώτηση 5η: Ποιο ήταν το έναυσμα να γράψετε ένα βιβλίο με θέμα την αλληλογραφία, ένα “ξεπερασμένο” μέσο επικοινωνίας για τη σύγχρονη εποχή;

Β.Π.: Ήθελα να μιλήσω για την ανάγκη της επικοινωνίας γενικά. Και να ανακαλύψω στη συνέχεια, μέσω των δύο ηρωίδων, πόση δύναμη έχει το μέσο επικοινωνίας σε σχέση με τη δύναμη της ανάγκης για την ίδια την επικοινωνία, ανεξάρτητα από το μέσον. Αν υποθέσουμε πως αυτά τα δύο μάχονται, ποιο θα νικήσει στο τέλος; Πρόθεση μου δεν ήταν σε καμία περίπτωση να συγκρίνω την κλασική αλληλογραφία με τα σύγχρονα, ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας. Η ζωή πάει μπροστά, το ίδιο και η τεχνολογία, βοηθώντας μας να κάνουμε το κάθε τι ευκολότερο. Κι αν φτάσαμε να δαιμονοποιούμε τα σύγχρονα μέσα, είναι γιατί εμείς δεν είμαστε ικανοί να τα διαχειριστούμε όπως πρέπει. Τα μέσα δεν φταίνε σε τίποτα. Αντιθέτως, είναι εκπληκτικά εργαλεία. Επομένως και τα δύο έχουν τη χάρη τους. Η νέα τεχνολογία έχει την ευκολία, την αμεσότητα, την ταχύτητα. Η κλασική αλληλογραφία έχει τη γλύκα και τη γοητεία που ασκεί το retro, το vintage...


Ερώτηση 6η: Οι γονείς της Μυρσίνης εγκαταλείπουν την Αθήνα για να ζήσουν στην επαρχία, και συγκεκριμένα σε ένα χωριό. Πιστεύετε ότι είναι εύκολο για κάποιον να αφήσει τη μεγαλούπολη για να πάει σε μία μικρότερη πόλη ή ένα χωριό;

Β.Π.: Τίποτα δεν είναι εύκολο όταν δεν είναι επιλογή μας. Ξεκινάω με αυτό γιατί το θεωρώ βασικό. Επίσης, η καθημερινότητα και η ρουτίνα μας είναι κι ένα μέρος της ασφάλειας μας, όσο κι αν γκρινιάζουμε. Αυτά σε γενικές γραμμές ως προς τις αλλαγές στη ζωή μας. Ειδικά για τη Μυρσίνη και για κάθε νέο κορίτσι ή αγόρι στην εφηβεία, μια ηλικία εξαιρετικά δύσκολη για τους ίδιους κυρίως, σαφώς και δεν είναι εύκολο. Ένα μικρό χωριό όπως είναι το Λίθινο των Ιωαννίνων, όσο όμορφο κι αν είναι, σε όσο προικισμένη με φυσικό κάλλος περιοχή κι αν βρίσκεται, στερείται δεκάδων πραγμάτων που έχει μια μεγάλη πόλη και ταιριάζουν -κι έτσι πρέπει- στους περισσότερους νέους ανθρώπους. Κίνηση, φώτα, κόσμο, ένταση, επιλογές, ποικιλία. Επομένως όχι, ,δεν είναι καθόλου εύκολο υπό τις συνθήκες που προέκυψε η μετοίκηση στη Μυρσίνη, άσχετα εάν εκείνη -από άμυνα ίσως- επιλέγει να δίνει βάρος στα θετικά της αλλαγής αυτής. Χωρίς βέβαια στην πράξη να τα καταφέρνει πάντα...


Ερώτηση 7η: Το μεγαλύτερο κομμάτι του βιβλίου σας έχει να κάνει με τη φιλία. Τι θέση έχει η φιλία στη ζωή σας;

Β.Π.: Βασίζομαι στους φίλους μου γιατί μου είναι σημαντικό να με νοιάζονται και να τους νοιάζομαι, να μοιραζόμαστε τις χαρές, να παλεύουμε μαζί τις δυσκολίες. Να σαχλαμαρίζουμε, να γινόμαστε παιδιά αλλά και να πεισμώνουμε, με ωριμότητα, παρέα για να προσπεραστούν τα ζόρικα. Να συμφωνούμε γιατί μου δίνει δύναμη. Να διαφωνούμε γιατί μου δίνει ακόμα μεγαλύτερη δύναμη. Είναι αυτοί που με συγχωρούν και τους συγχωρώ από επιλογή κι όχι από ανάγκη. Που με αγαπούν και τους αγαπώ από επιλογή και όχι επειδή έτυχε. Η φιλία είναι υγεία, έτσι την βιώνω εγώ. Και μου είναι πολύ σημαντική.


Ερώτηση 8η: Στο βιβλίο σας θίγετε τα θέματα της κώφωσης και του bullying. Το δεύτερο έχει πάρει διαστάσεις θηρίου. Από πού ξεκινάει το πρόβλημα, κατά τη γνώμη σας;

Β.Π.: Ο εκφοβισμός υπάρχει από τότε που υπάρχουν τα ταπεινά ένστικτα του ανθρώπου τα οποία τον ωθούν σε συμπεριφορές κακότροπες. Δηλαδή από πάντα. Δεν είναι κάτι καινούργιο. Πηγάζει από την ανεπάρκεια αυτού που εκφοβίζει και όχι αυτού που εκφοβίζεται. Ξεκινάει από το φόβο σε αυτό που εκλαμβάνεται ως διαφορετικό και συνεχίζει με την επίδειξη ισχύος η οποία μπορεί να φτάσει και στα άκρα. Δεν πιστεύω πως τώρα έχει πάρει διαστάσεις θηρίου. Από πάντα ήταν θηρίο. Το μόνο που άλλαξε είναι το ότι ξεκίνησε η αντίσταση της κοινής γνώμης επομένως άρχισε να οργανώνεται μια δομή ώστε να μπορεί αυτός που εκφοβίζει να καταγγέλλεται και να τιμωρείται. Είναι και η τιμωρία μια κάποια λύση. Η πραγματική λύση όμως βρίσκεται στην παιδεία και στην καλλιέργεια.


Ερώτηση 9η: Τι θα θέλατε να πείτε στους αναγνώστες σας;

Β.Π.: Τους ευχαριστώ που με διαβάζουν.


Ερώτηση 10η: Θα θέλατε να μας πείτε μερικά λόγια για το επόμενο συγγραφικό βήμα σας;

Β.Π.: Υπάρχουν δυο σκέψεις στο μυαλό μου. Η μία αφορά και πάλι νεαρούς αναγνώστες σε πλαίσιο περιπετειώδες και λίγο παραφυσικό και η δεύτερη, αφορά ενήλικο αναγνωστικό κοινό. Δεν ξέρω με ποια από τις δύο θα ξεκινήσω. Μπορεί και με τις δύο...


Β.Δ.: Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη που μου παραχωρήσατε! Εύχομαι κάθε επιτυχία και καλοτάξιδα τα βιβλία σας!!!

Β.Π.: Εγώ σας ευχαριστώ! 
 
 
 
 
 
Η Βάγια Παπαποστόλου γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα. Από το 2003 ζει και εργάζεται στην περιφέρεια της Καβάλας. Διδάσκει μουσική, γράφει βιβλία για μικρά και μεγάλα παιδιά, θεατρικά έργα και στίχους.
Παράλληλα με την ενασχόλησή της με τη μουσική και τη συγγραφή, συνεργάζεται με θεατρικές ομάδες νέων και ενηλίκων.
Έχει διακριθεί από τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά για το διήγημα Όταν η Δάφνη γνώρισε το Βίκτωρα και το μυθιστόρημα Πολυαγαπημένη μου Άννα, όπως και από άλλους φορείς στην Ελλάδα και στην Κύπρο για θεατρικά της κείμενα, παραμύθια και διηγήματα.
Από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορεί το βιβλίο της Η παραμυθού της Σελήνης.
(2018) Πολυαγαπημένη μου Άννα, Κέδρος
(2016) Η παραμυθού της Σελήνης, Εκδόσεις Καστανιώτη
Συμμετοχή σε συλλογικά έργα
(2017) Zombie στην Ελλάδα, Εκδόσεις iWrite.gr
 
 
 
 
 
 
Πολυαγαπημένη μου Άννα
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΙΜΗΘΗΚΕ ΜΕ ΕΥΦΗΜΟ ΜΝΕΙΑ
ΑΠΟ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΕΙΑ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ

Το καλοκαίρι πριν από την τρίτη λυκείου η Μυρσίνη φεύγει με τους γονείς της από την Αθήνα για να εγκατασταθεί σε ένα μικρό χωριό των Ιωαννίνων. Πίσω της αφήνει τις συνήθειές της, τους φίλους της και την πολυαγαπημένη της Άννα. Οι δυο τους για χρόνια μοιράζονταν το ίδιο θρανίο, τους προβληματισμούς, τις προσδοκίες και τα όνειρά τους.
Τα δύο κορίτσια αποφασίζουν να κάνουν ένα πείραμα. Μέχρι να ξαναβρεθούν, θα σταματήσουν να χρησιμοποιούν το τηλέφωνο και τα ηλεκτρονικά μέσα επικοινωνίας. Φάκελοι, επιστολόχαρτα και γραμματόσημα μπαίνουν για πρώτη φορά στη ζωή τους. Θα μπορέσουν να φτάσουν το πείραμα ως το τέλος; Θα καταφέρουν να επικοινωνούν αποκλειστικά και μόνο με τον κλασικό τρόπο χωρίς να μπουν στον πειρασμό της εύκολης και άμεσης επαφής μέσω chat, sms και κοινωνικών δικτύων;
Ένα επιστολικό μυθιστόρημα που στο επίκεντρό του έχει τη δύναμη της φιλίας, ενώ παράλληλα καταπιάνεται με την καθημερινότητα των εφήβων, τις αγωνίες, τους φόβους αλλά και τη γοητεία των συχνών αλλαγών και των επαναπροσδιορισμών της οπτικής τους για τη ζωή.
 
 
 
 
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου