Κυριακή 27 Μαρτίου 2016

Συζητώντας με τη Σόφη Θεοδωρίδου

Συζητώντας με τη Σόφη Θεοδωρίδου 



Ερώτηση 1η: Ποιος/α είναι ο/η αγαπημένος/η σας συγγραφέας;

Σ.Θ.: Θα μου επιτρέψετε να αναφέρω δύο κι όχι έναν, γιατί είναι εξίσου αγαπημένοι και οι δύο. Ο Μενέλαος Λουντέμης για τον υπέροχο λυρισμό του και ο Μ. Καραγάτσης για τον έξοχο ρεαλισμό του.


Ερώτηση 2η: Ποιο ήταν το πρώτο βιβλίο που διαβάσατε;

Σ.Θ.: Το βιβλίο της Πηνελόπης Δέλτα «Ο Μάγκας» σε ηλικία εφτά- οχτώ ετών. Αμέσως μετά ακολούθησαν και τα υπόλοιπα έργα της, φυσικά.


Ερώτηση 3η: Τι σημαίνει η συγγραφή για εσάς;

Σ.Θ.: Είναι ένα όνειρο παιδικό που έγινε πραγματικότητα, έστω και κάπως αργά, κομμάτι απαραίτητο της ζωής μου τώρα πια.


Ερώτηση 4η: Ποια είναι η πηγή έμπνευσής σας;

Σ.Θ.: Η ίδια η ζωή συνήθως. Μια αληθινή ιστορία- ή κάποιο περιστατικό απλώς- το οποίο με συγκινεί κεντρίζοντας συνάμα και τη φαντασία μου και το οποίο ο ευφάνταστος νους μου εξελίσσει κατόπιν κατά το δοκούν. Ομολογώ πως χρειάζομαι τούτο το κράτημα απ’ την αληθινή ζωή, ώστε να νιώσω ότι οι ήρωές μου είναι κι αυτοί αληθινοί, με την πεποίθηση ότι τούτη την αίσθηση θα εισπράξει κι ο αναγνώστης στη συνέχεια.


Ερώτηση 5η: Τι σας "ώθησε" να ξεκινήσετε τη συγγραφή;

Σ.Θ.: Η μεγάλη αγάπη μου για τη λογοτεχνία κι η ανάγκη μου να εκφραστώ και να μοιραστώ με άλλους προβληματισμούς, σκέψεις, συναισθήματα, απόψεις, ευελπιστώντας παράλληλα ότι θα προσφέρω κι εγώ με τη σειρά μου λίγη από την ευχαρίστηση που χαρίζουν σ’ εμένα ως αναγνώστρια άλλοι συγγραφείς από τότε που πρωτόμαθα να διαβάζω.


Ερώτηση 6η: Πως θα χαρακτηρίζατε το τελευταίο σας βιβλίο "Τα χρόνια της χαμένης αθωότητας" με δύο λόγια;

Σ.Θ.: Ως ένα κοινωνικό μυθιστόρημα στο οποίο κυριαρχούν οι αυταπάτες της εφηβείας, η απώλεια της αθωότητας, η δύναμη της φιλίας και της αγάπης, μα κι ως έναν αναστοχασμό ταυτόχρονα των πέντε περίπου τελευταίων δεκαετιών, οι οποίες και μας οδήγησαν ως χώρα κι ως κοινωνία εδώ που βρισκόμαστε σήμερα.


Ερώτηση 7η: Έχετε γράψει συνολικά 7 βιβλία. Ποιον χαρακτήρα από όλα τα βιβλία σας θα θέλατε να ζήσετε;

Σ.Θ.: Για να είμαι ειλικρινής, πολλά απ’ όσα βιώνει η Ιφιγένεια στο «Πες μου αν με θυμάσαι»- σε σχέση και μόνο πάντα με τον τρόπο εκδήλωσης της ασθένειας του Αλτσχάιμερ, γιατί τα υπόλοιπα όλα είναι μυθοπλασία-, προέρχονται από προσωπικά μου βιώματα. Από τους υπόλοιπους γυναικείους χαρακτήρες τώρα των βιβλίων μου, δεν επιθυμώ να πάρω τη θέση καμιάς ηρωίδας μου, επειδή απλά οι περισσότερες έζησαν σε πολύ δύσκολες εποχές και βίωσαν καταστάσεις εξαιρετικά επώδυνες.


Ερώτηση 8η: Τα περισσότερά σας βιβλία αναφέρονται σε εποχές σκληρές. Γιατί διαλέγετε να γράφετε ιστορίες, οι οποίες μας μεταφέρουν στην προσφυγιά, τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο και την κατοχή;

Σ.Θ.: Γιατί με συγκινεί η πρόσφατη ιστορία μας, κυρίως αυτή του 20ού αιώνα, και με αγγίζει προσωπικά, με την έννοια ότι κατάγομαι από προσφυγική οικογένεια κι όλα εκείνα τα γεγονότα άπτονται της καταγωγής μου. Όσον αφορά την Κατοχή και τον Εμφύλιο, καθώς υπάρχουν ακόμη αρκετοί άνθρωποι ανάμεσά μας που έζησαν εκείνα τα χρόνια και μας αφηγούνται τα βιώματά τους και τις δραματικές προσωπικές τους ιστορίες, είναι φυσικό να μας συγκινούν και να μας εμπνέουν, θυμίζοντάς μας συνάμα ότι λαός που δε γνωρίζει την ιστορία του είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει.


Ερώτηση 9η: Στο πρώτο σας βιβλίο "Η νύφη φορούσε μαύρα" βλέπουμε την Αντριανή να βιώνει άσχημες καταστάσεις. Πόσο δύσκολο πιστεύετε ότι είναι για μία μητέρα να παλεύει να μεγαλώσει το παιδί της και ταυτόχρονα να προσπαθεί να κερδίζει μία θέση σε μία ανδροκρατούμενη εποχή;

Σ.Θ.: Τα χρόνια στα οποία αναφέρεται το μυθιστόρημα, εξαιρετικά δύσκολο. Ιδίως όταν υπέπιπτες στο «αμάρτημα» να σηκώσεις ανάστημα στην ανδροκρατούμενη εκείνη κοινωνία και να διεκδικήσεις όσα θεωρούσες ως απόλυτο και νόμιμο δικαίωμά σου, όπως έκανε η Αντριανή. Ωστόσο, τέτοιοι άνθρωποι πάντα, όπως η ηρωίδα μου, ανοίγουν δρόμους ανά τους αιώνες και κερδίζουν δικαιώματα, τα οποία απολαμβάνουμε κατόπιν όλοι μας.


Ερώτηση 10η: Στο βιβλίο σας "Πες μου αν με θυμάσαι" η Ιφιγένεια προσπαθεί να σταθεί δίπλα στη μητέρα της, η οποία πάσχει από τη νόσο του αλτσχάιμερ. Πόση υπομονή χρειάζεται να έχει αυτός/ή που φροντίζει ένα άρρωστο άτομο;

Σ.Θ.: Τεράστια υπομονή. Το Αλτσχάιμερ είναι μια ασθένεια που επηρεάζει ψυχικά και σωματικά όχι μόνο τον πάσχοντα αλλά και όλα τα μέλη της οικογένειας που τον περιθάλπει. Απογυμνώνει τον άνθρωπό σου απ’ όλα σχεδόν όσα τον συνιστούσαν, μεταβάλλει τον χαρακτήρα του, δημιουργούνται καταστάσεις εξαιρετικά δύσκολες κι όχι μονάχα εξαιτίας της δέσμευσης που συνεπάγεται η φροντίδα του κι ο κόπος, αλλά κυρίως επειδή δοκιμάζει τα ψυχικά μας αποθέματα. Είναι η ώρα που το παιδί γίνεται γονιός κι ο γονιός παιδί κι είναι δύσκολη ώρα, αλλά είναι κι η ευκαιρία μας να ανταποδώσουμε ό,τι μας έχουν προσφέρει μέχρι τότε η μάνα ή ο πατέρας μας.


Ερώτηση 11η: Το τρίτο σας βιβλίο είναι "Τ' αχνάρια των ξυπόλητων ποδιών". Σε αυτό το βιβλίο σας βλέπουμε τον Θεμιστοκλή να προσπαθεί να αντέξει τα χτυπήματα της μοίρας και να μεγαλώσει τον μικρό Άλκη. Και τι "εφόδια" χρειάζεται κάποιος για να τα καταφέρει όλα αυτά;

Σ.Θ.: Αγάπη. Αυτό είναι το μεγαλύτερο εφόδιο. Και φυσικά δύναμη, κουράγιο, υπομονή, απαραίτητα όλα τα παραπάνω για κάποιον που μεγαλώνει μοναχός το παιδί του. Κάτι σαφώς δυσκολότερο για έναν άντρα, καθώς εκ φύσεως η μάνα είναι προορισμένη γι’ αυτόν τον ρόλο, κυρίως όσον αφορά τη βρεφική και την πρώτη παιδική ηλικία του ανθρώπου.


Ερώτηση 12η: "Η αμαρτία της ομορφιάς", ένας πανέμορφος τίτλος. Θεωρείτε ότι η ομορφιά είναι "αμαρτωλή";

Σ.Θ.: Πράγματι, πώς μπορεί η σωματική ομορφιά, που υμνήθηκε διαχρονικά από τους ποιητές, να αποτελεί αμαρτία; Το ρήμα αμαρτάνω στον αρχαίο ελληνικό κόσμο σημαίνει αστοχώ, αποτυγχάνω, σφάλλω. Με την επικράτηση του χριστιανισμού αλλάζει περιεχόμενο και αποκτά τη σημασία του ηθικού παραπτώματος. Αλλά τότε είναι που και η σωματική ομορφιά, και κυρίως της γυναίκας, ως δυνάμενη να εμπνεύσει δυνατά πάθη και λάγνες σκέψεις και να απομακρύνει από τη χριστιανική αρετή, καταδικάζεται και γίνεται συνώνυμο της αμαρτίας. Έτσι και στο βιβλίο, όπου γίνεται αρνητική κριτική της ομορφιάς, η έννοια προσεγγίζεται ως στοιχείο που μπορεί να προξενήσει συμφορές.


Ερώτηση 13η: Η Ευγενία ήταν μία πανέμορφη γυναίκα αλλά φτωχή. Η μητέρα της της έλεγε: "Είναι προτιμότερο να σε ζηλεύουν παρά να σε λυπούνται." Γιατί πιστεύετε ότι πολλοί είχαν αυτή την άποψη εκείνα τα χρόνια;

Σ.Θ.: Προσωπικά δε θεωρώ ότι έχει αλλάξει σήμερα τούτη η άποψη. Ο οίκτος δεν είναι συναίσθημα που γίνεται εύκολα αποδεκτό ούτε κι είναι επιθυμητό από τον αποδέκτη του. Η ζήλεια του περίγυρου σε αντίθεση «καταξιώνει» κατά κάποιον τρόπο τον άνθρωπο, δημιουργώντας του την αίσθηση ότι τα έχει καταφέρει περίφημα, διαφορετικά δε θα προκαλούσε παρόμοια συναισθήματα.


Ερώτηση 14η: Στο πέμπτο σας βιβλίο "Το κορίτσι απ' τη Σαμψούντα" βλέπουμε τoν ξεριζωμό των Ποντίων, τις πορείες τους μέσα στην πείνα και την εξαθλίωση. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και σήμερα με τους Σύριους, η ιστορία επαναλαμβάνεται... Ένας ακόμα λαός ξεριζώνεται. Ακόμα και πολλοί Έλληνες ξενιτεύονται για ένα καλύτερο αύριο. Θα θέλατε να μας πείτε τη γνώμη σας και για τις δυο αυτές περιπτώσεις;

Σ.Θ.: Διαχωρίζω τις δύο περιπτώσεις. Οι Σύριοι φεύγουν, για να σώσουν τη ζωή τους, οι Έλληνες, κυρίως επιστήμονες, φεύγουν για μια καλύτερη ζωή εξαιτίας της κρίσης. Δυστυχώς, η προσφυγιά και η μετανάστευση συμπορεύονται με την ανθρώπινη ιστορία.


Ερώτηση 15η: "Στεφάνι από ασπάλαθο". Ένας τίτλος που τα λέει όλα. Η Κασσιανή θα "φορέσει" ένα τέτοιο στεφάνι μιας και τα χτυπήματα της μοίρας θα είναι απανωτά και αδυσώπητα, από όλες τις πλευρές. Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι πιστεύετε να αντέξουν οι σύγχρονες γυναίκες όλα όσα "αντιμετώπισε" η Κασσιανή στη ζωή της;

Σ.Θ.: Μια παλιά ρήση λέει: «Μη μου δώσεις, Θεέ μου, όλα όσα μπορώ να αντέξω». Έτσι, εμείς οι σύγχρονες γυναίκες, καλομαθημένες απ’ τα ήρεμα χρόνια της ζωής μας, την ευμάρεια, το κανάκεμα απ’ τους γονείς μας κτλ θα ήταν δύσκολο να αντέξουμε όσα η Κασσιανή. Ωστόσο, υπάρχουν δυνάμεις μέσα στον άνθρωπο που δεν φαντάζεται καν, δυνάμεις που ενεργοποιούνται σε δύσκολες στιγμές, οπότε θεωρώ ότι θα τα καταφέρναμε τελικά.


Ερώτηση 16η: Στο τελευταίο σας βιβλίο "Τα χρόνια της χαμένης αθωότητας" βλέπουμε τρία κορίτσια, από διάφορες κοινωνικές τάξεις, τα οποία γεννήθηκαν την ίδια ημέρα να ενώνονται με τον αόρατο αδελφικό δεσμό. Πόσο εύκολο θεωρείτε είναι αυτό να συμβεί μεταξύ των ανθρώπων;

Σ.Θ.: Δεν μπορώ να σας απαντήσω αν είναι εύκολο ή δύσκολο, ωστόσο μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως συμβαίνει. Έχω προσωπικά «αδέρφια της καρδιάς» όπως τα αποκαλώ, οπότε το αναφέρω εκ πείρας. Κι είναι πολύ δυνατοί οι παρόμοιοι δεσμοί, επειδή είναι δεσμοί που γίνονται με επιλογή μας. Τους διαλέγουμε αυτούς τους ανθρώπους, ενώ τα πραγματικά μας αδέρφια τα ορίζει ο κοινός δεσμός αίματος αρχικά, ο οποίος, όταν δεν ακολουθείται από άλλα συνεκτικά στοιχεία, αποδεικνύεται δυστυχώς αδύναμος να κρατήσει τις σχέσεις κάποιες φορές.


Ερώτηση 17η: Η Κλέα, η Λόλα και η Μέλι θα προσπαθήσουν να κυνηγήσουν τα όνειρά τους. Μπορεί ο άνθρωπος να κατακτήσει όσα ονειρεύεται ή η πραγματικότητα απέχει από τα όνειρα και τα σχέδια που κάνει;

Σ.Θ.: Η πραγματικότητα, όντως, συχνά ανατρέπει τα όνειρά μας. Οι αυταπάτες της εφηβείας, η οποία είναι κατ’ εξοχήν η εποχή που θέτουμε στόχους και προγραμματίζουμε το μέλλον μας, συνθλίβονται συνήθως κάτω απ’ το βάρος της πραγματικότητας. Μα αυτό δε σημαίνει ότι πρέπει να πάψουμε να ονειρευόμαστε. Απλά, επιβάλλεται να αναπροσαρμόζουμε τους στόχους μας, όσες φορές κι αν χρειαστεί, γιατί δίχως στόχους, δίχως όνειρα, η ζωή είναι πεζή, άνοστη, ανιαρή, ενίοτε και δυσβάσταχτη θα μπορούσα να πω.


Ερώτηση 18η: Πιστεύετε ότι ο χαρακτήρας του ανθρώπου "χτίζεται" μέσα στην οικογένεια ή πολλές φορές τίθεται το θέμα της κληρονομικότητας, η οποία μπορεί να είναι πιο ισχυρή;

Σ.Θ.: Η άποψή μου είναι ότι η κληρονομικότητα υπάρχει. Ο χαρακτήρας είναι εκεί, παρών και εμφανής «εξ απαλών ονύχων», δηλαδή από τα γεννοφάσκια μας. Ασφαλώς η οικογένεια κι ο τρόπος που ο άνθρωπος γαλουχείται παίζουν τον ρόλο τους σε κάποιο βαθμό. Πόσο μεγάλος είναι αυτός ο ρόλος εξαρτάται από την οικογένεια αλλά και από την ιδιοσυγκρασία του κάθε ατόμου. Αν δεν ίσχυε αυτό, τότε όλα τα τέκνα των ίδιων γονέων θα είχαν και πανομοιότυπο χαρακτήρα και συμπεριφορά, κάτι που δε συμβαίνει ασφαλώς.


Ερώτηση 19η: Στο βιβλίο σας βλέπουμε τη Λισάβ και τον Σαββίκο να αγκαλιάζουν και τα τρία κορίτσια και να τα βλέπουν σαν δικά τους παιδιά. Πιστεύετε πως μπορεί κάποιος να αγαπήσει ένα παιδί που δεν "ανήκει" στο δικό του αίμα το ίδιο δυνατά όσο το βιολογικό του;

Σ.Θ.: Θα σας απαντήσω σ’ αυτό το σημείο ακριβώς όπως ο Σαββίκος, ο οποίος ανακαλύπτει ό,τι ανακαλύπτει και παρ’ όλα αυτά δεν αλλάζουν τα συναισθήματά του. Ότι ναι, μπορεί να το αγαπήσει. Εξάλλου, δέχτηκε κι ο ίδιος ως παιδί τούτη την ανιδιοτελή αγάπη που δε βασίζεται στο κοινό αίμα, όπως τη δέχονται και πάμπολλα παιδιά ανά την υφήλιο, τα οποία υιοθετούνται και αναθρέφονται από ανθρώπους που δεν είναι οι φυσικοί τους γονείς.


Ερώτηση 20η: Τι θα θέλατε να πείτε στους αναγνώστες σας;

Σ.Θ.: Θα ήθελα να τους πω ένα μεγάλο «ευχαριστώ» που με στηρίζουν και μάλιστα σε τόσο δύσκολες εποχές και να τους διαβεβαιώσω ότι η δική τους αγάπη είναι που με ανατροφοδοτεί κάθε φορά κι απ’ την αρχή με έμπνευση.


Ερώτηση 21η: Θα θέλατε να μας μιλήσετε για το επόμενο συγγραφικό σας βήμα;

Σ.Θ.: Το επόμενο έργο μου, το οποίο ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί, βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία η οποία ξεκινά στην Καππαδοκία των αρχών του 20ού αιώνα και μεταφέρεται στη συνέχεια στην Ελλάδα με ενδιάμεσες μικρές «στάσεις» στην Πόλη και την Οδησσό.


Β.Δ.: Σας ευχαριστώ πάρα πολύ για τη συνέντευξη που μου παραχωρήσατε! Εύχομαι όλα τα βιβλία σας να είναι καλοτάξιδα και κάθε επιτυχία στο καινούριο σας "πόνημα"!

Σ.Θ.: Εγώ σας ευχαριστώ θερμά για τις ενδιαφέρουσες ερωτήσεις και για την ευκαιρία που μου δώσατε να επικοινωνήσω με το αναγνωστικό κοινό.

Συγγραφέας: http://psichogios.gr/site/Authors/show/595/sofh-theodwridoy
"Τα χρόνια τηςχαμένης αθωότητας": http://psichogios.gr/site/Books/show/1003386/ta-xronia-ths-xamenhs-athwothtas  


Η ΣΟΦΗ ΘΕΟΔΩΡΙΔΟΥ κατάγεται από την Αλμωπία, μια μικρή επαρχία του Νομού Πέλλας. Σπούδασε νηπιαγωγός στη Θεσσαλονίκη κι εγκαταστάθηκε κατόπιν στην περιοχή καταγωγής της, όπου διαμένει μέχρι σήμερα με την οικογένειά της. Λατρεύει τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία, και πιστεύει πως η αγάπη της για την τελευταία την οδήγησε τελικά στη συγγραφή. Από τις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ κυκλοφορούν επίσης τα μυθιστορήματά της Η ΝΥΦΗ ΦΟΡΟΥΣΕ ΜΑΥΡΑ, ΠΕΣ ΜΟΥ ΑΝ ΜΕ ΘΥΜΑΣΑΙ, Τ’ ΑΧΝΑΡΙΑ ΤΩΝ ΞΥΠΟΛΥΤΩΝ ΠΟΔΙΩΝ, Η ΑΜΑΡΤΙΑ ΤΗΣ ΟΜΟΡΦΙΑΣ, ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ ΑΠ’ ΤΗ ΣΑΜΨΟΥΝΤΑ,ΣΤΕΦΑΝΙ ΑΠΟ ΑΣΠΑΛΑΘΟ και ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΧΑΜΕΝΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ.
"Τα χρόνια της χαμένης αθωότητας" κυκλοφόρησε το 2016, "Στεφάνι από ασπάλαθο" το 2015, "Το κορίτσι απ' τη Σαμψούντα" το 2014, "Η αμαρτία της ομορφιάς" το 2013, "Τ' αχνάρια των ξυπόλητων ποδιών" το 2012, "Πες μου αν με θυμάσαι" το 2011 και "Η νύφη φορούσε μαύρα" το 2010 από τις εκδόσεις Ψυχογιός.





Απρίλης 1961. Τη μέρα που ο πρώτος Ρώσος κοσμοναύτης ταξιδεύει στο Διάστημα, σε μια μικρή ελληνική πόλη ένας άντρας μπαίνει για λίγο στη θέση του Θεού, ορίζοντας τη μοίρα τριών νεαρών πλασμάτων.

Την Κλέα θα υποδεχθεί ένα αρχοντόσπιτο, όπου ο στρατηγός παππούς της αναπολεί παρελθοντικές δόξες, ενώ ο πατέρας της έχει εγκαταλείψει τον μεγάλο του έρωτα για να κατακτήσει πλούτη και κάστες εξουσίας· τη Μελισσάνθη ένα μεσοαστικό σπιτικό πάνω από μια ταβέρνα, στο οποίο η μάνα της, η ωραία Μυρσίνη, ενοχοποιείται για νεανικά σφάλματα από τον σύζυγό της· τη Λόλα, τέλος, θα καλοδεχτεί ένα φτωχόσπιτο, μες στο οποίο στοιβάζονται μεταξύ άλλων μια ιδιόρρυθμη γιαγιά κι ένας ρομαντικός πραματευτής, που αγωνίζεται να συμπορευθεί με τα δεδομένα των καιρών, καθώς η χώρα αλλάζει.

Παρά τις ταξικές διαφορές τους, οι τρεις κοπέλες μεγαλώνοντας θα δεθούν με δεσμά αδελφικής φιλίας, ανακαλύπτοντας όλες στο φτωχόσπιτο του συνοικισμού την οικογενειακή θαλπωρή που απουσιάζει από τα άλλα δύο. Ώσπου, στο κατώφλι της ενήλικης ζωής τους πια, μυστικά και ψέματα κι αμαρτωλά πάθη του παρελθόντος θ’ αρχίσουν ν’ αποκαλύπτονται, βαφτίζοντας μια δυνατή αγάπη ανόσια και ξεκινώντας τον χορό των αποχωρισμών.

Αποκομμένες πλέον μεταξύ τους αλλά κι απ’ τη γενέθλια πόλη, ρίχνονται στη χοάνη της πρωτεύουσας και στο κυνήγι χιμαιρικών ονείρων. Μα, καθώς ο καιρός κυλά κι οι ψευδαισθήσεις της νιότης χάνονται, θα διαπιστώσουν πως ελάχιστα μοιάζουν τελικά με ό,τι είχαν ονειρευτεί στα χρόνια της αθωότητάς τους…






Μια όμορφη καλοκαιρινή μέρα του 1939, η Κασσιανή κρυφοκοιτάζει πίσω απ’ την κουρτίνα της κάμαράς της το άγνωστο παλικάρι που σιγοπίνει τον καφέ του στην αυλή των γειτόνων τους, δίχως να υποψιάζεται ότι είναι ο άντρας που θα σφραγίσει τη ζωή της. Η δεκαπεντάχρονη κοπέλα ασφυκτιά στην επαρχία, στη σκιά του αυστηρού ιεροκήρυκα πατέρα της. Ο δεκαοχτάχρονος Λυκούργος, απ’ την άλλη, οραματίζεται το μέλλον του στο πανεπιστήμιο της πρωτεύουσας.
Τους δυο νέους θα ενώσει ένα εφηβικό φιλί και μια βάρβαρη τιμωρία. Θα τους χωρίσουν οι δικές του επιλογές κι η Ιστορία. Στα χρόνια που τους περιμένουν η Κασσιανή θα υποχρεωθεί να επωμιστεί βάρη που δεν της έπρεπαν.
Αντιμέτωπη μ’ ένα κράτος εχθρικό και μια κοινωνία ματωμένη, θα αισθανθεί συχνά ότι σταυρώνεται για λάθη εκείνου κι ότι το στεφάνι που κάποτε της φόρεσε είναι φτιαγμένο απ’ τον αγκαθωτό ασπάλαθο, που χρησιμοποιούν στον τόπο της για φράχτη ή για προσάναμμα. Στο κλειστοφοβικό σύμπαν του νέου κόσμου της θ’ αναγκαστεί ν’ απαρνηθεί ακόμη κι αυτή τη γυναικεία της υπόσταση, μέχρι τη μέρα που θα διαπιστώσει πως κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο.
Μια επαρχιακή πόλη απ’ τη μεταξική Ελλάδα μέχρι τη μετεμφυλιακή της δεκαετίας του ’50. Ένα ζευγάρι παρασυρμένο απ’ τις μπόρες των καιρών. Ένα στεφάνι φτιαγμένο από ασπάλαθο.






Η Καλλιόπη πίστευε μέχρι τα εννιά της χρόνια πως το χειρότερο που της είχε τάξει η ζωή ήταν τα παράξενα μάτια της, για τα οποία την κορόιδευαν οι συμμαθήτριές της στο Παρθεναγωγείο, επειδή δε γινόταν να γνωρίζει πόσα άλλα της είχε η μοίρα γραμμένα.
Γεννημένη αρχές του 20ού αιώνα στη Σαμψούντα, θα βιώσει τις λευκές πορείες θανάτου και τις εξορίες από τους Νεότουρκους, κι αργότερα τις αγριότητες του Κεμάλ.
Αρχές του 1921, στην εφηβεία, με σωριασμένο τον κόσμο της σε ερείπια, θα βρει καταφύγιο σ’ ένα χωριό του Πόντου. Λίγους μήνες μετά θα ντυθεί νύφη στα δεκάξι της, σ’ έναν αναπάντεχο γάμο, που θα την οδηγήσει στη Σμύρνη. Θα ζήσει για λίγο μια πλούσια ζωή στην πανέμορφη πόλη, που περιμένει αμέριμνη την καταστροφή της, και θ’ ανακαλύψει τον έρωτα∙ κι ίσως τον χάσει, όπως ορίζει για άλλη μια φορά η μοίρα της…
Απ’ τη Σαμψούντα και τον Πόντο στη Σμύρνη κι από κει στον Πειραιά της προσφυγιάς, μια νεαρή γυναίκα αντιπαλεύει με πείσμα το πεπρωμένο της, διεκδικώντας το δικαίωμα στη ζωή και την αγάπη.






Η μεγάλη ομορφιά ήταν η μοναδική αμαρτία της Ευγενίας. Ένα δώρο που της δόθηκε ερήμην της κι έμελλε να καθορίσει την πορεία της ύπαρξής της.
«Για τον φτωχό ακόμη και η ομορφιά κατάρα είναι», αποφαινόταν συχνά η Μάχη, φαρμακωμένη από τις δυσκολίες της προσφυγικής ζωή της. Όταν, όμως, μπαίνει στη ζωή της κόρης της ο ευκατάστατος Θεόφιλος, αρχίζει να αναθεωρεί τις απόψεις της.
Εκείνος την ερωτεύεται τρελά, απόλυτα. Αυτή τον αγαπά με τη λαχτάρα και το πάθος των δεκαεπτά της χρόνων. Ο ελληνοϊταλικός πόλεμος, όμως, που ξεσπά πριν προλάβουν να χαρούν την αγάπη τους, θα την αφήσει ξεκρέμαστη στον τόπο του. Εκεί θα μπει στο στόχαστρο των κουνιάδων της, ιδιαίτερα της μεγάλης, της Ευανθίας, και του ισχυρού κομματάρχη της περιοχής, ανέτοιμη για όσα την περιμένουν. Μοναδικό και αναπάντεχο στήριγμα θα βρει στην πεθερά της Άννα.
Κι ενώ στα χρόνια που ακολουθούν τα προστάγματα των καιρών ορίζουν τις ζωές τους, το μίσος και η ζήλεια οπλίζουν το χέρι της Μοίρας σπέρνοντας τον όλεθρο. Τρεις αθώες ψυχές παρασέρνονται στον βίαιο άνεμό του και ξεσπούν το λυγμό τους, καθώς σκορπούν σε διαφορετικές γωνιές της Ελλάδας, στην αγκαλιά της “μητέρας” Φρειδερίκης.
Η ιστορία ενός απόλυτου έρωτα σε ταραγμένα χρόνια. Όταν η ομορφιά θεωρείται αμαρτία κι οι πράξεις και τα λόγια των ανθρώπων συναγωνίζονται σε αγριότητα τα πεδία των μαχών, τότε τα πάντα μπορεί να συμβούν.






Προσφυγικά Σαλονίκης· την ορφάνια του μικρού Θεμιστοκλή απαλύνουν ξένα, ευλογημένα χέρια, όμως αγκάθι απομένει μέσα του η άγνωστη καταγωγή του. Εμφύλιος, Σκρα· τα μελλούμενα απ’ τα χείλη μιας γυναίκας τον οδηγούν στην Τήνο, στον μεγάλο έρωτα και στον μεγάλο πόνο.
Ο Θεμιστοκλής, με τον νεογέννητο γιο του, Άλκη, ψάχνει τρόπο και τόπο να στεγάσει τη δυστυχία τους. Θα τους υποδεχτεί η ταραγμένη Αθήνα του ’50 κι αργότερα μια παράξενη επαρχιακή κωμόπολη, η Επίκληρος. Από το σπίτι της φιλόξενης Μικρασιάτισσας Λένας θα βρεθούν σ’ εκείνο της μελαγχολικής Ελένης, και από την άδολη προσφορά θα οδηγηθούν στον τόπο όπου ένας ιδιότυπος ρατσισμός θα τους πληγώσει, δημιουργώντας δυνατές φιλίες και αβυσσαλέα μίση.
Καθώς τα χρόνια κυλούν, ο Θεμιστοκλής και ο συγκλονιστικός Άλκης, η Ελένη, η Ερατώ και η Θάλεια θα βρεθούν μπλεγμένοι στο γαϊτανάκι του πόνου, του έρωτα και του μίσους, και θα βιώσουν τα όρια της προσφοράς και της θυσίας.
Άνθρωποι χτυπημένοι από τη μοίρα και τη ζωή αφήνουν τ’ αχνάρια τους σε μια Ελλάδα που πληγώνεται και πληγώνει, αναζητώντας ταυτότητα και ευτυχία.






Η Ιφιγένεια έπιασε τα γέρικα χέρια της μάνας της και τα σκέπασε με τα δικά της. «Πώς με λένε;» έκανε την αγωνιώδη ερώτηση. «Θυμάσαι; Πες μου… με θυμάσαι;» Περίμενε με κομμένη την ανάσα, θαρρείς κι από την απάντηση της Χαράς εξαρτιόταν η ύπαρξή της. Η Χαρά ξερόγλειψε τα χείλη αργά. «Ιφι… Ιφι…» ψέλλισε τέλος και τα δάκρυα κύλησαν απ’ τα μάτια της κόρης. Δόξα τω Θεώ, δεν είχε πάει στράφι η θυσία της. Η μάνα της δεν την είχε ξεχάσει…
Ο κόσμος της Ιφιγένειας ήταν αληθινή ευλογία μέχρι εκείνη τη λευκοντυμένη μέρα που άρχισε να διαλύεται και να κατακλύζουν τη ζωή της απώλειες και προδοσίες: o πατέρας της, η μεγάλη της αδυναμία. η μητέρα της, το αιώνιο στήριγμά της. η δουλειά της. ακόμη κι αυτός ο έρωτας της ζωής της, ο άντρας της. Η ώρα που θα αντιμετωπίσει τις αλήθειες της ζωής της έχει φτάσει. Μένει τώρα να διαπιστώσει αν οι όρκοι της αγάπης θα χωρέσουν τη θυσία της ή θα γυρίσουν την πλάτη στους πληγωμένους καιρούς.
Η ιστορία μιας γυναίκας που ρισκάρει να χάσει τα πάντα, γιατί δε θέλει να ρισκάρει να χάσει τον εαυτό της.






Σεπτέμβρης του '22. Η νεαρή Αντριανή καταφτάνει στη Σαλονίκη μαζί με το υπόλοιπο ανθρώπινο κοπάδι των προσφύγων. Πεντάρφανη και ολομόναχη, με δυο μάτια πράσινα, μαγικά σαν τα βοτάνια της, θα βρει στήριγμα σε μια καλοκάγαθη ηλικιωμένη Πόντια. Στο ξεδίπλωμα του χρόνου, με τις ανταλλαγές των πληθυσμών, θα εγκατασταθεί σ' ένα μουσουλμανικό χωριό της Μακεδονίας. Εκεί, ανάμεσα σε ανθρώπους πονεμένους που μιλούν ελληνικά, τουρκικά, ποντιακά κι αρμένικα, και που προσπαθούν να στηρίξουν τις ψυχές και τις ζωές τους, η Αντριανή θα αποθέσει την ευτυχία της στα χέρια του ρωμαλέου Άρη με την ηράκλεια δύναμη. Θα προκαλέσει τη μοίρα φορώντας ένα μαύρο φόρεμα για νυφικό. Κι αυτή θα δεχτεί την πρόκληση… Σε μια Ελλάδα που ανεμοδέρνεται στις θύελλες του εικοστού αιώνα, μια γυναίκα τολμά να ορθώσει το ανάστημά της απέναντι σε μια κοινωνία, όπου τον πρώτο λόγο έχει ο άντρας και η πεθερά, για να αναδειχτεί πληγωμένη αλλά νικήτρια.      

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου